Με την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, η χώρα μας είχε να αντιμετωπίσει μια μαζική και πρωτόγνωρη προσφυγική κρίση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες βρίσκονταν πλέον στην Ελλάδα (οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν πολλοί περισσότεροι). Ο πληθυσμός της τότε Ελλάδας, σύμφωνα με την απογραφή του 1920, ήταν 5.536.375 κάτοικοι, με την Αθήνα να αριθμεί 292.991 και τον Πειραιά 133.482 κατοίκους.
Πώς υποδέχτηκαν όμως οι γηγενείς τους «ξένους» Έλληνες; Εκείνους που κατέφθαναν κατά χιλιάδες, στοιβαγμένοι σε αμπάρια πλοίων, σε ψαρόβαρκες ή με καραβάνια από τα χερσαία σύνορα; Δημοσιεύματα της εποχής για να περιγράψουν την κατάσταση χρησιμοποιούν τη λέξη «ανθρωποσαλάτα»!
Το κράτος με διάφορα προγράμματα πρόνοιας, αλλά και κάποιες πρόχειρες υποδομές, προσπαθούσε να διαχειριστεί την κρίση, μάταια. Μέχρι το 1921 υπήρχε στοιχειώδης δομή για την υποδοχή, οργάνωση και απορρόφηση των ξεριζωμένων που εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, αλλά ύστερα από την καταστροφή οι παρεχόμενες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες δεν μπορούσαν επ' ουδενί να καλύψουν τις ανάγκες. Η Αθήνα, ο Πειραιάς και άλλες μεγάλες πόλεις είχαν γεμίσει σκηνές και παραπήγματα, υπαίθριοι χώροι είχαν γίνει προσωρινοί τόποι διαβίωσης. Το Πεδίον του Άρεως, το Θησείο, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, η Βουλή, το Πανεπιστήμιο, το Ζάππειο, το Πολυτεχνείο, εκκλησίες, σχολεία, νοσοκομεία είχαν γεμίσει ασφυκτικά…
Η θνησιμότητα λόγω των συνθηκών υγιεινής και της κατάστασης μεταξύ των προσφύγων είχε αγγίξει το 20%! Θορυβημένοι από τους θανάτους και τις ασθένειες, οι ντόπιοι πολλές φορές δεν ήθελαν ούτε να τους ακουμπήσουν και απομακρύνονταν με δυσφορία αν τύχαινε να βρεθούν στον δρόμο τους.
Συσσίτια, αναζήτηση εργασίας, αγωνία για όσους έμειναν πίσω, τραυματίες, αγνοούμενοι, υγειονομικά προβλήματα… Ψυχολογικά καταρρακωμένοι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν.
Ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος θα κάνει λόγο για «πηχτό και πονεμένο ανθρωπολόι, πεινασμένο, λαβωμένο, απελπισμένο, που μόλις κατάφερνε να σύρει τα πόδια του».
Η θνησιμότητα λόγω των συνθηκών υγιεινής και της κατάστασης μεταξύ των προσφύγων είχε αγγίξει το 20%! Θορυβημένοι από τους θανάτους και τις ασθένειες, οι ντόπιοι πολλές φορές δεν ήθελαν ούτε να τους ακουμπήσουν και απομακρύνονταν με δυσφορία αν τύχαινε να βρεθούν στον δρόμο τους.
Πέρα από τις ανεπαρκείς υποδομές, η υποδοχή από μια σημαντική μερίδα συνανθρώπων τους δεν ήταν φιλική. Ούτε –έστω– ανθρωπιστική.
Απέναντί τους έβρισκαν γηγενείς να τους αντιμετωπίζουν ως απειλή και να τους χαρακτηρίζουν «τουρκόσπορους», «γιαουρτοβαφτισμένους», «τουρκογεννημένους», «ξενομερίτες»… χωρίς –πολλές φορές– να τους προσφέρουν ούτε ένα ποτήρι νερό! Αντ’ αυτού, υπήρξε πληθώρα ιστορικά καταγεγραμμένων περιπτώσεων που τους πυροβολούσαν, τραυματίζοντας ή και σκοτώνοντάς τους, όταν πήγαιναν να εγκατασταθούν σε περιοχές τις οποίες τους είχε παραχωρήσει το κράτος.
