Αντέχει τόση τέχνη η Αθήνα; Ποιο είναι αυτό το κοινό που κατορθώνει (και οικονομικά) να παρακολουθεί τόσα φεστιβάλ, τόσες πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες, εκθέσεις; Πέρα από τα μεγάλα ονόματα, πώς επιβιώνουν τόσα μικρότερα events; Μπορεί το αθηναϊκό κοινό να ενημερώνεται σωστά και εγκαίρως; Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν συντάκτη του πολιτιστικού, όταν επιλέγει τι θα προτείνει; Εκτός από τα μεγάλα ονόματα, όλα τα μικρότερα και πιο εναλλακτικά events πώς ξεδιαλέγονται; Πώς αξιολογούνται; Μπορεί, τελικά, το κοινό να μεταβολίσει τόσον πολιτισμό;
Σελάνα Βροντή:«Προτιμώ να έχω επιλογές για τον πολιτισμό από το να μην έχω καμία»
Την ίδια απορία έχω κι εγώ. Πόση τέχνη αντέχει η Αθήνα; Διοργανώνονται τόσο πολλές εκδηλώσεις, που δεν ξέρεις πού να πρωτοπάς. Τα φεστιβάλ γεννιούνται σαν τα μανιτάρια. Φεστιβάλ γι' αυτό, φεστιβάλ για κείνο. Φαίνεται πως έχουμε γίνει μια κανονική μητρόπολη, σαν το Λονδίνο και το Παρίσι. Ήρθε και η documenta... Προτιμώ να έχω επιλογές για τον πολιτισμό από το να μην έχω καμία. Θυμάμαι, παλιά, δεν γινόταν σχεδόν τίποτα στην πρωτεύουσα. Η Αθήνα ήταν βαρετή, μια νεκρή πολιτιστικά πόλη, με αδύναμες εγχώριες παραγωγές και ελάχιστες μετακλήσεις ξένων καλλιτεχνών. Παρακαλούσαμε για μια συναυλία λίγο πιο ψαγμένη.
Η δουλειά του πολιτιστικού συντάκτη σήμερα έχει γίνει πιο απαιτητική. Πρέπει να παρακολουθεί τι γίνεται και στα social media, γιατί πολλοί διοργανωτές δεν στέλνουν δελτία Τύπου ή δεν μπαίνουν στον κόπο να αναζητήσουν ποιος κάνει πολιτιστικά στις εφημερίδες. Οπότε, πρέπει να επικοινωνείς εσύ ο ίδιος με την εταιρεία. Η αλήθεια είναι ότι έχω δυσκολία να αξιολογήσω τα μικρότερα και πιο εναλλακτικά events. Πρέπει να ενημερώνεται κανείς μόνος του και πολλές φορές δεν υπάρχει χρόνος. Και δεν υπάρχει χρόνος γιατί έχει μειωθεί δραματικά ο αριθμός των δημοσιογράφων στα newsrooms κι έχουν αυξηθεί υπερβολικά οι απαιτήσεις της ζωής. Οπότε, πολλά αναγκαστικά τα χάνεις, αρκετά δεν χωρούν στην ύλη του εντύπου, άλλα δεν τα υπολογίζεις για σημαντικά.
Από 'κει και πέρα, αναρωτιέμαι πώς χρηματοδοτούνται όλες αυτές οι διοργανώσεις. Από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Βγάζουν οι διοργανωτές τα έξοδα από τα εισιτήρια; Και αν ναι, πού βρίσκουν το χρήμα και τον χρόνο οι θεατές να παρακολουθήσουν όλα αυτά που γίνονται στην πόλη; Αν δεν είχα τη δημοσιογραφική ατέλεια και τη δυνατότητα των προσκλήσεων, θα το έβρισκα δύσκολο έως αδύνατο να παρακολουθήσω τις πολιτιστικές δράσεις, γιατί πολλές από αυτές κοστίζουν. Χρειάζεσαι ένα γερό μπάτζετ, εκτός αν είσαι στη λίστα των καλεσμένων ή υπάρχει δωρεάν είσοδος. Πραγματικά, δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό το φαινόμενο. Δεν έχουμε κρίση; Πού βρίσκουν λεφτά οι νέοι ή και οι μεγαλύτεροι; Τους χαρτζιλικώνουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες; Έχουν κάρτα ανεργίας; Καταλαβαίνω ότι πρέπει να ξεδίνουμε, αλλά πώς διασκεδάζουμε, αν υποτίθεται ότι έχουμε οικονομικά προβλήματα; Αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω 2-3 events τον χρόνο. Φαίνεται, τελικά, ότι χρήματα υπάρχουν, και χρόνος και όρεξη για διασκέδαση. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω. Ναι, συμφωνώ, η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αν δεν έχεις να πληρώσεις τους λογαριασμούς... Ξέρω 'γω, τι να πω!
