Τις τελευταίες εβδομάδες την επικαιρότητα απασχολούν ειδήσεις που έρχονται από το σχολικό περιβάλλον και αφορούν ακραία περιστατικά βίας. Σε δημοτικό σχολείο μαθήτρια υποχρεώνεται από συμμαθητές της να γλείψει την τουαλέτα. Μαθητής ΕΠΑΛ τραμπουκίζει λεκτικά και απειλεί τη δασκάλα του. Μια αγέλη 17 μαθητών γυμνασιακής ηλικίας ασκεί βία σε 17χρονο μαθητή που προσπάθησε να προστατεύσει την αδελφή του από bullying.
Στιγμιότυπα προφανώς ιδιαίτερα ανησυχητικά που δημιουργούν έναν προσωρινό δημοσιογραφικό ηθικό πανικό, αλλά την επόμενη εβδομάδα ξεχνιούνται. Ερμηνείες που αφορούν την απορρύθμιση είτε του εκπαιδευτικού συστήματος, είτε της ελληνικής οικογένειας, είτε και των δύο έρχονται και διατυπώνονται στον δημόσιο λόγο. Το πρόβλημα μετατοπίζεται από τους ανήλικους και τη βία που εκδηλώνουν στο στενό κοινωνικό τους περιβάλλον και συσχετίζεται με ευρύτερα ζητήματα πειθαρχίας και φροντίδας απέναντί τους.
Με κάποιον τρόπο, η δημοσιότητα συνήθως ασχολείται με τους ανηλίκους όταν αυτοί χάνουν την «παιδικότητά» τους είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο. Δεν είναι πολύ μακριά η περίοδος που τα φώτα της δημοσιότητας έπεφταν επάνω σε ανηλίκους που επιδείκνυαν μέσα από γραπτές επιστολές τους στα μέσα επικοινωνίας τον «ώριμο» καταγγελτικό τους λόγο για τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που τους απασχολούσαν.
Η αρχή πρέπει να έγινε με το πρωτοσέλιδο της «Ελευθεροτυπίας» στις 7/11/2006, στο οποίο δημοσιεύτηκε επιστολή ενός 13χρονου «Αλέξανδρου» με σκοπό να αφυπνίσει τους γονείς και να δείξει «με το δάχτυλο τις κοινωνικές πληγές». Πιο πρόσφατα, στις 13/5/2013, την εποχή την μνημονίων, αριστούχος μαθητής της Α' Λυκείου, στέλνει τη δική του επιστολή στην μπλογκόσφαιρα με τίτλο «Ποιος δολοφονεί το μέλλον μου;» και σκοπό να υπερασπιστεί την απεργία των καθηγητών στη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων. Η επιστολή έγινε αποδεκτή διθυραμβικά από μεγάλο τμήμα του Διαδικτύου ως «σφυροκόπημα στη σάπια εξουσία», ενώ το γεγονός ότι συνοδεύτηκε με το βαθμολόγιό του με εικοσάρια άφησε «άφωνο το Facebook».
Το φαινόμενο είναι πολύ σύνθετο για να αναχθεί σε μία μόνο αιτία. Προφανώς ούτε μόνο το αποδιαρθρωμένο σχολείο, ούτε μόνο η επιτρεπτική οικογένεια, ούτε μόνο η ελευθεριάζουσα τεχνολογία, ούτε τα δημοφιλή προϊόντα του θεάματος μπορούν να εξηγήσουν από μόνα τους αυτό που συμβαίνει στη σημερινή «ζούγκλα του μαυροπίνακα».
Η υπενθύμιση αυτών των περιστατικών είναι χρήσιμη γιατί υπογραμμίζει το βασικό γεγονός: την απόλυτη σύγχυση μεταξύ του ανήλικου και ενήλικου κόσμου που έχει δρομολογηθεί εδώ και χρόνια και σήμερα ίσως να φτάνει στο απόγειό της. Η λεκτική και σωματική βία που σήμερα σημειώνεται στο σχολεία, είναι προέκταση αυτής της εξέλιξης.
