Όταν μια επίμονη φθινοπωρινή βροχή πέφτει πάνω στις πλατείες, στα δέντρα και στους δρόμους της Πομπηΐας δεν μένει άλλο παρά να περιμένει κανείς φυλαγμένος πίσω από το περιστύλιο ενός σπιτιού. Αν είναι καλότυχος μπορεί να του τύχει ν’αντικρύζει ζωγραφιστή σε κάποιον τοίχο την εικόνα ενός Έλληνα ποιητή. Έναν τέτοιον προσέχουμε, αφού τον αναζητήσαμ, στη φερώνυμη «Κάζα ντι Μενάντρο». Ωχρή μόνο απήχηση σχεδόν άτεχνη η ζωγραφιά αυτή του Μενάνδρου από κάποιο ελληνικό πρωτότυπο, που τον παράσταινε έτσι καθισμένον και στοχαστικό, δίνει αφορμή σε πολλές σκέψεις.
Δεν σταματάει κανείς τόσο στη γνωστή προτίμηση του Ιταλιωτικού και του Ρωμαϊκού κόσμου για τον λεπταίσθητο Αθηναίο ποιητή –όχι ανεξήγητη, αφού το θέατρο του ήταν η περιγραφή της σύγχρονης του ανθρώπινης κωμωδίας-, όσο στην ανάγκη που παρακίνησε τους ενοίκους του πομπηϊανού τούτου σπιτιού, να αναζητήσουν έτσι μόνιμη τη συντροφιά του.
Δεν ήταν καν Έλληνες οι κάτοικοι της Πομπηΐας, ούτε μιλούσαν ελληνικά, όπως στη γειτονική Νάπολη. Ανήκαν στη φυλή των Σαμνιτών, που είχε κατέβει από τα γύρω βουνά για να ριζώσει δίπλα στο ποτάμι, το Σάρνο και κοντά στη θάλασσα. Όταν έγινε η καταστροφή θα είχαν πια σημαντικά εκλεπτυνθή από την αποδοχή του ελληνικού πολιτισμού της Καμπανίας και από την επιρροή της Ρώμης. Το βλέπουμε όχι μόνο στον τρόπο της ζωής τους, αλλά και στον τύπο του σώματος, τον λεπτοκόκκαλο, όπως τον δείχνει το αξιοθρήνητο εκείνο θύμα της καταστροφής, το κατάχαμα πεσμένο του Μουσείου της Πομπηΐας. Η σιγανή βροχή στο «σπίτι του Μενάνδρου» δροσίζει ευχάριστα το κηπάριο του περιστυλίου. Βλέποντας τις κολόννες ολόγυρα, το διάστημα που χαρίζει τούτο στο κλειστό εσωτερικό αναλογίζεται κανείς πόσο αβάσταχτα στενός θα ήταν ο παλαιότερος, ο ιταλικός τύπος σπιτιού πριν να πλουτιστή με το δώρο αυτό της ελληνικής αρχιτεκτονικής, με το περιστύλιο.
Η σιγανή βροχή στο «σπίτι του Μενάνδρου» δροσίζει ευχάριστα το κηπάριο του περιστυλίου. Βλέποντας τις κολόννες ολόγυρα, το διάστημα που χαρίζει τούτο στο κλειστό εσωτερικό αναλογίζεται κανείς πόσο αβάσταχτα στενός θα ήταν ο παλαιότερος, ο ιταλικός τύπος σπιτιού πριν να πλουτιστή με το δώρο αυτό της ελληνικής αρχιτεκτονικής, με το περιστύλιο.
Ολόκλειστο γύρω το ιταλικό σπίτι με αραιότατα παράθυρα, βγαλμένα ψηλά μόνο για αερισμό, είχε στο κέντρο της αυλής, του αιθρίου και μπροστά από το ταμπλίνουμ, που αποτελούσε το κυριώτερο δωμάτιο του σπιτιού. Μόνο από τον πίσω κήπο δεχόταν τούτο αέρα και κάποιαν αναψυχή.
Μέσα σ’αυτό το σπίτι βλοσυρός θα πηγαινοερχόταν ο αρχηγός της οικογένειας, ο πάτερ φαμίλιας, με αγέλαστο πρόσωπο, σαν τα πορτραίτα εκείνα της δημοκρατικής εποχής, τα βεριστικά και αδυσώπυτα, προσέχοντας την τιμή και επιτηρώντας την απόδοση των γυναίκων και των δούλων. Στο βάθος κάποιου δωματίου, στημένες σ’ ένα ράφι ήταν οι προτομές-προσωπεία των προγόνων, που τους έδειχναν όχι όπως υπήρξαν στη ζωή, αλλά με την κέρινη μορφή που πήραν στο νεκρικό κρεβάτι.
Μια βαθειάν αλλαγή των πνευμάτων μαρτυρεί η αποδοχή του ελληνιστικού περιστυλίου. Εχάρισε στο σπίτι βάθος και αναπνοή, με τις λεπτές, ραβδωτές κολλόνες του, χωρίς άλλο και επισημότητα. Οι κάτοικοι ανοίχτηκαν κάπως προς τα έξω και σπάζοντας τον σφιχτόν οικογενειακό κλοιό, έγιναν κανονικώτεροι, χωρίς όμως να χάσουν κάθε επαφή με την εντόπια παράδοση. Ο κάτοικος της Πομπηΐας συνδύασε μ’έναν τρόπο πρωτότυπο, όσο και απλό το παλιό ιταλικό σπίτι με το ελληνικό, καθώς έβαλε το ένα δίπλα στο άλλο και μεταχειρίστηκε το περιστύλιο», έγραφε άλλοτε σ’ένα συμπαθέστατο βιβλιαράκι, ο φον Ντουν. Δεν ήλθε όμως μόνο του το περιστύλιο για να ζωντανέψει το ιταλικό σπίτι, έφερε μαζί του και τις Μούσες. Μαζί τους ξεκίνησαν και οι θεοί του Ολύμπου, οι Νύμφες και οι Σάτυροι για να χορέψουν στα χλοερά τοπία. Συνωδεύτηκαν ακόμη και από την πορεία των μεγάλων αθάνατων –θνητών, των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών που είχαν στολίσει τον ελληνικό κόσμο, όσο και οι θεοί.
Το εκπληκτικότερο απ΄ όλα όσα βλέπει κανείς στις ατέλειωτες αίθουσες του Μουσείου της Νεάπολης, όσα περιέχουν πομπηϊανές τοιχογραφίες, είναι η μανία για τους ελληνικούς μύθους, η διάδοση και η γνώση τους. Περνούμε μπροστά από την Ιφιγένεια, την Ελένη, την Ανδρομέδα, την Ομφάλη, τον Περσέα, τον Ηρακλή, τον Ορέστη και από ένα πλήθος αλλά θεϊκά πρόσωπα∙ χρειάζεται που και που προσπάθεια για να τα ταυτίσουμε και δεν χωράει αμφιβολία ότι ήξεραν μέσα στην Πομπηΐα οι κάτοικοι και οι καλλιτέχνες την Ελληνική μυθολογία πολύ καλύτερα απ’ ό,τι σήμερα εμείς.
Οι περισσότερες τοιχογραφίες οι συγκεντρωμένες στο Μουσείο της Νεάπολης προέρχονται από τα σπίτια που ανασκάφτηκαν πριν από το 1911∙ έως τότε συνήθιζαν ακόμη οι αρχαιολόγοι, ακολουθώντας την παλαιότερη ταχτική των Βουρβώνων, της Νεάπολης, να ξερριζώνουν τις τοιχογραφίες, όχι πια για να τις λεηλατήσουν, αλλά για να τις σώσουν από την υγρασία και από τη διάλυση.