Βένα Γεωργακοπούλου: «Δεν νοσταλγώ τις δύο-τρεις αυθεντίες που κάποτε ανέβαζαν καλλιτέχνες και καθοδηγούσαν το κοινό»
Τα ερωτήματά σας με γέμισαν άγχος. Γιατί έχουν την ικανότητα να ξύνουν επαγγελματικές πληγές, να κάνουν μια επαγγελματία θεατή, αφού λίγο πολύ αυτό είναι μια καλλιτεχνική συντάκτρια, να έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με το πρόβλημα της υπερπροσφοράς τέχνης στη σημερινή Αθήνα αλλά και με την ίδια την επαγγελματική της επάρκεια και την αντοχή. Αλλά νομίζω ότι τελικά τα πράγματα είναι πιο απλά απ' όσο φαίνονται – ή, τουλάχιστον, αυτό επιλέγω να πιστεύω για να χαϊδεύω τις αγωνίες μου. Ναι, είναι τρομακτικός ο αριθμός των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που γίνονται, σπάει το κεφάλι σου, χάνεις τον μπούσουλα, είσαι μονίμως ανενημέρωτος − και αδιάβαστος, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βιβλιοπαραγωγή, που είναι εξίσου τεράστια και υψηλού επιπέδου. Ναι, είναι απορίας άξιον πώς γίνονται όλα αυτά, με τι λεφτά, ειδικά μια εποχή που δεν υπάρχουν καθόλου κρατικά κονδύλια. Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι τρελοί ιδιώτες που τα στηρίζουν οικονομικά και κάποτε τους ξορκίζαμε με τον απήγανο, εφησυχασμένοι και αφελείς κρατιστές; Να ένα πρώτο κέρδος. Ναι, οι αριθμοί δεν βγαίνουν και από την άλλη πλευρά της εξίσωσης. Οι καταναλωτές που συντηρούν την αγορά της τέχνης είναι δυνατόν να επαρκούν; Πόσα νέα παιδιά ή και μεγαλύτεροι σε ηλικία θεατές είναι σε θέση να πληρώνουν για πάνω από δύο εκδηλώσεις την εβδομάδα; Με πρόχειρους υπολογισμούς, δεν γίνεται να δίνεις το ένα πέμπτο ή έκτο ή όγδοο του εισοδήματός σου για να πας θέατρο ή σινεμά. Μήπως γίνεται; Να κι άλλο ένα κέρδος. Φοβάμαι πως πιο σοβαρές απαντήσεις δεν έχω. Αλλά, μήπως, τελικά δεν χρειάζονται; Γιατί ό,τι και να πούμε, όσο και να προβληματιστούμε, η υπερπαραγωγή και υπερπροσφορά τέχνης είναι όντως ένα αξιοπερίεργο γεγονός, αλλά όχι ένα πρόβλημα που χρειάζεται λύση και ρύθμιση. Ο χώρος της τέχνης δεν μπαίνει σε καλούπια, ειδικά όταν δεν είναι κρατικός. Η άνθηση-έκρηξη σε εποχή φρικτής και όλο και πιο βαθιάς κρίσης ίσως να 'ναι μια θετική απάντηση-ελπίδα κι ένας νέος δρόμος, μακριά από διαδρόμους υπουργείων. Με όλα τα αρνητικά της, βέβαια. Γιατί η φτώχεια των συνθηκών δεν επηρεάζει μόνο τους καλλιτέχνες που δεν βγάζουν μεροκάματο, αφήνει ίχνη και στο ίδιο το καλλιτεχνικό γεγονός, όχι μόνο στην εικόνα του αλλά και στην ψυχή του. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη και δύσκολη κουβέντα. Άφησα για το τέλος τις επιπτώσεις της πολιτιστικής έκρηξης στην ενημέρωση αλλά και στην αξιολόγηση. Στην εποχή του Ίντερνετ και των social media δεν υπάρχει καλλιτεχνικό γεγονός, από τη σούπερ έκθεση μέχρι την τελευταία ερασιτεχνική παράσταση, που να μην αποκτά τη δική του φήμη − συχνά αδικαιολόγητη. Και λοιπόν; Κάνοντας τριάντα δύο χρόνια τη δουλειά του καλλιτεχνικού συντάκτη, ομολογώ ότι δεν νοσταλγώ τις δύο-τρεις-τέσσερις αυθεντίες που κάποτε ανέβαζαν καλλιτέχνες και καθοδηγούσαν το κοινό. Τα λάθη, οι υπερεκτιμήσεις, οι αδικίες που μπορούν να γίνουν σήμερα, σε μια θεατρική σεζόν με χίλιες παραστάσεις, από δέκα χιλιάδες κριτικούς, σε Τύπο και Διαδίκτυο, ίσως να 'ναι λιγότερο σοβαρά από παλιά. Καμία σοφή, σωστή άποψη δεν μπορεί να χαθεί. Κάποιος θα την αναδείξει, ακόμα και από τη μοναχικότητα του λάπτοπ του. Αυτός, άλλωστε, που αγαπά την τέχνη έτσι κι αλλιώς μόνος του χαράζει τον δρόμο του, ανακαλύπτει τις φωνές που τον αγγίζουν. Κι ας υπάρχουν εκατομμύρια άλλες που αγνοεί ή δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Η ζωή είναι μικρή.
Τασούλα Επτακοίλη: «Ακριβώς λόγω της κρίσης αντέχει τόση τέχνη η Αθήνα»
Διαβάζω τις ερωτήσεις ξανά και ξανά. Και η ματιά μου επιστρέφει πάντα στην πρώτη και στην τελευταία. «Αντέχει τόση τέχνη η Αθήνα;». «Μπορεί, τελικά, το κοινό να μεταβολίσει τόσον πολιτισμό;». Ερωτήσεις ολικής άγνοιας, όπως τις χαρακτηρίζει το συντακτικό, από αυτές που ζητούν κάτι απλό: ένα «ναι» ή ένα «όχι». Ή μήπως δεν είναι και τόσο απλό τελικά; Η πρώτη μου παρόρμηση είναι να απαντήσω με ένα απότομο, σχεδόν οργισμένο «όχι». Μια πόλη −και μια χώρα− σε βαθιά κρίση, στη μέγγενη των μνημονίων, με χιλιάδες πολίτες άστεγους και εκατοντάδες χιλιάδες άλλους να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν αντέχει τόση τέχνη − ούτε το ίδιο της το «πετσί» δεν θα έπρεπε να υποφέρει, τίποτα δεν έχει νόημα, για ποιον πολιτισμό μιλάμε; Για τα βαμμένα πρόβατα της documenta 14; Ή για τις τέντες που άπλωσε στη γεμάτη απελπισμένους πρόσφυγες Ομόνοια ο Γκρέγκορ Σνάιντερ;
Αλλά σε λίγο, ο αρχικός μου θυμός καλμάρει και το ξανασκέφτομαι. Μα, ακριβώς λόγω της κρίσης αντέχει τόση τέχνη η Αθήνα. Και δεν την αντέχει μόνο,·τη χρειάζεται. Γιατί «η αλήθεια είναι άσχημη κι έχουμε την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια», όπως έγραψε ο Νίτσε. Γιατί και το κοινό −όσο είναι αυτό σήμερα− και οι καλλιτέχνες «ανασαίνουν» μέσα από την τέχνη, ανακαλύπτουν νέους δρόμους. Στο κάτω-κάτω, τι σημαίνει «τόση τέχνη»; Πόση δηλαδή; Πόσα τραγούδια είναι αρκετά; Πόσοι πίνακες ζωγραφικής; Πόσα μυθιστορήματα; Με βάση ποια ποσόστωση πρέπει να ρυθμίζονται τα πράγματα;
Ρωτάτε πώς επιβιώνουν τόσα μικρότερα events, πέρα από τα μεγάλα ονόματα. Πώς επιβιώνουν τόσοι καλλιτέχνες, θα ρωτήσω εγώ. Η απάντηση είναι προφανής: με απίστευτες δυσκολίες, με αμέτρητες θυσίες, ματώνοντας. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, πρωταγωνιστής στην παράσταση «Στέλλα, κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη στο Εθνικό Θέατρο (η μοναδική, ίσως, που με συγκλόνισε τη φετινή σεζόν), δεν ζει από το θέατρο αλλά από την πρωινή του δουλειά: είναι κούριερ. «Δεν παραπονιέμαι, όμως, κάνω αυτό που θέλω. Το μότο μου είναι: όπως κι αν έρθει η ζωή, πρέπει να την ακολουθήσω, όσα χαστούκια κι αν φάω» δήλωσε στη συνέντευξή του στον Μ. Hulot – σ' εσάς, στη LiFO. Ο Γιώργης Χριστοδούλου έδωσε πριν από λίγες μέρες μια συναυλία στη λογική «ο καθένας τον οβολό του» για να καλυφθούν τα έξοδα θεραπείας της Λούσι, μιας γάτας που επέζησε από σοβαρό τραυματισμό.
Η τέχνη πρέπει να έχει και τέτοια ανακλαστικά. Η τέχνη είναι αρκετή, ακόμα κι αν «μιλήσει» μόνο σε έναν. Και δεν είναι ποτέ αρκετή για να δώσει όλες τις απαντήσεις που προσδοκούμε να πάρουμε από αυτήν, για να μας... χορτάσει. Γι' αυτό και θα την αποζητούμε εσαεί. Και ως πομποί (καλλιτέχνες) και ως δέκτες (κοινό).
Επί των διαδικαστικών τώρα, δηλαδή για τον ρόλο του πολιτιστικού συντάκτη (που δεν είμαι ακριβώς). Πλήρης καταγραφή όλων των πολιτιστικών εκδηλώσεων δεν μπορεί να γίνει σε κανένα μέσο. Ευτυχώς, μέσω των social media πολλά κενά καλύπτονται. Προσωπικά, επιλέγω με βάση το προφίλ του κοινού της «Καθημερινής», αλλά όχι μόνο. Περνάω τις προτάσεις μου και μέσα από το δικό μου φίλτρο, έχοντας χτίσει μια στέρεη (όπως θέλω να πιστεύω) σχέση με τους αναγνώστες μας: ξέρουν ποια είμαι, τι μου αρέσει και, κυρίως, τι δεν μου αρέσει. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να πείσεις κάποιον να παρακολουθήσει ένα event, μια συναυλία, μια θεατρική παράσταση που δεν είναι και τόσο του γούστου του, μόνο και μόνο επειδή σε εμπιστεύεται και αποφασίζει να δοκιμάσει κάτι καινούργιο. Όταν συμβαίνει αυτό, είναι μεγάλο δώρο για έναν δημοσιογράφο.
Μυρτώ Λοβέρδου: «Η ποικιλία οδηγεί το κοινό σε πιο συνειδητοποιημένα μονοπάτια»
Η τέχνη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κανείς δεν έπαθε κακό ούτε από την πολλή τέχνη ούτε από τον πολύ πολιτισμό. Η Αθήνα αντέχει όση τέχνη έχει − κι ακόμα περισσότερη. Δεν υπάρχουν όρια, ευτυχώς. Η ποικιλία και η ποσότητα, που μοιραία μπερδεύουν τα χλωρά με τα ξερά, γεννούν και πολλαπλασιάζουν το κοινό, οδηγώντας το σε πιο συνειδητοποιημένα μονοπάτια: μαθαίνει να επιλέγει, να έχει άποψη, να κρίνει, να αποδέχεται, να απορρίπτει. Όσο για τη διαδικασία ενημέρωσής του, αυτή γίνεται με έναν τρόπο αυτόματο, σχεδόν υποσυνείδητο.