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μέσα στον πόνο, στην εξαθλίωση και στον γενικότερο ξεριζωμό, είχαν να αντιμετωπίσουν και σκληρά ρατσιστικές ή απάνθρωπες συμπεριφορές και επιθέσεις από όσους ένιωθαν «περισσότερο Έλληνες» και το εξέφραζαν με τρόπο αποκρουστικό και χυδαίο. Τα παρακάτω αποσπάσματα περιγράφουν ένα μέρος αυτής της αποκαρδιωτικής πραγματικότητας:
Από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη (Παπαζήση, 1978, επιμέλεια: Αγγελική Βέλλου-Κάιλ), ο οποίος έχει εγκαταλείψει την Άνω Σύρο και από το 1920 βρίσκεται στην Αθήνα δουλεύοντας αρχικά ως λιμενεργάτης –σε ηλικία 16 ετών– και αργότερα ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία του Πειραιά:
«Θυμάμαι την καταστροφή και τους πρόσφυγες. Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μια μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε μια αποθήκη εγκατελειμμένη. Τσαντίρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή, μάνα μου. Τι να κάνανε και οι αρχές; Ποιον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δυο; Πολλά.
Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από εδώ, ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν, για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες είναι πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν, απατεώνες.
Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στη Θάσο, άλλοι στην Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάνησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριώτεροι σε όλα. Είναι άνθρωποι της δουλειάς. Ο Ωνάσης π.χ., τον βλέπεις».
***
Ο Τάσος Αθανασιάδης στο βιβλίο του «Τα παιδιά της Νιόβης», που έχει μεταφερθεί και σε τηλεοπτική σειρά, αναφέρει πως οι ντόπιοι τους περιέγραφαν ως «σερνάμενο άθλιο κοπάδι» και περιγράφει:
«Εκείνο το σεπτεμβριάτικο απόγεμα οι περαστικοί του Παλαιού Φαλήρου κόψανε απότομα το βήμα τους. Κοίταξαν ξαφνιασμένοι στο βάθος. Μέσα στη χρυσορόδινη αχλύ είχαν προβάλει μια συνοδεία πλοία με κατεύθυνση τον Πειραιά. “Έρχονται οι πρόσφυγες!... Έρχονται οι πρόσφυγες!...” ξεφώνισε κάποιος πανικόβλητος σα να ‘ταν εχθροί. Η είδηση, από στόμα σε στόμα, έφτασε ως την πρωτεύουσα σαν απειλή».
***
Ο Γιώργος Σεφέρης, στο μοναδικό μυθιστόρημά του «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» (Ερμής, 1978), γράφει (1.6.26):
«Σήμερα άκουσα από έναν πρόσφυγα τούτο: Έφευγαν από τη Σμύρνη όταν βγήκαν στη Χίο, μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, τα πάντα, έκλειναν μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του μέσα στο κοπάδι, το μωρό, έξι μέρες να τραφεί, έκλαιγε, χαλούσε τον κόσμο. Η μάνα ζητά νερό, από ένα σπίτι τέλος πάντων αποκρίνουνται: “Ένα φράγκο το ποτήρι”. Και ο πατέρας που διηγείται: “Έφτυσα τότε μέσα στο στόμα του παιδιού για να το ξεδιψάσω».
***
Εκτός όμως από τους «κοινούς θνητούς», απάνθρωπες τοποθετήσεις υπήρξαν και από τους «γαλαζοαίματους»… Ο πρίγκιπας Ανδρέας, μέλος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και αξιωματικός, σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Μεταξά θα γράψει:
«Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις τα μετόπισθεν, αλλοίμονον δε αν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού!».
***
Ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο «Γαλήνη», το οποίο εκδόθηκε αρχικά το 1937 («Πυρσός») και διασκευάστηκε για την ομότιτλη τηλεοπτική σειρά, αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων από τη Μικρασία, που έρχονται να εγκατασταθούν στην έρημη γη της Αναβύσσου:
«Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.
— Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι;
Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι Βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ' επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών. Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.
— Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ' όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κι έφερε ένα γύρο τη ματιά του. Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.
— Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.
— Τι είσαστε; είπε πάλι αργά ο γέροντας.
— Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!
— Και τώρα πούθε ερχόσαστε;
— Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κι υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε. Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ' το γέροντα.
— Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κι η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;
— Το Κράτος μάς είπε: "Δική σας είναι η γη της Ανάβυσσος". Μας είπε να 'ρθουμε και να την πάρουμε! […]
— Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα 'ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα 'χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω! Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:
— Φύγετε, είπα, από δω! Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς. […]
— Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.
— Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε! Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους Βλάχους.
— Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ' αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ' εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!»
Φωτογραφίες από την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα μπορείτε να δείτε σε παλαιότερη ανάρτηση της LiFO ΕΔΩ.
Υ.Γ.: Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι μουσουλμάνοι που εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, με βασικό μειωτικό χαρακτηρισμό το «ρωμιόσποροι».
Σπάνιο φιλμ από το αρχείο του Διεθνούς Κινήματος Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου (ICRC). Δείχνει κάποιους από τους πρώτους Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφτασαν και τη διαδικασία εγκατάστασής τους στο χωριό Εμπειρικό.