24.4 Τετάρτη
Μπαίνω στην κουζίνα και πατάω σε μια λίμνη νερό. Το ψυγείο. Ανοίγω την πόρτα, το φως κλειστό. Γρήγορη η αυτοψία. Πέθανε. Είκοσι ετών ψυγείο. Πέθανε με τη μία, χωρίς να «μας ταλαιπωρήσει». Το βγάζω από την πρίζα και αρχίζω να το αδειάζω. Κάπου εδώ λέω «ευτυχώς» για τις δίαιτες και τις τύψεις που το κράτησαν ημι-άδειο τον τελευταίο καιρό και δεν πετάμε τρόφιμα. Παρ' όλα αυτά, δύσκολο και στενόχωρο και μην αρχίσετε να γελάτε μαζί μου. Καθετί που μπήκε σε αυτή την κουζίνα μπορεί να μην ήταν hi tech ή πανάκριβο – για μη σας πω πως βρέθηκε εδώ και, αφού έκανε τη δουλειά του, κανείς δεν ασχολήθηκε για να το αλλάξει. Ήταν όμως σημαντικό για μένα κι έχει πολυχρησιμοποιηθεί για χαρές και τραπέζια και τώρα μου φαίνεται παράξενο που το ξεκοιλιάζω και το αδειάζω. Επίσης, με ξενίζει η ησυχία στην κουζίνα. Που δεν υπάρχει εκείνο το παλιό γουργουρητό. Μικρό ψυγείο που δεν χώραγες τη δική μου τρέλα και που σε κάθε τραπέζι λύναμε ασκήσεις γεωμετρίας για να χωρέσουν όλα και που, φυσικά, μόνο εγώ ήξερα πού ήταν θαμμένο το καθετί. Και που στο τέλος μετέτρεπες σε πάγο οτιδήποτε ακουμπούσαμε στο πίσω μέρος σου. Μίνι κηδεία, οι βότκες και τα τσίπουρα στον πάγκο και όχι στην κατάψυξη και αρχίζει η οδύσσεια του να πάρεις καινούργιο. Που δεν υπήρχε σε στοκ (τίποτα δεν υπάρχει σε στοκ πια, όλα τα παραγγέλνεις) και που έκανε πέντε μέρες να έρθει. Αυτές τις πέντε μέρες όλη η κουζίνα μπήκε σε «στάση αναμονής» – τίποτα δεν δουλεύει χωρίς ψυγείο. Πας στο Έβερεστ και παίρνεις γάλα και τρως έξω. Κάπως έτσι.
Και αυτές τις μέρες το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να ξεκινήσω ένα προζύμι. Ξινό, με πατάτα, μήπως καταφέρουμε και φουρνίσουμε τίποτα φέτος, διότι οι φούρνοι της ευρύτερης γειτονιάς μου είναι σαν να φτιάχνουν τα ψωμιά με ρομπότ. Και αυτό δεν αντέχεται. Για το προζύμι βράζω δύο πατάτες μέχρι να μαλακώσουν. Χωρίς να αφαιρέσω το νερό από την κατσαρόλα, τις λιώνω με ένα πιρούνι και τις αφήνω να κρυώσουν. Προσθέτω 250 γρ. αλεύρι και ανακατεύω καλά μέχρι να έχω έναν ομοιογενή χυλό. Βάζω τον χυλό σε υπερμέγεθες σκεύος που κλείνει αεροστεγώς. Είναι σημαντικό να υπάρχει χώρος στο σκεύος. Ο χυλός θα φουσκώσει και αν δεν έχει πού να πάει, θα ξεχειλίσει, τύπου the blob! Trust me, το έχω πάθει. Το αφήνω σε σκοτεινό μέρος για δύο μέρες. Τη δεύτερη μέρα το ανακατεύω και το αφήνω άλλη μια μέρα. Μετά προσθέτω άλλα 100 γρ. αλεύρι, 4 κουταλιές ζεστό νερό, ανακατεύω, κλείνω και αφήνω για άλλες δυο μέρες στο ντουλάπι. Ήδη η γνώριμη ξινή μυρωδιά θα σε πείσει πως τα πας καλά. Και στο τελευταίο στάδιο αδειάζω το μείγμα μου σε ένα κάπως ζεστό μπολ (το γεμίζεις με ζεστό νερό από τη βρύση και μετά το αδειάζεις), προσθέτω άλλα 200 γρ. αλεύρι και άλλες 4 κουταλιές ζεστό νερό και ανακατεύω. Το αφήνω στον πάγκο της κουζίνας για 6 ώρες μέχρι να φουσκώσει και να είναι έτοιμο για χρήση. Εν τω μεταξύ, έφτασε το πρωί και το νέο ψυγείο. Το προζύμι είναι το πρώτο που μπαίνει στο ψυγείο και θα περιμένει εκεί μέχρι να γίνουν ψωμιά για τραπέζια με απλά, καλοκαιρινά φαγητά. Αμέσως μετά το Πάσχα δηλαδή.