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στην τέχνη. Όποιος ψάχνει, βρίσκει. Κανείς δεν προλαβαίνει να τα δει όλα. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος έβαλε την τέχνη στη ζωή του, στην καθημερινότητά του, και τη συνυπολογίζει στις ανάγκες του. Γι' αυτό και κατορθώνει να παρακολουθεί πολλά απ' όσα τον ενδιαφέρουν. Σε αυτό έχει συμβάλει και μια οικονομική πολιτική που έχει αναπτυχθεί από την πλευρά των παραγωγών. Κατέβασαν τις τιμές, υπακούοντας στις ανάγκες της αγοράς εν μέσω κρίσης.
Αν και είναι εύκολο να πει κανείς ότι τελικά επιβιώνουν οι «καλύτεροι», θεωρώ ότι κάπως έτσι γίνεται. Είναι εκείνοι που έχουν πάθος και όραμα, εκείνοι που έχουν κάτι να πουν και επιμένουν. Όσο ρομαντικό κι αν ακούγεται, ισχύει. Δεν πιστεύω σε χαμένα και παραγκωνισμένα ταλέντα.
Εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε απλώς να κάνουμε τη δουλειά μας με ό,τι διαθέτουμε: την αισθητική και το γούστο μας, τις αξίες, τις γνώσεις και την εμπειρία μας − προφανώς και με τις αδυναμίες μας. Σίγουρα θα αδικήσουμε κάποιους, ελπίζω όχι από πρόθεση. Αλλά κάπως έτσι είναι και η ζωή.
Σάκης Ιωαννίδης: «Θα ήμουν ο τελευταίος που θα προτιμούσε μια πόλη με πολιτιστική "ξηρασία"»
Δεν είμαι βέβαιος αν η τέχνη μετριέται με τις αντοχές του κοινού ή της πόλης που τη φιλοξενεί. Σίγουρα, όμως, δεν αντέχεται η τέχνη που δημιουργείται μόνο για να δικαιολογήσει την ύπαρξη του δημιουργού και σε αυτή την παγίδα πέφτουν μεγάλοι και μικροί φορείς πολιτισμού. Νομίζω πως το βασικό δίλημμα που αντιμετωπίζει το κοινό αλλά και ένας συντάκτης απλοποιείται στο εξής: να παρακολουθήσω κάτι που έχει τη σφραγίδα ενός γνωστού θεσμού ή να δώσω μια ευκαιρία σε ένα μικρό και ανεξάρτητο σχήμα; Η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση, όπως λέει και το κλισέ. Πρακτικά, είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις τα πάντα σε όλους τους τομείς και δεν μπορεί όλες οι προσπάθειες να είναι καλές και επιτυχημένες. Η τέχνη, όσο κι αν δεν αρέσει σε πολλούς να το ακούνε, θέλει χρήματα και όταν αυτά δεν υπάρχουν λόγω των συνθηκών, οι εκπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδα και επαναλήψεις. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα αυτοί που ξεχωρίζουν και τα πρότζεκτ που φωνάζουν από μακριά ότι εδώ υπάρχει δουλειά, φαντασία, συναίσθημα και πάνε τα πράγματα λίγο πιο μπροστά. Αυτές τις χαραμάδες ψάχνουμε να βρούμε και δεν είναι πάντα εύκολο, είναι όμως τρομερά ενδιαφέρον. Το κοινό δεν είναι ομοιογενές και θα βρει αυτό που θέλει να δει ή να ακούσει. Άλλωστε, η ενημέρωση υπάρχει, πιο γενική ή εξειδικευμένη, και στις μέρες μας η τέχνη προσφέρεται και με ελεύθερη είσοδο, αν και υπάρχουν κι εδώ δικαιολογημένες ενστάσεις σε ορισμένες περιπτώσεις. Για μένα, το ζητούμενο είναι να υπάρχει ή να καλλιεργείται το ενδιαφέρον για την τέχνη και τον πολιτισμό. Η κουλτούρα της ενασχόλησης με τον πολιτισμό καλλιεργείται από νωρίς και γίνεται βίωμα στη συνέχεια. Συχνά ανακαλώ μια φράση από έναν μουσικό της τζαζ που γνώρισα για ένα θέμα στην εφημερίδα. Είχε πει ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλά εκπαιδευμένους μουσικούς, αλλά καθόλου εκπαιδευμένο κοινό, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να μάθει κάποιος μουσική μόνο για τη χαρά της μουσικής. Θα ήμουν, πάντως, ο τελευταίος που θα προτιμούσε μια πόλη με πολιτιστική «ξηρασία» παρά μια πρωτεύουσα γεμάτη μικρές και μεγάλες εκδηλώσεις.
Τίνα Μανδηλαρά: «Ποιον ακριβώς εξυπηρετούν τα 400 σχεδόν θέατρα και άλλες τόσες παραστάσεις διαφόρων φεστιβάλ;»
Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που ακούω για μια ακόμα παράσταση, καλλιτεχνική κίνηση, έκθεση, φεστιβάλ και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, σχεδόν αυτόματα σκέφτομαι την ανοιχτή επιστολή του Άρθουρ Μίλερ προς τους σουρεαλιστές. «Η τέχνη θέλει μόνο καθαρό αέρα, μοναξιά και καμία αδελφότητα», έγραφε, απευθυνόμενος όχι σε μια ακόμα παρέα που δρούσε αποσπασματικά ή στην περιφέρεια αλλά στην πιο γνωστή αδελφότητα στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Μολαταύτα, κάτι ήξερε: έβλεπε μάλλον πως η τέχνη, από τη ζωγραφική έως τη μουσική και το θέατρο, αναζητά κάτι άλλο, μια τάση για απομόνωση που ελλοχεύει στην καρδιά κάθε δημιουργού και διακρίνεται τόσο ωραία στους πίνακες του Χόπερ. Όσες φορές οι παρέες άλλαξαν τα δεδομένα −και ήταν πολλές, όπως ακόμα είναι−, άλλες τόσες κάηκαν από τα ίδια τα δεδομένα που επέβαλαν, σχεδόν αυτιστικά, μεταξύ τους. Δεν εξαιρώ τη συναρπαστική ομήγυρη της δεκαετίας του '30, η οποία έφτασε ωστόσο να απομονώσει λογοτεχνικά τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, ούτε τη σημερινή υπερταλαντούχα παρέα του καταπληκτικού Νίκου Καραθάνου στο θέατρο. Γιατί όσο καλά και αν είναι τα αποτελέσματα που παράγει η κοινή έμπνευση, όταν τίθεται στο πλαίσιο μιας παρέας, μεταμφιέζεται σε υπόθεση αυτοεκπληρούμενης προφητείας, έτοιμης να γαβγίσει στον νεοφερμένο και να κοιτάξει καχύποπτα οποιονδήποτε δεν γνωρίζει τους κοινούς κώδικες και τα ίδια ποιητικά όπλα. Όλα αυτά τα λέω γιατί η καλύτερη έκφραση της πολιτιστικής ταυτότητας αυτής της πόλης έγκειται, σχεδόν αποκλειστικά, στην παρεΐστική νόρμα και όχι σε αυτήν ενός και μόνο εμπνευσμένου δημιουργού: σε κάποια θέατρα που έχουν φτιάξει σχολές και αναπαράγουν την ίδια συνταγή ή σε κάποιους που, εντελώς ναρκισσευόμενοι, ανατρέχουν και πάλι στη νορμαλιτέ του εαυτού τους. Όποτε, μάλιστα, βρίσκεται κάποιος υπερταλαντούχος νέος –ευτυχώς, τελευταία υπήρξαν αρκετοί−, φροντίζουν να τον «κάψουν» όσο γίνεται πιο γρήγορα, φορτώνοντάς τον με απανωτές παραστάσεις (πόσες παραστάσεις να σκηνοθετήσουν οι εξαιρετικοί κατά τα άλλα Λυγίζος και Καραντζάς;). Όσο για τις ξένες παραγωγές, κάποιες καταφέρνουν όντως να κάνουν τη διαφορά, αλλά ελάχιστες θα μείνουν ολοζώντανα στη μνήμη. Υπήρξε μία Πίνα Μπάους, ήρθαν και τρεις-τέσσερις συγκλονιστικές και πολιτικές Σαουμπίνε, μας συντάραξε