Ήταν απροετοίμαστοι, άργησαν, αλλά τώρα που άρχισαν να αντιλαμβάνονται το πολιτικό κόστος και τις συνέπειες τρέχουν. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν πιστεύει ότι μπορεί να λύσει μόνη της το πρόβλημα του μεταναστευτικού-προσφυγικού.
Στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη θεωρούν ότι είναι ένα πρόβλημα που μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λύσει. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος της αρχικής απραξίας. Η κυβέρνηση είχε απευθυνθεί στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, ενημερώνοντάς την για την ασφυκτική πίεση που υφίσταται η Ελλάδα, και περίμεναν από εκείνη να δώσει λύση. Και θα περίμεναν για πολύ ακόμα, αφού η γραφειοκρατία της Ε.Ε., όπως και όλα τα κράτη-μέλη, γνωρίζει καλά το πρόβλημα της χώρας, αλλά δεν επείγεται καθόλου να το λύσει, καθώς αποτελεί μέρος της λύσης των υπολοίπων χωρών, που έχουν σφραγίσει από καιρό τα σύνορά τους και δεν δείχνουν καμία διάθεση να πιέσουν την Τουρκία. Έτσι, ο περιορισμός του προβλήματος στην Ελλάδα, που έχει μετατραπεί στην πράξη σε «αποθήκη ψυχών» και «πίσω αυλή» της Ευρώπης, είναι για όλους τους άλλους μια κάποια λύση. Η οικονομική αδυναμία της χώρας, που προσπαθεί να συνέλθει μετά από μια πολυετή κρίση, την έχει καταστήσει προ πολλού ανίσχυρη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να πιέσει αποτελεσματικά. Συνεπώς, αρκείται στα κονδύλια που της εκταμιεύουν για να «κλείνει τρύπες» και να κρατάει το θέμα χαμηλά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, το οποίο άλλωστε δεν είναι οικονομικό.
Η ανησυχία του Ερντογάν, που δεν κόπτεται και τόσο για το διεθνές δίκαιο, είναι ότι αν η Ελλάδα κατάφερνε να αντιμετωπίσει τις ροές, θα στερούσε από την Τουρκία ένα τεράστιο μέσο πίεσης και το καθεστώς του είναι αποφασισμένο να μην το επιτρέψει. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιεί κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, και φυσικά τους μηχανισμούς προπαγάνδας.
Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό-προσφυγικό σε σχέση με την Ελλάδα όπως το αντιμετωπίζει και η ελληνική κυβέρνηση στο εσωτερικό της (η νυν και η προηγούμενη). Από τη μια κάποιοι χρειάζονται φθηνά εργατικά χέρια και ζητούν την ελεύθερη είσοδο των μεταναστών, οπότε κάνει τα στραβά μάτια στην (μη) τήρηση διαδικασιών και όλο αυτό το παρουσιάζει ως «ανθρωπιστική αλληλεγγύη», για να περιορίσει τη λαϊκή αντίδραση των φτωχότερων στρωμάτων. (Φυσικά, αν επρόκειτο για γνήσια αισθήματα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού, θα είχαν σταματήσει προ πολλού να πωλούν στρατιωτικό εξοπλισμό σε όσους προκαλούν τους διωγμούς των προσφύγων.)
Από την άλλη, προκειμένου να πείσουν την Ελλάδα να κάνει πρόθυμα τη δουλειά, εκταμιεύουν κοινοτικά κονδύλια, κάνοντας και πάλι τα στραβά μάτια στα χρήματα που χάνονται στη διαδρομή. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει υπάρξει πλήθος καταγγελιών και ρεπορτάζ τεκμηριωμένων που είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά με ατασθαλίες στη διαχείριση των κονδυλίων του προσφυγικού-μεταναστευτικού (βλ. σίτιση κ.ά.) και ουδείς έχει τιμωρηθεί ως τώρα. Εξίσου χαρακτηριστικό είναι και ότι κάποιων περιπτώσεων έχει επιληφθεί προ πολλού η περίφημη OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), η οποία όλο ερευνά τις ατασθαλίες, αλλά δεν βγάζει τίποτα συγκεκριμένο.
Η προηγούμενη κυβέρνηση (που είχε καταγγελθεί ακόμα και από στελέχη της για βόλεμα ημετέρων, όπως η πρώην βουλευτής Σερρών που κατήγγειλε ότι μέλη της Νομαρχιακής ΣΥΡΙΖΑ είχαν αναλάβει τη σίτιση των προσφύγων στον νομό, ύψους 750.000 ευρώ) διαπίστωσε εγκαίρως ότι με τα χρήματα αυτά μπορούσαν να γίνουν αρκετές προσλήψεις αλλά και να κινηθεί μια συγκεκριμένη αγορά γύρω από τις ανάγκες του προσφυγικού. Πολλοί άνεργοι δικηγόροι, ψυχολόγοι κ.ά. βρήκαν δουλειά σε κάποιες ΜΚΟ και αυτό ήταν μια κάποια λύση για ορισμένους νέους ανθρώπους που ήταν άνεργοι. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε επιχειρήσει να αξιοποιήσει το προσφυγικό και ως μέσο πίεσης απέναντι στη Μέρκελ, προκειμένου να πάρει κάποια ανταλλάγματα σε άλλους τομείς.