Το γεγονός ότι τις πρόσφατες σκηνές που είδαν το φως της δημοσιότητας θα της ζήλευε η σκηνοθετική δημιουργικότητα του Γιάννη Οικονομίδη δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο εάν αναγνωρίσουμε καταρχάς ότι οι ανήλικοι, παιδιά και έφηβοι, συμπεριφέρονται ως ενήλικοι, αντιγράφοντας και αναπαράγοντας σε ακραίο βαθμό τις βίαιες παραστάσεις και τα αδιέξοδα βιώματα των μεγαλυτέρων τους. Το σχολείο έχει γίνει ένα «Σπιρτόκουτο», το οποίο μαθητές, δάσκαλοι και γονείς περιμένουν πότε θα εκραγεί και, όταν αυτό συμβεί, αναζητούν τρόπους να κουκουλώσουν τη φωτιά.
Η κουλτούρα του YouTube, στην οποία το παιδικό φαντασιακό εκτίθεται πλέον με γεωμετρική πρόοδο λόγω της αδυναμίας οποιουδήποτε ελέγχου από γονείς ή δασκάλους, είναι αρκετά αντιπροσωπευτική των νοοτροπιών και των πρακτικών που καλλιεργούνται.
Η χιουμοριστική έκθεση της εφηβικής καφρίλας σε βιντεάκια, η μύηση στην κυνική και βίαιη στιχουργική εικονογραφία της τραπ μουσικής σκηνής, η παρακολούθηση αλλά και παραγωγή μικρών ή μεγάλων ταινιών που το βασικό τους περιεχόμενο είναι ο τρόμος, το παιχνίδι με τα horror games, μας λένε πολλά για το συμβολικό σύμπαν στον οποίο σχεδόν το σύνολο των σημερινών ανηλίκων εκτίθεται, είτε εθελοντικά είτε μέσω φίλων και γνωστών.
Αυτό δεν συνεπάγεται καθόλου ότι όλα τα παιδιά και οι έφηβοι θα καλλιεργήσουν βίαιες συμπεριφορές, ότι θα μπουν στον κόσμο της ανομίας ή θα αναπτύξουν χουλιγκανικές συμπεριφορές. Όμως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλεφθεί ότι αυτά που σχεδόν συνολικά τους θέλγουν, αυτά που τους βγάζουν από τη ρουτίνα της μαθητικής «πολυαπασχόλησης», της εικονικής αριστείας στο σχολείο και της οικογενειακής υπερφροντίδας, της μάταιης πτυχιοποίησης του μέλλοντός τους, είναι μια βάναυση ως επί το πλείστον κουλτούρα. Μια κουλτούρα που εύκολα μπορεί να οδηγήσει ορισμένους από αυτούς είτε στις αποτρόπαιες βιαιότητες που είδαμε πρόσφατα είτε σε ριζοσπαστικά φληναφήματα που είδαμε στο παρελθόν (στα οποία συχνά τους εκπαιδεύουν η οικογένεια και η σχολική κοινότητα), αφού ο εχθρός, ο εφιάλτης, το «Αυτό» ή η «Άναμπελ» είναι γι' αυτά η ίδια η κοινωνία.
Το φαινόμενο είναι πολύ σύνθετο για να αναχθεί σε μία μόνο αιτία. Προφανώς ούτε μόνο το αποδιαρθρωμένο σχολείο, ούτε μόνο η επιτρεπτική οικογένεια, ούτε μόνο η ελευθεριάζουσα τεχνολογία, ούτε τα δημοφιλή προϊόντα του θεάματος μπορούν να εξηγήσουν από μόνα τους αυτό που συμβαίνει στη σημερινή «ζούγκλα του μαυροπίνακα». Η γρήγορη ενηλικοποίηση των παιδιών είναι όμως μια αφετηρία από την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε, όπως και το γεγονός ότι αυτό που κάποτε ήταν το (δημόσιο) σχολείο, ένας μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας, ιδίως για την εργατική και μεσαία τάξη, έχει προ πολλού πάψει να ισχύει.
Το στερεότυπο της παιδικής αθωότητας, όπως και αυτό της εξαιρετικότητας του τι συμβαίνει στα σχολεία ‒εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα πεδία της κοινωνικής ζωής‒, πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα αν θέλουμε να δούμε πού έχουμε φτάσει και τι μπορεί να γίνει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια