Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ μεσαιωνικής τέχνης δίνει έμφαση στη δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά λιγότερο γνωστή είναι η βαθιά καλλιτεχνική συνεισφορά της Νουβίας, της Αιγύπτου, της Αιθιοπίας και άλλων ισχυρών αφρικανικών βασιλείων, των οποίων οι κομβικές αλληλεπιδράσεις με το Βυζάντιο είχαν ανεξίτηλο αντίκτυπο στον μεσαιωνικό μεσογειακό κόσμο.
Συγκεντρώνοντας περισσότερα από 170 αριστουργήματα που ανήκουν σε ένα ευρύ φάσμα μέσων και τεχνικών –από ψηφιδωτά, γλυπτά, κεραμικά και μεταλλοτεχνία μέχρι αντικείμενα πολυτελείας, πίνακες ζωγραφικής και θρησκευτικά χειρόγραφα–, η έκθεση «Αφρική και Βυζάντιο» στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης αφηγείται την κεντρική θέση της Αφρικής στα διηπειρωτικά δίκτυα εμπορίου και πολιτιστικών ανταλλαγών.
Με διεισδυτική μελέτη και έργα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας σπάνια ή και ποτέ, η έκθεση ρίχνει νέο φως στα εκπληκτικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της ύστερης αρχαίας Αφρικής. Επανεξετάζει τη συμβολή της ηπείρου στην ανάπτυξη του προνεωτερικού κόσμου και προσφέρει μια πληρέστερη ιστορία της Αφρικής ως μιας ζωντανής, πολυεθνικής κοινωνίας με ποικίλες γλώσσες και θρησκείες, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του Βυζαντίου και όχι μόνο.
Σε κάθε στάδιο αυτής της μακράς ιστορίας, τα αντικείμενα μάς δείχνουν πόσο ανακριβής είναι η αίσθηση που έχουμε για τον κόσμο, ξαναγράφοντας την ιστορία του. Τα χριστιανικά και τα παγανιστικά αντικείμενα δεν συνυπάρχουν απλώς κατά την ύστερη αρχαιότητα, αλλά αλληλεπιδρούν και αποσταθεροποιούν την καθιερωμένη σκέψη για τον χριστιανισμό.
Το 330 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε την αυτοκρατορική πρωτεύουσα από τη Ρώμη και ίδρυσε πάνω στην αρχαία πόλη του Βυζαντίου τη «Νέα Ρώμη», που έγινε ευρέως γνωστή ως Κωνσταντινούπολη. Από τον 5ο έως και τις αρχές του 13ου αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια τεράστια και ιστορικά σημαντική αυτοκρατορία που κάλυπτε τμήματα της Αφρικής, της Ευρώπης και της Ασίας, οι εκτεταμένες διασυνδέσεις του Βυζαντίου με τη βόρεια και την ανατολική Αφρική δεν είναι αρκετά γνωστές. Αυτή η έκθεση διερευνά τη θέση της Αφρικής στην καλλιτεχνική, πολιτιστική, οικονομική και κοινωνικοπολιτική ζωή του βυζαντινού κόσμου.
Η Αφρική και το Βυζάντιο διαγράφουν τρία καλλιτεχνικά τόξα. Από τον τέταρτο έως τον έβδομο αιώνα, η πρώιμη βυζαντινή οπτική και πνευματική κουλτούρα διαμορφώθηκε από πλούσιους προστάτες, καλλιτέχνες και θρησκευτικούς ηγέτες στη βόρεια Αφρική. Αν και το Ισλάμ έγινε κυρίαρχη πίστη της περιοχής στα μέσα του όγδοου αιώνα, χαρακτηριστικές χριστιανικές θρησκευτικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις ήκμασαν στα αφρικανικά βασίλεια. Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, Αιθίοπες και Κόπτες καλλιτέχνες στην ανατολική Αφρική συνέχισαν να βρίσκουν έμπνευση στη ρωμαϊκή και βυζαντινή τέχνη.
Ο σχεδιασμός της έκθεσης παρακολουθεί αυτούς τους μετασχηματισμούς παρουσιάζοντας μια ζωντανή και εμπνευσμένη τέχνη που εμφανίζεται παντού, με αποκορύφωμα μια ομάδα σύγχρονων έργων, εγείροντας κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το πού και πότε «τελειώνει» το Βυζάντιο.
