Στις καταστατικές αρχές του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, που είναι η οδύνη και η ομορφιά, οι οποίες ταράζουν το σώμα, διαμορφώνοντας κόσμους μεταφορικής ευστοχίας και ακρίβειας, τώρα προστίθεται πανηγυρικά ακόμα μία, ο έρωτας. Στο νέο μυθιστόρημα του Θεσσαλονικιού συγγραφέα με τον τίτλο «Ήλιος με ξιφολόγχες», ο έρωτας, που διαδραματίζει τον πλέον δεσπόζοντα ρόλο σε ένα ζοφερό σκηνικό γεμάτο κρίσιμες ιστορικές μετατοπίσεις και αιματηρές συγκρούσεις, προεξάρχει κάθε πολιτικής ερμηνείας: από τη μία είναι ο αγοραίος έρως που διαρκώς προκύπτει στο χαμηλό υπογάστριο της πόλης και από την άλλη ο δεσπόζων έρωτας, όπως αυτός του Κύρου Μελισσηνού, μεγαλοϊδιοκτήτη καπνοβιομηχανίας για τη γυναίκα του, οι οποίοι ζουν σαν γνήσιοι με την μποντλερική έννοια καταραμένοι ήρωες, προοικονομώντας ποιητικά ακόμα και τον επικείμενο θάνατο.
Παράφορος, επίσης, είναι ο έρωτας του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, του ταγματάρχη Γόρδιου Κλήμεντου, για την ωραία Ντανιέλ, μια μοιραία κοκκινομάλλα, αρχετυπική εκδοχή της Ρίτα Χέιγουορθ, βγαλμένη θαρρείς από αστυνομικά του Μεσοπολέμου και μαυρόασπρες ταινίες, η οποία έχει προχωρημένες αντιλήψεις για την ηθική της εποχής, κάνει γυμνισμό και οδηγεί χωρίς να φοβάται τη Χάρλεϊ(!) μηχανή της στα σκοτεινά σοκάκια, ανάμεσα σε χαμαιτυπεία και μισογκρεμισμένα σπίτια, σε ένα αμιγώς εξπρεσιονιστικό μοτίβο που έχει στήσει με τον δικό του γοητευτικό τρόπο ο Σκαμπαρδώνης. Γιατί ο πλέον κυρίαρχος έρωτας, διαρκώς αφανής, αλλά πάντοτε ασυγκράτητος, είναι αυτός που τρέφει ο συγγραφέας για την ίδια την πόλη, που εδώ μεταπλάθεται σε μοναδική μούσα και ιδανική πρωταγωνίστρια: η Θεσσαλονίκη γίνεται έτσι το δικό του ιδανικό νουάρ σκηνικό, όχι μόνο λόγω καταγωγής και προφανούς εξοικείωσης αλλά γιατί προσφέρει τους κατάλληλους πρωταγωνιστές και το κατάλληλο φόντο με όλες τις προφανείς αντιθέσεις.
Ακολουθώντας τον δικό του μεταφορικό και ποιητικό τρόπο και ξέροντας καλά πόσο ολέθριο μπορεί να είναι το εμπόλεμο κλίμα και οι εμφανείς ή υπόγειες συγκρούσεις, ο Σκαμπαρδώνης φαίνεται να κλείνει το μάτι σε όλους εμάς τους συγκαιρινούς που αναλωνόμαστε, ακόμα και σήμερα, σε εμφυλιακού τύπου έριδες.
Καταρχάς μιλάμε για τον Μεσοπόλεμο, συγκεκριμένα το 1931, με την πόλη να έχει έντονα υποστεί, εκτός από τους αλλεπάλληλους πολέμους, τις συνέπειες του παγκόσμιου Κραχ, συγκεντρώνοντας ως «κουρελού», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά κάποια στιγμή στο βιβλίο, τους πρόσφυγες από τον πρόσφατο Μικρασιατικό Πόλεμο αλλά και κάθε ετερόδοξη θρησκευτική και πολιτική ομάδα και εθνότητα: βασιλόφρονες που έρχονται σε διαρκή σύγκρουση με τους βασιλικούς, Βούλγαρους και Βαλκάνιους που δεν μιλάνε καν την ελληνική γλώσσα, Εβραίους και χριστιανούς, φραγκολεβαντίνους, εθνικιστές, κομμουνιστές και φασίστες ‒ όλοι αυτοί είναι σε διαρκή σύγκρουση για την κατανομή μιας προβληματικής εξουσίας.
Από την άλλη, στο πλαίσιο όλων αυτών των διαρκώς αντιμαχόμενων κόσμων, τους οποίους αντιπαραθέτει με συγγραφική άνεση και γοητεία ο Σκαμπαρδώνης, περιγράφεται με ακρίβεια όλος ο ζόφος της παρακμής, των παραπηγμάτων με τις πεταμένες λαμαρίνες και τους αληθινούς παρίες που στήθηκαν τόσο στις παρυφές όσο και στα σκοτεινά σημεία της πόλης, και ταυτόχρονα ο κόσμος της πολυτέλειας, της μόρφωσης και των νέων τάσεων του μοντερνισμού, η πόλη της αριστοκρατίας και του παλιού πλούτου, των καπνεργοστασίων, των ωραίων νυχτερινών κέντρων και της παλιάς ζωής.