ο Άκραμ Καν και είμαστε τυχεροί που ακόμα μπορούμε να βλέπουμε την Ορχήστρα του Ισραήλ (πόσες φορές, όμως, πρέπει να τη δούμε σε έναν μόλις χρόνο;). Και ποιον ακριβώς εξυπηρετούν τα 400 σχεδόν θέατρα και άλλες τόσες παραστάσεις διαφόρων φεστιβάλ; Πόσα από αυτά είναι ικανά να αποζημιώσουν το βαλλόμενο από την κρίση και την απόλυτα κακή καθημερινότητα κοινό; Σχεδόν το 1/3, κι αυτό με δυσκολία. Οι υπόλοιποι ομφαλοσκοπούν και ενδεχομένως να τρομάζουν τους ήδη ζαλισμένους και σε απόγνωση θεατές. Τις προάλλες πέτυχα μία από τις ατυχείς πολιτιστικές εκπομπές της ΕΡΤ, όπου τρεις καλεσμένοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν στον βαριεστημένο παρουσιαστή το βαθύτερο νόημα της παράστασής τους, τη βαρύτητα των σιωπών και άλλα τέτοια ακατανόητα που καμία σχέση δεν έχουν με τον σκοπό της ίδιας της τέχνης, που είναι να συνταράζει, να συναρπάζει και να συγκλονίζει. Πόσες, αλήθεια, από τις παραστάσεις που είδατε φέτος κατάφεραν να το κάνουν; Προσωπικά, τις μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού και δεν ξέρω αν έχω διάθεση να αφιερώσω τον ελάχιστο χρόνο μου για να μετρήσω άλλες τόσες. Χίλιες φορές καλύτερος ο Μίλερ!
Γιώργος Νάστος: «Δεν ξέρω αν το κοινό μπορεί να μεταβολίσει τόσον πολιτισμό»
Την αντέχει τόση τέχνη η Αθήνα. Πιθανώς να την έχει και ανάγκη. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν την αντέχουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, καθώς οι συνθήκες για τους πιο πολλούς από αυτούς έχουν γίνει οικονομικά ασφυκτικές (απληρωσιά και κάτι ποσοστά-ψίχουλα στο θέατρο, ασθμαίνουσα δισκογραφία, «πιστολιές» και απατεώνες παραγωγοί). Το κοινό δεν είναι ένα και ενιαίο. Κάθε χώρος έχει τους θαμώνες του, τους γνώριμους επισκέπτες του και χάρη σε αυτούς επιβιώνει συνήθως. Οι φιλότεχνοι βρίσκονται πλέον σε ανοιχτή επικοινωνία με τους καλλιτέχνες που αγαπούν και δεν έχουν ανάγκη από μεσάζοντες για να ενημερωθούν για τα βασικά. Αυτά, ωστόσο, που έχουν ανάγκη είναι η συνθετική σκέψη, η ψύχραιμη κριτική, το δίχως παρωπίδες βλέμμα − αυτά λείπουν. Η μεγαλύτερη πρόκληση για τους συντάκτες του πολιτιστικού, όταν επιλέγουν τι να προτείνουν, είναι η επίτευξη μιας ισορροπίας ανάμεσα στο τι τους επιβάλλει το προσωπικό τους γούστο και σε ό,τι απαιτεί αντικειμενικά η φύση αυτής της δουλειάς. Στη μικρή χώρα όπου ζούμε είναι επίσης πρόκληση το να είμαστε ακριβοδίκαιοι με τα έργα, τις παραστάσεις, τα τραγούδια ή τις συναυλίες των ανθρώπων που γνωρίζουμε προσωπικά.