Υπάρχουν έργα από την Τυνησία, την Αιθιοπία, την Αίγυπτο, το Σουδάν, ψηφιδωτά, υφάσματα, χειρόγραφα, κοσμήματα και μικρά αντικείμενα της καθημερινής ζωής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της ακμής του Βυζαντίου, η Βόρεια Αφρική περιλάμβανε μερικές από τις πιο πλούσιες, πιο μορφωμένες και πιο κοσμοπολίτικες επαρχίες της ύστερης Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα θραύσμα δαπέδου που παρουσιάζεται στην έκθεση ανήκε κάποτε στη μεγάλη τραπεζαρία ή αίθουσα δεξιώσεων μιας τυνησιακής βίλας, κάτι που δείχνει πλούτο, γούστο και αγάπη για τις καλές τέχνες.
Με το εμπόριο να ανθεί, χαράχτηκαν εμπορικές διαδρομές που συνέδεαν, μέσω της Μεσογείου, τη Βόρεια Αφρική, την υποσαχάρια Αφρική, την Ερυθρά Θάλασσα και την Ινδία, φτάνοντας μέχρι τον μακρινό Δρόμο του Μεταξιού. Αυτές οι διαδρομές μετέφεραν ανθρώπους, υλικά και ιδέες σε όλη την αυτοκρατορία.
Η κληρονομιά του Βυζαντίου στην Αφρική συνεχίστηκε μετά τον θάνατο του τελευταίου αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το 1453. Τα έργα βυζαντινού ρυθμού που χρονολογούνται από τον δέκατο έκτο αιώνα έως σήμερα μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε θέματα όπως η ταυτότητα, το ανήκειν και η μνήμη μεταξύ των αφρικανικών χριστιανικών κοινοτήτων.
Αυτά τα ιερά αντικείμενα έρχονται να μας δείξουν πώς η σύμβαση της διαίρεσης των καλλιτεχνικών εξελίξεων σε διακριτές «περιόδους» μπορεί να έχει λιγότερο νόημα από την εξέταση των μακροπρόθεσμων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των τεχνών της Αφρικής και του Βυζαντίου. Για παράδειγμα, Αιθίοπες καλλιτέχνες από την πρώιμη σύγχρονη περίοδο μέχρι σήμερα συνεχίζουν να μεταφράζουν και να προσαρμόζουν νέα μοτίβα και στυλ από τη βυζαντινή τέχνη.
Οι επιμελητές φέρνουν ως παράδειγμα ότι, μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, άγιοι σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου, απεικονίζονταν συχνά να φορούν ενδύματα που παραπέμπουν στη βυζαντινή βασιλική αυλή. Εικόνες σαν κι αυτές κυκλοφόρησαν σε όλη την Αιθιοπία, η οποία παρέμεινε κάτω από την ομπρέλα της Κοπτικής Εκκλησίας μέχρι το 1959. Μάλιστα στην Αιθιοπία τον δέκατο έβδομο αιώνα οι Αιθίοπες καλλιτέχνες συνέχισαν να υιοθετούν εικαστικές μορφές από το βυζαντινό παρελθόν. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα δίπτυχα διπλής όψης έγιναν δημοφιλή μεταξύ των ευγενών, που τα φορούσαν ως μενταγιόν.
Στην έκθεση συναντάμε και τεχνουργήματα που διατηρούνται στα μοναστήρια και τις εκκλησίες της Lalibela στην Αιθιοπία και μια ομάδα μεσαιωνικών ισλαμικών ένθετων μεταλλικών έργων από την Αίγυπτο που χρονολογείται κατά την περίοδο των Μαμελούκων (1250-1517). Τα έργα ρίχνουν φως στις συνδέσεις μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινωνιών στην Αφρική. Πλουτίζουν επίσης τις γνώσεις μας για τις διάφορες χρήσεις της ισλαμικής μεταλλοτεχνίας στην επίπλωση των ελίτ νοικοκυριών και στη διακόσμηση των εκκλησιαστικών θησαυρών, μια τάση που κυκλοφορούσε από τη Δυτική και την υποσαχάρια Αφρική μέχρι την Ευρώπη και πιθανώς ακόμη και την Κίνα.
Ο επισκέπτης μπορεί επίσης να δει αιθιοπικά ψαλτήρια που περιέχουν συνήθως τους «Ψαλμούς» του Δαβίδ. Σύμφωνα με την Αιθιοπική Εκκλησία, ο βασιλιάς Δαβίδ ήταν ο μοναδικός συγγραφέας των «Ψαλμών». Ένα ολοσέλιδο πορτρέτο του τον δείχνει να παίζει μπεγένα, ένα είδος λύρας. Μέχρι τον εικοστό αιώνα, το όργανο ήταν σύμβολο της Αιθιοπίας και παιζόταν μόνο από εκλεκτούς και βασιλείς, υποδηλώνοντας την υψηλή κοινωνική και οικονομική τους θέση.
Ενώ το πρώτο μέρος της έκθεσης είναι αφιερωμένο στον πλούτο, την πολυτέλεια και το εμπόριο, όταν η Αίγυπτος ήταν τροφοδότης-σιτοβολώνας του Βυζαντίου και η Τύνιδα σημαντικό κέντρο παραγωγής ψηφιδωτών, το δεύτερο μέρος ασχολείται με τη διάδοση και την προσαρμογή της βυζαντινής χριστιανικής ταυτότητας κατά τη διάρκεια αυτού που οι Ευρωπαίοι θα αποκαλούσαν Μεσαίωνα.
Σε κάθε στάδιο αυτής της μακράς ιστορίας, τα αντικείμενα μάς δείχνουν πόσο ανακριβής είναι η αίσθηση που έχουμε για τον κόσμο, ξαναγράφοντας την ιστορία του. Τα χριστιανικά και τα παγανιστικά αντικείμενα δεν συνυπάρχουν απλώς κατά την ύστερη αρχαιότητα, αλλά αλληλεπιδρούν και αποσταθεροποιούν την καθιερωμένη σκέψη για τον χριστιανισμό. Η αιγυπτιακή λατρεία της Ίσιδας είναι πολύ πιθανό να μεταμορφώνεται στη χριστιανική λατρεία της Παναγίας.
Ένα από τα πρώτα αντικείμενα της έκθεσης, ένας αιγυπτιακός πίνακας του 2ου αιώνα με την Ίσιδα, μοιάζει περίεργα με μια εικόνα της Παναγίας του 6ου αιώνα, που ίσως ζωγραφίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η επιμήκυνση των χαρακτηριστικών, η τοποθέτηση των ματιών και η απόδοση της μορφής υποδηλώνουν όχι μόνο καλλιτεχνικές συγγένειες αλλά και μια βαθιά, επίμονη πολιτισμική μνήμη προχριστιανικών παραδόσεων.
Όπως γράφει ο Philip Kennicott στη «Washington Post», «αιώνες μελετών και καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στη Δύση έχουν κάνει τον κόσμο μας να επικεντρωθεί στην Αναγέννηση και την υποτιθέμενη αναγέννηση των οπτικών ιδεωδών που χρονολογούνται από την αρχαιότητα, τη Ρώμη και την αρχαία Ελλάδα. Υπό το πρίσμα αυτό, το έργο των Βυζαντινών καλλιτεχνών μοιάζει στατικό και αυτό των ζωγράφων από την Αιθιοπία γοητευτικό αλλά απλό. Αν αλλάξετε οπτική, θα ανακαλύψετε κόσμους λεπτότητας στο βυζαντινό έργο, και μια εξαιρετικά άμεση και ξεκάθαρη αφήγηση και συναισθηματική έκκληση στη χριστιανική εικονογραφία της βορειοανατολικής Αφρικής».
Έχοντας απορρίψει το κυρίαρχο πλαίσιο που έχουν χρησιμοποιήσει οι Δυτικοί θεσμοί για να κατανοήσουν την Αφρική, ένα πλαίσιο που χρησιμεύει για να κρατά τη Δύση στο επίκεντρο της συζήτησης, αυτή η πυκνή έκθεση ερευνά περίπου 1.500 χρόνια και εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια, μιλώντας στους θεατές για την αυτοκρατορία, για τη θρησκεία και για την ανθρώπινη ανάγκη να φτιάχνεις όμορφα πράγματα. Δεν προσφέρει κανένα απλό συμπέρασμα, καμία συνεκτική ιστορία μεγαλοπρέπειας και παρακμής ή το αντίστροφο.
Όπως αναφέρει η Susan Tallman στο The Atlantic, «η έκθεση "Αφρική και Βυζάντιο" περιέχει πολλά που θα τραβήξουν την προσοχή και θα εντυπωσιάσουν αμέσως, αλλά και πολλά που δεν θα εντυπωσιάσουν – μικροσκοπικά νομίσματα και θραύσματα κεραμικών με επιγραφές σε γλώσσες που λίγοι επισκέπτες θα μπορέσουν να αποκρυπτογραφήσουν. Αλλά και αυτό είναι συνυφασμένο με την αποστολή του μουσείου – μια υπενθύμιση ότι δεν μπορούν να γίνουν όλα δικά σας με μια ματιά. Το να βρεις τη μαγεία απαιτεί πραγματική δουλειά».
Η έκθεση «Αφρική και Βυζάντιο» παρουσιάζεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης έως τις 3 Μαρτίου.
Με πληροφορίες από ΜΕΤ, The Atlantic, Washington Post