Παρά την έντονη κριτική που ασκήθηκε, όμως, στην κυβέρνηση Τσίπρα από τη ΝΔ προεκλογικά, κάποια στελέχη της δεν βρήκαν κακή ιδέα να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική. Παρέβλεψαν ωστόσο ότι δεν έχουν την ίδια εκλογική βάση. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιδρούσαν τόσο έντονα και οι τοπικές κοινωνίες που ελέγχονταν από αυτόν δέχονταν πιο πρόθυμα να συνεργαστούν, υπολογίζοντας και τα οικονομικά οφέλη. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ, όμως, ξεσηκώθηκαν μετά τον πρώτο κιόλας μήνα της κυβέρνησής τους και απαιτούσαν να εφαρμόσει όσα έλεγε προεκλογικά για κλειστές δομές, επιστροφές μεταναστών στην Τουρκία και αυστηροποίηση της διαδικασίας καταγραφής και ασύλου, καθώς και για φύλαξη των θαλασσίων συνόρων. Η πίεση αυτή ανάγκασε την κυβέρνηση να ασχοληθεί με το θέμα και να προχωρήσει άμεσα στα μέτρα που ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα.
Τα κυβερνητικά στελέχη, ωστόσο, παραμένουν προβληματισμένα, καθώς διαπιστώνουν ότι ο Ερντογάν πιέζει την Ευρώπη για περισσότερα λεφτά και στήριξη, ενθαρρύνοντας την αύξηση των ροών προς την Ελλάδα σε βαθμό μη αντιμετωπίσιμο. Ήδη κάποια στελέχη της ΝΔ ανεπίσημα αναφέρουν ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσουν οι ροές είναι ο «σκληρός», δηλαδή η αυστηρή φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων και η αποτροπή, η οποία όμως είναι παράνομη (το λεγόμενο push back). «Από τη στιγμή που η Ελλάδα ούτε μπορεί ούτε της επιτρέπεται να κάνει push back, δεν μπορεί να λύσει μόνη της το πρόβλημα» δηλώνουν.
Φαίνεται, όμως, ότι η προοπτική αυτή θορύβησε την Τουρκία, που φοβήθηκε μήπως η ΝΔ ενδώσει στις πιέσεις που δέχεται να αντιμετωπίσει τις ροές με σκληρές μεθόδους, γι' αυτό και έσπευσε να καταγγείλει την Ελλάδα, τη σημερινή και την προηγούμενη κυβέρνηση, ώστε αυτή να δεχτεί πιέσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πάντως, ήταν πάντοτε αρνητικός απέναντι σε κάθε «σκληρή» πρόταση, παρά την πίεση της δεξιάς πτέρυγας.
Η ανησυχία του Ερντογάν, που δεν κόπτεται και τόσο για το διεθνές δίκαιο, είναι ότι αν η Ελλάδα κατάφερνε να αντιμετωπίσει τις ροές, θα στερούσε από την Τουρκία ένα τεράστιο μέσο πίεσης και το καθεστώς του είναι αποφασισμένο να μην το επιτρέψει. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιεί κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, και φυσικά τους μηχανισμούς προπαγάνδας.
Πριν από λίγες μέρες υπήρξε η αποκάλυψη από Έλληνα δημοσιογράφο του διπλωματικού ρεπορτάζ ότι η τουρκική πρεσβεία διοργάνωσε αποστολή Ελλήνων δημοσιογράφων στα προσφυγικά στρατόπεδα της Τουρκίας. Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε πλήρως μετά από λίγο και από την ίδια την τουρκική πρεσβεία.
Τα μέλη της αποστολής των δημοσιογράφων ξεναγήθηκαν στις δομές που υπέδειξαν οι τουρκικές Αρχές. Λίγες μέρες μετά δημοσιεύτηκαν ρεπορτάζ που παρουσίαζαν τα τουρκικά προσφυγικά στρατόπεδα ως πεντάστερα ξενοδοχεία, την ώρα που υπάρχουν καταγγελίες από τη Διεθνή Αμνηστία για κακομεταχείριση προσφύγων από το τουρκικό καθεστώς και πολλές οργανώσεις δεν θεωρούν καν την Τουρκία ασφαλή χώρα για την παραμονή τους εκεί.
Άλλη μία «λεπτομέρεια» που δεν είναι ευρέως γνωστή είναι πως από τα 4 εκατομμύρια που λέει ο Ερντογάν ότι είναι οι πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία των 80 εκατομμυρίων κατοίκων, μόλις γύρω στους 300.000 βρίσκονται στις προσφυγικές δομές. Οι υπόλοιποι είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα και αγωνίζονται μόνοι τους για την επιβίωσή τους.
Τα εγκωμιαστικά δημοσιεύματα των ΜΜΕ που προσκλήθηκαν από το τουρκικό καθεστώς και προέβαλε το γραφείο Τύπου της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα εμφανίστηκαν και σε λαϊκά γερμανικά ΜΜΕ, όπως η «Bild», τα οποία, διά της γνωστής μεθόδου της ανακύκλωσης, δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά σάιτ με τίτλους στο στυλ «Πεντάστερα ξενοδοχεία οι προσφυγικές δομές στην Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα, αναφέρει ο γερμανικός Τύπος»...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια