Σύμφωνα με τον Άλεκ Μπερκς, έναν 30χρονο project manager σε μια κατασκευαστική εταιρεία στο Σιάτλ των ΗΠΑ, τα βράδια της Κυριακής μοιάζουν με «το τέλος της ελευθερίας», με «μια τρομακτική περίοδο όπου έχεις την αίσθηση ότι ο χρόνος εξαφανίζεται γρήγορα» και «ξαφνικά, σε 12 ώρες θα πρέπει να είμαι πίσω στο γραφείο». Δεν είναι ότι μισεί την δουλειά του. «Ίσα-ίσα». Το στοιχείο όμως που ενισχύει αυτό το συναίσθημα τρόμου, όπως λέει, είναι ότι «στην εποχή μας αναγκάζεσαι κάποιες φορές να συρρικνώσεις αυτό που είσαι για να χωρέσει στο καλούπι της επαγγελματικής σου ιδιότητας». Το σαββατοκύριακο, αντίθετα, δεν απαιτεί μια τέτοια συρρίκνωση της προσωπικότητας.
Ο σύγχρονος όρος για μια παλιά – τουλάχιστον όσο και η πενθήμερη εργασία - ασθένεια της ψυχής όπως είναι η μελαγχολία της Κυριακής, ειδικά από την ώρα που αρχίζει να πέφτει το φως, είναι «οι τρομάρες της Κυριακής» ('Sunday Scaries'). Δεν αποτελεί φυσικά συνταρακτική είδηση αυτή η δυσάρεστη για πολλούς ανθρώπους μετάβαση από το γουικέντ πίσω στη δουλειά. Παρότι όμως οι βασικές συντεταγμένες της εβδομάδας εργασίας δεν έχουν αλλάξει εδώ και έναν αιώνα σχεδόν, υπάρχει κάτι έντονα σύγχρονο σ' αυτή το αίσθημα δυσανεξίας και ναυτίας που βιώνουν τόσοι πολλοί άνθρωποι τα βράδια της Κυριακής – είτε αυτό αποκαλείται «τρόμος της Κυριακής» είτε με παλαιότερους όρους όπως «συναίσθημα της βραδινής Κυριακής» ή «σύνδρομο της Κυριακής»
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που έγινε το 2018 στην Αμερική για λογαριασμό του LinkedΙn, το ποσοστό των εργαζομένων που ένιωθαν ανησυχία και άγχος το βράδυ της Κυριακής ενόψει της επερχόμενης εβδομάδας εργασίας, έφτανε το 80%. Σύμφωνα με μια άλλη αντίστοιχη έρευνα, οι «τρομάρες της Κυριακής» κάνουν την εμφάνιση τους κατά μέσο όριο στις 3:58 μ.μ., και για τους περισσότερους κορυφώνονται αργότερα το ίδιο βράδυ.
Οι συνθήκες εργασίας έχουν αλλάξει και μαζί τους έχουν αλλάξει και οι Κυριακές. Σύμφωνα με μια αναλυτική έρευνα που έγινε σε βάθος χρόνου (από το 1981 ως το 2005) στον Καναδά, «οι Κυριακές έχουν γίνει πιο 'πολυάσχολες' και συμπεριφορικά προσεγγίζουν όλο και πιο πολύ τις καθημερινές εργάσιμες, σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980».
«Χαμηλόβαθμος υπαρξιακός τρόμος»... Έτσι περιγράφει το αίσθημα που αρχίζει να την περικυκλώνει τα κυριακάτικα απογεύματα η 28χρονη Έριν Τιμπό, η οποία εργάζεται στο τμήμα marketing μιας εταιρείας design στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Για την ίδια, το τέλος του σαββατοκύριακου φτάνει με μια σειρά αγχωτικά - και αντιφατικά - ερωτήματα που αφορούν στο κατά πόσον μπόρεσε να εκμεταλλευτεί πλήρως το διήμερο: «Αναρωτιέμαι συγχρόνως αν υπήρξα αρκετά παραγωγική και αν ξεκουράστηκα αρκετά».
Η πρώτη χρήση της φράσης "Sunday Scaries" εντοπίζεται σε ένα λήμμα της ιστοσελίδας Urban Dictionary από το 2009, σχετικά με το χανγκόβερ. Στη δεκαετία που έχει μεσολαβήσει όμως, σταδιακά οι «τρομάρες» αφορούσαν όλο και λιγότερο τις συνέπειες από ένα άγριο σαββατιάτικο ξενύχτι και όλο και περισσότερο την απειλή του επερχόμενου πενθήμερου εργασίας.
Το 1991, οι New York Tomes είχαν δημοσιεύσει μια ανάλυση του φαινομένου που αποκαλούσαν «τα μπλουζ της Κυριακής» και μαζί με την οικονομική επισφάλεια, παρουσίαζαν και διάφορες άλλες πιθανές εξηγήσεις: την διατάραξη του εσωτερικού βιολογικού ρολογιού και των κύκλων ύπνου των εργάσιμων ημερών, την στέρηση της καφεΐνης, τα χανγκόβερ...
Πέρα από τις πιθανές αιτίες και τους διαφορετικούς λόγους που εμφανίζονται στον καθένα οι «τρομάρες της Κυριακής», θα πρέπει να αποδεχτούμε ίσως ότι υπάρχει ένα στοιχείο τραγωδίας συνυφασμένο με την ίδια τη φύση του σαββατοκύριακου, το οποίο θα λέγαμε ότι μοιάζει με ζωή σε μινιατούρα. Η προσμονή ενός απεριόριστου ελεύθερου χρόνου το απόγευμα της Παρασκευής, ό,τι κι αν μεσολαβήσει ενδιάμεσα, όσο δημιουργικό, ψυχαγωγικό ή ξεκούραστο κι αν είναι το γουικέντ, δίνει τη θέση της 48 ώρες αργότερα στην θλιβερή συνειδητοποίηση ότι το τέλος του πλησιάζει αναπόφευκτα. Τα βράδια της Κυριακής, όλοι λίγο-πολύ αναμετριόμαστε με το πέρασμα του χρόνου και βιώνουμε κάθε φορά έναν μικρό θάνατο. Κι αυτό είναι τρομακτικό, όσο κι αν έχουμε μάθει αναγκαστικά να το ξεπερνάμε.
Με στοιχεία από το The Atlantic.
σχόλια