Τούτο όμως είχε αποτέλεσμα την απογύμνωση των σπιτιών απ’ όλο το διάκοσμο, αφαιρούσε την έννοια της ύπαρξης των ανθρώπων και αποξένωνε των επισκέπτη από τον ψυχικό κόσμο, την ποίηση που εκύκλωνε τη ζωή τους, υψώνοντας τη πάνω από κάθε υλιστικό. Η προσπάθεια να κρατηθούν στην αρχική θέση τους οι τοιχογραφίες έγινε δυνατή μόνο αργότερα, στις νέες ανασκαφές και πραγματοποιείται καλύτερα σήμερα, που τα τεχνικά μέσα επιτρέπουν ν’αποκολλιιέται μια εικόνα από τον τοίχο, και να επισκευάζεται στο εργαστήριο, ν’απομονώνεται από την υγρασία και να στερεώνεται πάλι στην αρχική της θέση. Προχώρησαν ακόμη οι Ιταλοί αρχαιολόγοι, με την αγάπη της φυλής τους προς το πράσινο, ν’αποκαταστασήσουν τα κηπάρια των περιστυλίων και να τα στολίσουν με αγαλμάτια που βρέθηκαν εκεί γύρω στις κρήνες. Στο «σπίτι του Φαύνου» έξαφνα υποδέχεται τους επισκέπτες ο ίδιος ο μικρός χάλκινος Φαύνος που βρέθηκε εκεί, χορεύοντας όπως σ’ ένα χλοερό λιβάδι. Δεν είναι άλλο παρά μια πιστή απομίμηση του πολύκροτου άλλοτε –δυσανάλογα με την καλλιτεχνική του μετριότητα –έργου, που έπρεπε να φυλαχτή στο Μουσείο της Νεάπολης. Ασυνήθιστο είναι ότι το πλουσιώτερο τούτο απ΄όλα τα πομπηϊανά σπίτια δεν είχε δωμάτια με τοιχογραφίες, αλλά μόνο μωσαϊκά στο πάτωμα. Σ’ ένα χώρο με κόκκινες κολόνες βρέθηκε το σπουδαιότερο απ’ όλα τα αρχαία μωσαϊκά, το γνωστό «μωσαϊκό του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Κρεμασμένο στον τοίχο του Μουσείου της Νεάπολης το μεγαλούργημα τούτο της τέχνης και της τεχνικής κινεί σε επίμονη σπουδή και σε αληθινό θαυμασμό.
Είναι ευτύχημα ότι το σπίτι των Βεττίων δεν βρέθηκε στις παλαιές ανασκαφές, αλλιώς δεν θα το βλέπαμε σ’ όλη του την λαμπρότητα, με τις ωραίες τοιχογραφίες του περιστυλίου. Δεν θα αντικρύζαμε τους χαριέστατους Αμορίνι, τους πολυάσχολους Ερωτιδείς που γυροφέρνουν, ούτε τις άλλες τοιχογραφίες των δωματίων με τους ήρωες και τις ηρωΐδες των ελληνικών μύθων. Είναι σαν να μη σταμάτησε ποτέ η ζωή στο σπίτι τούτο, σαν να μην εσκέπασε το χλοερό περιστύλιο η πύρινη λάβα.
Πότε όμως έγινε η φοβερή καταστροφή;
Ας γυρίσουμε πρώτα πίσω, στην παλαιότερη περίοδο της Πομπηΐας, τη λεγόμενη Σαμνιτική. Τελειώνει το 80π.χ. όταν ο νικητής Σύλλας εγκατάστησε μέσα στην πόλη τη ρωμαϊκή φρουρά. Πόσο βαθειά είχε προχωρήσει στην πρώτη τούτη εποχή ο εξελληνισμός το βλέπουμε μέσα στην «τριγωνικήν αγορά» της Πομπηΐας: στον «ελληνικό ναό» (του Ηρακλή ίσως), όχι λιγώτερο στην παλαίστρα, τη μόνη καθαρά ελληνικού τύπου στην Ιταλία. Το πιο απίστευτο είναι ότι σ’ένα ψηλό βάθρο της παλαίστρας αυτής ήταν στημένο ένα μαρμάρινο αντίγραφο του «Δορυφόρου» του Πολυκλείτου, που παράσταινε, ξέρουμε πια τώρα, τον Αχιλλέα. Μια χαμηλή μαρμάρινη σκάλα μπροστά του είναι αληθινά συγκινητική. Χρησίμευε για ν’ανεβαίνουν απάνω οι νικητές έφηβοι και να στεφανώνουν τον ξανθό γυιό της Θέτιδος, το σύμβολο της παλληκαρίσιας ομορφιάς.
Στη δεύτερη περίοδο, τη Ρωμαϊκή, ανήκει το μεγάλο Φόρουμ, η αγορά της Πομπηΐας, όπου την κεντρική θέση την κατέχει, στημένος πια σ’ ένα ψηλό πόδιο –κατά τον ρωμαϊκό τύπο- ο ναός του Δία και δίπλα του ένας άλλος, του αυτοκράτορα Βεσπασιανού. Θα τον έχτισαν αναμφίβολα από κάποιαν επιταγή οι κάτοικοι, όχι βέβαια από πίστη στη θεϊκή καταγωγή του.