Θεωρώ ότι χρειάζεται να αντισταθούμε και σε μια παγίδα της εποχής, την ψυχαναγκαστικά αστραπιαία έκφραση γνώμης για τα πάντα. Δεν γίνεται να τα κρίνουμε όλα με την ίδια ταχύτητα και ακριβώς επειδή σήμερα όλοι κάπου αναρτούν την άποψή τους, έχει μεγαλύτερη αξία ένα κείμενο εμπεριστατωμένο και μεστό, κι ας άργησε μια μέρα. Τα μικρότερα events αξιολογούνται με βάση τις προθέσεις και τις δυνατότητές τους. Όσον αφορά τα εναλλακτικά ή πολύ εξειδικευμένα, οφείλεις να γνωρίζεις μέχρι πού σε πάνε οι γνώσεις σου προτού αποφασίσεις να ασχοληθείς. Δεν ξέρω αν το κοινό μπορεί να μεταβολίσει τόσον πολιτισμό, κάποιοι τρέχουν σε όλα κι όμως πάσχουν πραγματικά, άλλοι συλλέγουν απλώς εμπειρίες. Ιt's ok, πάντα αυτό γινόταν.
Θάνος Κόης: «Όλο αυτό είναι πλούτος, με την έννοια ότι ο κόσμος βγαίνει από το σπίτι του»
Ευτυχώς που έχουμε τόσο πολλά πολιτιστικά events. Είναι μια ευκαιρία να δουν όλοι οι άνθρωποι της πόλης τη σύγχρονη κατάσταση και τους προβληματισμούς μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών και όχι μόνο μέσα από τα καθυποταγμένα ΜΜΕ. Τώρα, ή θα μας φύγει η πίκρα από τη γλύκα (άρτος και θεάματα) ή θα λειτουργήσουν με έναν τρόπο που θα μας βοηθήσει να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε, ασκώντας κριτική στα θέματα που έχουν γίνει ασφυκτικά για την πλειονότητα των πολιτών.
Το ότι υπάρχουν τόσες εκδηλώσεις σημαίνει ότι υπάρχει και το αντίστοιχο κοινό. Πολύ καλό είναι που γίνονται πολλές δωρεάν εκδηλώσεις, και πολύ σημαντικές, για όσους δεν έχουν μία. Το συγκρότημά μας π.χ. παίζει πολλές φορές δωρεάν και αυτό είναι δική μας μέριμνα. Στην ουσία, όλο αυτό είναι πλούτος με την έννοια ότι ο κόσμος βγαίνει από το σπίτι του, συναναστρέφεται άλλον κόσμο, ζει καινούργιες εμπειρίες, κάνει συζητήσεις κ.λπ.
Μαρία Παπαδημητρίου: «Το θέμα είναι αν η Τέχνη αντέχει άλλη Αθήνα»
Η Αθήνα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα ανοιχτό εργαστήριο για Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες Η έξαρση εκθέσεων καλλιτεχνικών ομάδων, επιτελεστικών δράσεων και διαλέξεων τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακή, αλλά το θέμα είναι πού απευθύνονται όλα αυτά. Σ' αυτό έχει συμβάλει η documenta 14 και η Μπιενάλε της Αθήνας που έχει μετατραπεί σε αντι- documenta. Οι νέοι καλλιτέχνες προσπαθούν κυρίως να προβάλουν το έργο τους και να αποκτήσουν αναγνωρισιμότητα, εκμεταλλευόμενοι τη διεθνή προβολή της Αθήνας − και καλά κάνουν. Όμως κυκλοφορεί και πολύ σκουπίδι. Πρέπει να είσαι αρκετά εξασκημένος για να μη χάνεις τον χρόνο σου με τις ανοησίες. Θα βοηθούσε αν υπήρχε ένας σοβαρός δημόσιος κριτικός λόγος. Πολλές εκθέσεις και διαλέξεις είναι δωρεάν. Θέατρα και σινεμά είναι γεμάτα, με αρκετά φτηνό εισιτήριο. Ιδρύματα, όπως η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το ΔΕΣΤΕ , το ΝΕΟΝ, το Κέντρο Πολιτισμού «Νιάρχος», καθώς και μουσεία, όπως το Μπενάκη και το Κυκλαδικής Τέχνης, έκαναν και κάνουν σοβαρή δουλειά που δεν κοστίζει ιδιαίτερα στον θεατή.
Σε εποχές κρίσης ο κόσμος βρίσκει καταφύγιο στις τέχνες, η Αθήνα αντέχει τόση κι άλλη τόση τέχνη. Το θέμα είναι αν η τέχνη αντέχει άλλη Αθήνα.
σχόλια