Σε ένα περιβάλλον όπου οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν να διαβάζουν, στη Θεσσαλονίκη βλέπουμε να τυπώνονται κάθε λογής έντυπα και εφημερίδες, στις οποίες ο συγγραφέας εντρυφά με κάθε λεπτομέρεια, παρεμβάλλοντας διαρκώς ιστορικά στοιχεία από τους τίτλους του Τύπου της εποχής, από την εφημερίδα «Μακεδονία», την κομμουνιστική «Αβάντι» του Μπεναρόγια ακόμα και τα περιοδικά μόδας έως τα πιο παράδοξα και περιθωριακά έντυπα. Είναι πλέον εμφανές ότι κάθε ομάδα έχει το έντυπό της, καθιστώντας το πολύχρωμο αυτό γαϊτανάκι ιδεών και λέξεων ένα απολύτως θελκτικό λογοτεχνικό εργαστήρι για τους επιγόνους που, όπως ο ίδιος Σκαμπαρδώνης, ξεθάβουν ουσιαστικά και πραγματικά λαβράκια.
Σε αυτό το μοναδικό σταυροδρόμι διαφορετικών ιδεών, Ανατολής και Δύσης, συνυπάρχουν επομένως μοναδικά ο δυτικός πολιτισμός της γαλλικής ποίησης, το αβανγκάρντ στοιχείο στη ζωγραφική και στην αρχιτεκτονική και η υπόγεια πολυτέλεια ‒εξαιρετικός ο τρόπος που περιγράφονται στο βιβλίο τα νεοκλασικά εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής της Βασιλίσσης Όλγας‒, η μυστηριακή, εγκάρσια αισθαντικότητα του Ανατολίτη, η θρησκευτική και συνάμα αμαρτωλή συναρμογή κάθε πεποίθησης που εδώ αποκτά συμπαντικό χαρακτήρα.
Η λέξη «κοσμοπολιτισμός» περιγράφει απόλυτα αυτό το χωνευτήρι, δίνοντας την αφορμή στον συγγραφέα να μιλήσει τόσο για τους ανθρωπότυπους της εποχής όσο και για αφανή ιστορικά γεγονότα, όπως τα πρώτα πογκρόμ κατά των Εβραίων από τους Έλληνες φασιστές που περιγράφονται, ίσως για πρώτη φορά, σε μυθιστόρημα. Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό στοιχείο, ο συγγραφέας προσπαθεί, παράλληλα με το μυθιστόρημα, να εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σε παράδοξες για τους δημοκρατικούς νόμους αποφάσεις, όπως το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου, αλλά και τη γενικότερη ανοχή που έδειξαν οι κρατικοί ιθύνοντες στην παράνομη δράση και τις επιθέσεις εθνικιστικών οργανώσεων, όπως η φασιστική ομάδα Τρία Έψιλον, προκειμένου να αναχαιτίσουν τις υπόγειες κινήσεις των κομμουνιστών που καθόριζαν την τύχη των σωματείων και έπαιρναν απευθείας εντολές από τη Μόσχα.
Στη δίνη όλων αυτών των εν πολλοίς πραγματικών γεγονότων, ο συγγραφέας φαίνεται να θέτει τον σχετικά ψύχραιμο και αποστασιοποιημένο, φιλελεύθερο ταγματάρχη-πρωταγωνιστή του με το συμβολικό όνομα Γόρδιος ‒προφανώς αυτός που καλείται να λύσει τον Γόρδιο δεσμό;‒ Κλήμεντος, ενδεχομένως από τον ψύχραιμο ‒«Clemens» σημαίνει φιλήσυχος και ήπιος‒ Άγιο που παρέμεινε, ακόμα και στο πλαίσιο της χριστιανικής θρησκείας, ένας μοναχικός στοχαστής παρά ένας αγωνιστής των καθολικών αγώνων. Σίγουρα, πάντως, ο άκρως ευρηματικός τίτλος του βιβλίου Ήλιος με ξιφολόγχες περιγράφει με ακρίβεια όλες αυτές τις «λόγχες σε κάθε κατεύθυνση, κυκλικά, προς όσους μας απειλούν. Απέξω ή από μέσα», σαν αυτές που στέφουν τον ήλιο στο έργο που έφτιαξε κάποιος φαντάρος σ’ έναν τοίχο στο Τρίτο Σώμα Στρατού, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά το βιβλίο ‒ και θα μπορούσαν να περιγράφουν τις εμπόλεμες και συγκρουσιακές τάσεις του σήμερα. Ακολουθώντας τον δικό του μεταφορικό και ποιητικό τρόπο και ξέροντας καλά πόσο ολέθριο μπορεί να είναι το εμπόλεμο κλίμα και οι εμφανείς ή υπόγειες συγκρούσεις, ο Σκαμπαρδώνης φαίνεται να κλείνει το μάτι σε όλους εμάς τους συγκαιρινούς που αναλωνόμαστε, ακόμα και σήμερα, σε εμφυλιακού τύπου έριδες.
Γι’ αυτό και το ιστορικό τοπίο διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στο βιβλίο με το έγκλημα που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ως ιδανικός ντετέκτιβ ‒αφού η αστυνομία είχε το βλέμμα στραμμένο σε αλλότριες υποθέσεις‒ ο ταγματάρχης πρωταγωνιστής του, όταν στο υπόγειο ενός καμένου σπιτιού ανιχνεύεται σε προχωρημένη σήψη το πτώμα ενός Εβραίου μυστικού συνεργάτη της υπηρεσίας του Γόρδιου μαζί με φυλλάδια κομμουνιστικών οργανώσεων, προκηρύξεις και χρυσές λίρες. Γνωρίζοντας ότι η αστυνομία δεν θα βοηθήσει στην ουσιαστική εξιχνίαση του εγκλήματος αλλά στην προώθηση των δικών της σεναρίων και συμφερόντων, ο Γόρδιος, περιφερόμενος στα σκοτεινά δρομάκια ως ήρωας του Σιμενόν και καπνίζοντας τα τσιγάρα μίας από τις πολλές, εκλεκτές ελληνικές μάρκες που δέσποζαν τότε στην Ελλάδα, προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια αυτού του αιματοβαμμένου παζλ.
Η αναζήτηση των δραστών φέρνει τον ταγματάρχη κοντά στο πιο μεγάλο και διάσημο πορνείο των Βαλκανίων, στις παρυφές του κέντρου της πόλης, και σε μια σειρά από μυστικούς πράκτορες, σε παράνομες οργανώσεις, σε καταδότες, φιλόδοξους επαναστάτες και προδότες, ανάλογα με την οπτική που υιοθετεί ο καθείς. Κυρίως, όμως, αυτό από το οποίο δεν ξεφεύγει τελικά ο ήρωας σε αυτό το παράδοξο, ελληνικής κοπής νουάρ δεν είναι μόνο οι άδηλοι και φανεροί ήρωες της Θεσσαλονίκης αλλά και ο καταιγιστικός του έρωτας για τη μοιραία Ντανιέλ που δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να επιδοθεί σε ένα κρεσέντο αισθησιακών περιγραφών που ενέχουν όχι μόνο σωματικά αρώματα αλλά και παράδοξες, φετιχιστικές τελετουργίες, όπως το κόψιμο των νυχιών της αγαπημένης του που ο ερωτευμένος ταγματάρχης εκτελεί με την ακρίβεια ενός μύστη.
Ακόμα, λοιπόν, και αν η αψεγάδιαστη και ατίθαση ομορφιά της μοιραίας Ντανιέλ φαντάζει ενίοτε σαν κλισέ, υπακούει με ακρίβεια στους απόλυτους νόμους του νουάρ που θέλει τις γυναίκες μοιραίες και απρόσιτες, δαιμονικές και τρυφερές μέσα στη δοτικότητά τους. Ενδεχομένως ή μάλλον σχεδόν σίγουρα κάπως έτσι φαίνεται στα μάτια του Σκαμπαρδώνη η πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία προσδίδει στην αφήγηση με το μυστηριακό της κλέος την απαστράπτουσα αστική βιτρίνα της και τα βαθιά τραύματά της, όπως αυτά της ηρωίδας του στο μυθιστόρημα, μια ουσιαστική σφραγίδα, την οποία αφουγκράζεται με θρησκευτική σύνεση και παράφορο ενθουσιασμό ο συγγραφέας.
Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολή να πούμε πως αν ο Ήλιος με ξιφολόγχες δεν ήταν γραμμένος σύμφωνα με τις αρχές του νουάρ, θα αποτελούσε το βασικό συναξάρι της Θεσσαλονίκης και το καλύτερο μυθιστόρημα του σπουδαιότερου διηγηματογράφου της εποχής μας, που για χάρη της άνοιξε τη βεντάλια της αφήγησής του, την οποία άπλωσε σε μαγικό πλάτος και βάθος, φτάνοντας στην πιο ακραία πιθανή ρωγμή και στο πιο κρυμμένο τραύμα αυτού του μοναδικού αστικού παλίμψηστου. Η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι, άλλωστε, αυτή που διασώζεται σους αιώνες, αρωματίζοντας κάθε απρόσμενη σελίδα των μυθιστοριογράφων της ως αιώνια πλανεύτρα ερωμένη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.