Ξέγνοιαστοι ζούσαν ωστόσο στη μικρή, κομψή πόλη τους, όταν το 63μ.χ. ένας δυνατός σεισμός έριξε κάτω ένα πλήθος κτίρια. Γρήγορα ξανάχτισαν οι άνθρωποι τα σπίτια, μικρότερα όμως τώρα, οι ναοί υψώθηκαν πάλι, οι δρόμοι ζωντάνεψαν, ο Βεζούβιος φαινόταν ησυχασμένος.
Έξαφνα, 13 χρόνια αργότερα, στις 24-26 του Αυγούστου του 79μ.χ., ποιός ξέρει ύστερ’ από πόσες καλοκαιρινές ζέστες –ήλθε η μεγάλη οργή του βουνού. Άρχισε να βγάζει ακατάπαυστα καφτερά ποτάμια, ένας μαύρος πέπλος εσκέπασε όλη την Πομπηΐα και αφάνισε τους ανθρώπους, εσκέπασε και το γειτονικό Ηράκλειο και –το πιο απίστευτο- ακόμη και τη Σταβία που βρισκόταν πολύ μακρύτερα. Τρεις ανθηρές αρχαίες μικρές πολιτείες ετάφηκαν κάτω από τη στάχτη.
Είναι παραδεγμένο πια σήμερα ότι δεν είχε όμοια σύσταση η λάβα που έπεσε στο Ηράκλειο και στην Πομπηΐα. Γρήγορα έγινε πέτρα σκληρή αυτή που σκέπασε την πρώτη, ενώ στην Πομπηΐα έπεσε ελαφρότερη στάχτη και κιμιλιά. Η ανασκαφή του Ηρακλείου στάθηκε και γι αυτό αφάνταστα δύσκολη και δεν προχώρησε πολύ, έδωσε όμως σπουδαία ευρήματα. Τούτο ερμηνεύτηκε από το ότι, όσοι κάτοικοι του Ηρακλείου είχαν προφτάσει να φύγουν, δεν μπόρεσαν όταν γύρισαν να βρουν τίποτα, γιατί ήταν αδύνατο να τρυπήσουν το βαθύ πέτρωμα που είχε σχηματιστή. Αρκετοί πομπηϊανοί αντίθετα κατάφεραν, όταν ξαναγύρισαν, να σκάψουν στη λάβα και να πάρουν μαζί τους κινητά πράγματα από τα σπίτια τους, γι αυτό δεν βρέθηκαν πολλά πολύτιμα σκέυη στις ανασκαφές.
Δύο αιώνων έρευνες ανασκαφικές και θεωρητικές έκαναν την αρχαία Πομπηΐα γνώριμη, σχεδόν οικεία, ακόμη και στους πολλούς. Δεν είναι ομόφωνη η γνώμη των αρχαιολόγων ως προς την εκτίμηση των τοιχογραφιών, άλλοι τις θαυμάζουν ανεπιφύλακτα, άλλοι τις κατηγορούν χωρίς επιείκεια και μια Τρίτη ομάδα, η πιο στοχαστική, προσπαθεί πάντα να τις κατατάξει και να τις ερμηνεύσει.
Το πρόβλημα αν έχουν καλλιτεχνικήν αξία οι τοιχογραφίες θα το αγγίξουμε στο ερχόμενο σημείωμα. Τώρα ας προσέξουμε τις δύο εικόνες: στη μια είναι το παλαιό ιταλικό σπίτι, στην άλλη βλέπουμε τη μεταμόρφωση του εσωτερικού με την προσθήκη του περιστυλίου πίσω από το αίθριο. Είναι φανερή ευλογία αναπνοής και μεγαλοσύνης που πρόσφερε το ελληνιστικό στοιχείο. Την αναζήτηση αυτή φυγής προς τα έξω, θα την ιδούμε περισσότερο στις τοιχογραφίες, τις διακοσμητικές όπως και τις μνημειακές του πομπηϊανού σπιτιού.
_________
* Η Σέμνη Καρούζου (1898 - 1994) υπήρξε σημαντική ελληνίδα αρχαιολόγος. Το 1933, έγινε η πρώτη γυναίκα έφορος αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το 1964 ολοκλήρωσε μαζί με τον σύζυγό της, τον κορυφαίο αρχαιολόγο Χρήστο Καρούζο, το έργο επανέκθεσης των αρχαίων στο μουσείο. Υπήρξε αντιπρόεδρος (1975-1977) της "Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας".
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία το 1953 και ψηφιοποιείται πρώτη φορά εδώ.
Επιμέλεια: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος