Οι πολιτικοί ήρθαν αργά στο Twitter. Πριν από λίγα χρόνια οι περισσότεροι βουλευτές, οι οποίοι μόλις είχαν συνηθίσει στην ιδέα μιας ιστοσελίδας η οποία παρουσίαζε κάποιες δραστηριότητές τους, άρχισαν να λυγίζουν υπό τις πιέσεις νεότερων στελεχών και υπαλλήλων των κομμάτων τους να μπουν δυναμικά στα social media και ειδικά στο Twitter.
Αρχικά, ανέθεσαν το έργο σε κάποιο από αυτά τα νεαρά στελέχη που δεν ήταν εξουσιοδοτημένα να τροφοδοτούν με απόψεις τον λογαριασμό και απλά έβαζαν αποσπάσματα από τις ομιλίες ή καμιά φωτογραφία από τις εκδηλώσεις όπου παρίστατο το αφεντικό τους.
Σταδιακά όμως οι βουλευτές ανέλαβαν οι ίδιοι τον έλεγχο των «μέσων παραγωγής», και άρχισαν αίφνης να κάνουν έντονη χρήση των social media για να δυσφημήσουν πολιτικούς αντιπάλους ή για να μπλέξουν σε κόντρες με δημοσιογράφους, εξαπολύοντας υστερικά tweets που άστραφταν από μια «τσίγκινη» αγανάκτηση, ενώ συγχρόνως έμοιαζαν να έχουν γίνει εξπέρ στα memes, στα gifs και στα emojis (ειδικά σ΄ αυτά που δηλώνουν «κλαίω από τα γέλια»).
Το Twitter υπονομεύει το σεβασμό του κοινού τόσο για τους πολιτικούς που δημιουργούν τις ειδήσεις – οι οποίες συχνά πλέον έχουν να κάνουν με κάποια ανάρτησή τους στα social media – όσο και για τους ανθρώπους που τις μεταφέρουν.
Ήταν σα να τους έχει πείσει κάποιος ότι το να αμολάς tweets με το χειρόφρενο λυμένο, αποτελεί την πιο κρίσιμη πολιτική δεξιότητα στον σύγχρονο κόσμο – ότι όταν οι ψηφοφόροι ζητούν αυθεντικότητα από τους υποψηφίους, εννοούν να γράφουν ό,τι τους κατέβει κι όποιον πάρει ο χάρος.
Σύμφωνα μ' αυτή την προσέγγιση, οι πολιτικοί που δεν «επικοινωνούν» διαρκώς μέσω των λογαριασμών τους στα social media, αργά ή γρήγορα θα βγουν εκτός πίστας.
Ο κόσμος δεν αρκείται πλέον στις θέσεις τους για την υγεία φερ' ειπείν, άντε και σε καμιά οικογενειακή φωτογραφία πού και πού – απαιτεί καθημερινή πρόσβαση στον ψυχισμό τους και στις απόψεις τους επί παντός επιστητού.
Κάποιοι υποστηρικτές αυτής της άποψης χρησιμοποιούν ως κραυγαλέο παράδειγμα την ισοπεδωτική παρουσία στο Twitter του Προέδρου των ΗΠΑ.
Άλλοι πάλι αναφέρουν ως πρότυπο τη νέα σούπερ σταρ της αμερικανικής Αριστεράς, την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, για την οποία ακούς όλη την ώρα πλέον –με εκφράσεις δέους και θαυμασμού που κάποτε συνόδευαν την εξαιρετική δεινότητα ενός πολιτικού σε σύνθετα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής– πόσο «ταλαντούχα και χαρισματική είναι στον χειρισμό των social media».
Μια τέτοια υπεραπλουστευτική ανάλυση μοιάζει να αγνοεί ότι ο Τραμπ υπήρξε καταρχάς τηλεοπτικό δημιούργημα, ενώ σύμφωνα με πρόσφατη σχετική έρευνα ανάμεσα σε υποστηρικτές του κυρίως, έδειξε ότι θα ήταν πιο δημοφιλής αν περιόριζε τον καταιγισμό των καθημερινών tweets του.
Όσο για την "AOC" είναι βέβαιο ότι θα ήταν σταρ ακόμα κι αν δεν είχε εφευρεθεί ποτέ το Twitter. Η κορυφαία στιγμή της άλλωστε μετά την εκλογή της στο Κογκρέσο –η ενδελεχής αποδόμηση των νόμων που ισχύουν για την χρηματοδότηση της προεκλογικής καμπάνιας των πολιτικών– δεν διεξήχθη στο Twitter, αλλά στο Καπιτώλιο.
Εκτός από τους πολιτικούς, θα έπρεπε ίσως να επιβληθεί περιορισμός και στους δημοσιογράφους όσον αφορά στην χρήση του Twitter.
Όταν ακόμα σύσσωμος σχεδόν ο βρετανικός τύπος ήταν εγκατεστημένος στην Φλιτ Στριτ, οι δημοσιογράφοι συναντιόντουσαν στις παμπ της περιοχής για να ανταλλάξουν πληροφορίες και κουτσομπολιά και για να ανταλλάξουν βιτριολικά σχόλια για τους συναδέλφους τους. Κανείς δεν πίστευε ότι θα ήταν καλή ιδέα να δημοσιοποιηθούν αυτές οι συζητήσεις.
Το Twitter υπονομεύει το σεβασμό του κοινού τόσο για τους πολιτικούς που δημιουργούν τις ειδήσεις –οι οποίες συχνά πλέον έχουν να κάνουν με κάποια ανάρτησή τους στα social media– όσο και για τους ανθρώπους που τις μεταφέρουν.
Όπως σημείωσε πριν από λίγο καιρό και ο αρθρογράφος των New York Times, Farhad Manjoo, το Twitter καταστρέφει τη δημοσιογραφία επειδή στο συγκεκριμένο μέσο «κυριαρχεί ο φόβος να μην μείνεις πίσω από τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα να σπεύδουν και οι δημοσιογράφοι να εκφέρουν έντονη άποψη για κάποιο γεγονός ενώ ακόμα δεν υπάρχουν ακριβείς και διασταυρωμένες πληροφορίες».
Με στοιχεία από το New Statesman
σχόλια