5.5 Κυριακή
Φεύγουμε από τα Χανιά και ανεβαίνουμε στο Παϊδοχώρι. Εδώ έχει το σπίτι και το ατελιέ του ο κεραμίστας Μανούσος Χαλκιαδάκης και εδώ θα περάσουμε αυτήν τη γιορτή, που μέχρι το πρωί κάναμε μεγάλες προσπάθειες να είναι απρόσωπη και χαλαρή, σαν να πήγαμε σε χώρα που δεν γιορτάζουν το Πάσχα. Και καταφέραμε να αποφύγουμε πλήρως τη μαζική υστερία των ημερών, χωρίς να βγαίνουμε από το Ammos Hotel, αν εξαιρέσεις μια εκδρομή στα Φαλάσαρνα, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ γιατί το νερό ήταν παγωμένο σε επίπεδα Ατλαντικού. Το σπίτι του Μανούσου είναι αυτό που λέμε dream home. Είναι πέτρινο, θαμμένο κυριολεκτικά σε έναν πανέμορφο κήπο, απλό και προσεγμένο. Φαίνεται πως κάποιος ασχολείται μαζί του από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δίπλα είναι το ατελιέ. Ο μεγάλος φούρνος που ψήνει τα έργα του Μανούσου, καραβάκια από πηλό, μεγάλες σφαίρες, σπιτάκια, πράσινα μπολ, όλα τακτοποιημένα σε ράφια. Υπέροχα. Δέκα γάτες πάνε κι έρχονται, όμως δεν μπαίνουν μέσα στο σπίτι, παρά τις προσπάθειες.
Καθόμαστε σε ένα τραπέζι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο – η φύση σου επιβάλλει να μιλάς σιγά, όλοι ευχαριστημένοι. Το αρνάκι ψήθηκε στον φούρνο του χωριού πάνω σε κλαριά από θυμάρι. Ήρθε σε μεγάλη λαμαρίνα. Σκέφτηκα πως αν δεν έβλεπα όλες αυτές τις θηριωδίες με τα αρνιά να σουβλίζονται στο Ιnstagram, θα την είχα χαρεί αυτή την εικόνα. Θυμάμαι να πηγαίνω στον μπουφέ δυο-τρεις φορές. Θυμάμαι και τις φράουλες που φάγαμε μετά, που ήταν, λέει, ντόπιες και ήταν οι καλύτερες που θα δοκιμάζαμε ποτέ. Ήταν όντως έτσι. Θυμάμαι και τους φίλους μου και το νυχτερινό μπάνιο που κάναμε πίσω στα Χανιά. Το νερό σε κάνει παιδί, λένε. Έτσι νομίζω κι εγώ. Και σκέφτομαι, όσο προσπαθώ να ζεσταθώ τυλιγμένος με την πετσέτα στην έρημη παραλία, πως φέτος το καλοκαίρι θέλω ακόμα λιγότερα, ακόμα πιο απλά να είναι τα πράγματα.
Σας φιλώ.
σχόλια