Ανάμεσα στα μεγαλειώδη έργα τέχνης της εποχής του Χαλκού στη χώρα μας ίσως χρειάζεται να δώσουμε λίγη περισσότερη σημασία στα μοναδικά ενδύματα των γυναικών της μινωικής Κρήτης. Αν και η γυναικεία ενδυμασία είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δημιουργήματα του μινωικού πολιτισμού, ωστόσο μέχρι προσφάτως δεν είχε αντιμετωπιστεί ως πηγή άντλησης πληροφοριών για την κοινωνική ιστορία του προϊστορικού πολιτισμού της Κρήτης.
Στις πασίγνωστες τοιχογραφίες της Κνωσού, μπορεί κανείς να διακρίνει, στις πρώτες μάλιστα σειρές, γυναίκες με κομψά και πολυτελή ενδύματα να παρακολουθούν τα διάφορα θεάματα. Τα δεδομένα από τις μαρτυρίες των αρχαιολογικών ευρημάτων βασίζονται κυρίως σε σωζόμενες τοιχογραφίες, πήλινα και χάλκινα ειδώλια, παραστάσεις σε σφραγίδες, σφραγίσματα, αγγεία και κοσμήματα αλλά και στα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Β' τα οποία, αν και αποτελούν κυρίως αρχεία καταγραφής προϊόντων, προσφέρουν πληροφορίες για την οργάνωση της υφαντουργικής παραγωγής στα ανάκτορα και τη θέση της γυναίκας μέσα σε αυτά.
Tο απογυμνωμένο στήθος δεν αποτελεί ερωτικό σύμβολο διότι δεν εμπεριέχει κανένα ερωτικό στοιχείο μια και στην ανακτορική εικονογραφία δεν υπάρχουν αναπαραστάσεις ζευγαριών σε στιγμές τρυφερότητας ή ερωτικής περίπτυξης.
Η μόδα στη μινωική Κρήτη, σε μια κοινωνία σύνθετη και προηγμένη, περιλάμβανε τα πάντα: εντυπωσιακά καπέλα, πλουμιστές κωδονόσχημες φούστες από λινό ή μαλλί, εφαρμοστά περικόρμια, μυτερούς γιακάδες, κεντητές ποδιές με πολύχρωμα μοτίβα, διάφανα μεταξένια πέπλα, περίτεχνα χτενίσματα με κορδέλες. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια πολύ εντυπωσιακή μόδα που ακόμα και σήμερα αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους σχεδιαστές.
Να θυμίζω μόνο την πασίγνωστη Ελληνίδα σχεδιάστρια Μαίρη Κατράντζου, η οποία πριν από λίγα χρόνια παρουσίασε δημιουργίες της που μετέτρεπαν τα μοντέλα σε ιέρειες και θεές με μοτίβα βγαλμένα από τις μινωικές τοιχογραφίες και τα μινωικά αγγεία αλλά και τον Γιάννη Τσεκλένη ο οποίος τη δεκαετία του '70 έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στα σαλόνια της Νέας Υόρκης και του Παρισιού για τα ψυχεδελικά φορέματα που αναπαριστούσαν ζωγραφιές και αντικείμενα της μινωικής Κρήτης.
Αφορμή για να δει κανείς με άλλο μάτι το στυλ των Μινωιτισσών είναι και η έκθεση με τίτλο «Αναβιώνοντας τις Αιγαιακές ενδυμασίες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού» που διοργανώνει αυτό το διάστημα το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και περιλαμβάνει πειραματικά αντίγραφα ενδυμάτων που αναβιώνουν με ζωντανό και άμεσο τρόπο τις ενδυματολογικές προτιμήσεις και ιδιαιτερότητες της κοινωνίας εκείνης της περιόδου. Δημιουργός αυτών των αντιγράφων είναι η ερευνήτρια αρχαιολόγος Diana Wardle, επιστημονική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, μέλος της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και ειδικευμένη στην προϊστορική αρχαιολογία της Ελλάδας, καλλιτέχνις και σχεδιάστρια ρούχων η οποία μελέτησε λεπτομερώς τις αναπαραστάσεις τους στις τοιχογραφίες και τη μικρογλυπτική, αλλά και την τεχνολογία ύφανσης του κάθετου αργαλειού.
Πέρα όμως από το να θαυμάσει κανείς αυτές τις αναπαραστάσεις είναι εύλογο να αναρωτηθεί και περισσότερα πράγματα σχετικά με την ένδυση. Άλλωστε, τι είναι το ρούχο παρά ένας κώδικας επικοινωνίας!
Όμως τι μπορεί να πει για τον άνθρωπο και τι αποκαλύπτει για τις κοινωνίες του παρελθόντος; Πώς μπορούμε να το «διαβάσουμε»; Πώς μπορούμε μέσα από τις αλλαγές του ενδύματος να ερμηνεύσουμε ή να συσχετίσουμε κοινωνικές αλλαγές; Μήπως ένα σύνθετο ένδυμα δηλώνει και σύνθετη κοινωνία; Μπορούμε μέσα από το ένδυμα να κάνουμε παρατηρήσεις σχετικά με αυτό που λέμε κοινωνικό φύλο; Και πώς ξεκινάει κανείς να κατανοήσει τα ενδύματα του παρελθόντος;
Ακριβώς αυτά τα ερωτήματα έρχεται να απαντήσει στην μελέτη της η δρ. αρχαιολόγος Λιάνα Στεφανή, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, που έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με την αρχαιολογική έρευνα της εποχής του Χαλκού, στο βιβλίο της Η γυναικεία ενδυμασία στην ανακτορική Κρήτη – Πρόταση ανάγνωσης ενός κώδικα επικοινωνίας.
Το βιβλίο, αν και πρόκειται για τη διδακτορική της διατριβή, διαβάζεται πολύ ευχάριστα και από μη ειδικευμένους στον συγκεκριμένο τομέα (όπως εγώ), μια και καταπιάνεται με ένα θέμα που δεν είναι στενά αρχαιολογικό με την έννοια ότι δεν είναι απλώς μια καταγραφή αρχαιολογικού υλικού. Πρόκειται περισσότερο για μια προσπάθεια ερμηνείας του: πώς μπορούμε να το δούμε με σύγχρονα μάτια και πώς μπορούν πληροφορίες που υπάρχουν από το αρχαιολογικό υλικό να αναγνωριστούν γύρω μας ακόμα και σήμερα, στη σύγχρονη κοινωνία;
«Το στιλ, ως "ο τρόπος που γίνεται κάτι", έχει άμεση και άρρηκτα δεμένη σχέση με την εμφάνιση του ανθρώπου. Άλλωστε, ακόμα και σήμερα μιλάμε για το "στιλ του ντυσίματος" ή για "το στιλ της κόμμωσης" κάποιου, αλλά και χαρακτηρίζουμε τις αλλαγές τάσεων στη μόδα ως αλλαγές στιλ. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πούμε ότι η κατεξοχήν κατηγορία του υλικού πολιτισμού, όπου μπορεί να εκφραστεί η επικοινωνιακή ισχύς του στιλ και η σχέση του με την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι το ένδυμα και τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν την ατομική εμφάνιση» αναφέρει η κ. Στεφανή στο βιβλίο της.
Αν και γραπτές αφηγήσεις για τη ζωή στην εποχή του Χαλκού δεν διασώζονται και δεν έχουν βρεθεί υπολείμματα αρχαίων ενδυμάτων, μια και το κλίμα στην χώρα μας δεν ευνοεί την διατήρηαή τους, ωστόσο ακόμα και τα ευρήματα από τις ανασκαφές (αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά αντικείμενα) είναι ικανές πηγές που δίνουν στους αρχαιολόγους ερευνητές πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή στις περιοχές όπου βρίσκονται τα ανάκτορα στη Μινωική Κρήτη, δηλαδή στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο, αλλά και σε περιοχές άλλες, σε διάφορα σημεία στο νησί, όπου υπήρχαν επαύλεις οι οποίες φαίνεται να είναι έδρες ανθρώπων που ανήκουν στην ελίτ και βρίσκονται σε μια σχέση εξάρτησης, συνεργασίας και τροφοδοσίας με τα ανάκτορα.
Όπως εξηγεί η κ. Στεφανή, οι πληροφορίες που έχουμε για την ενδυμασία στην παλαιοανακτορική περίοδο είναι πιο πολλές σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, μια και η προανακτορική εικονογραφία δεν υπήρξε ιδιαίτερα «ομιλητική». Η μόδα της συγκεκριμένης περιόδου λοιπόν περιλαμβάνει μακριές, πλουμιστές φούστες, περικόρμια, ζώνες και εντυπωσιακά καπέλα. Αυτά τα τελευταία φαίνεται να αποτελούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο, σύμφωνα με την κ. Στεφανή: «Πρόκειται για το τμήμα της ενδυμασίας με τη μεγαλύτερη πολυτυπία: καπέλα με γείσο πάνω από το μέτωπο που είναι άλλοτε πανύψηλα, άλλοτε κοντά, πεταλοειδή ή ελλειψοειδή, ογκώδη και πλατύγυρα, κωνικά ή ταινιωτά.
Όπως και να είναι, βρίσκονται σε περίοπτη θέση πάνω στο σώμα. γεγονός που σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος στο κεφάλι του έχει έναν ιδιαίτερο επικοινωνιακό ρόλο και χαρακτήρα διότι μπορεί να προβάλλεται σε πιο μεγάλους χώρους και σε πιο πολλούς ανθρώπους. Με λίγα λόγια είναι ορατό από πιο μακριά. Ένα μεγάλο καπέλο το βλέπει κανείς από μια πιο μεγάλη απόσταση απ' ό,τι μια φούστα για παράδειγμα. Είναι διαπιστωμένο λοιπόν ότι τα καπέλα έχουν σχέση με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των ανθρώπων, ως μία προσπάθεια να προβάλουν την ταυτότητά τους.
Την εποχή αυτή η μινωική κοινωνία βρίσκεται σε μετάβαση, είναι μία περίοδος αλλαγών, που συνδέεται με το πέρασμα από τις απλές κοινότητες σε ανακτορική κοινωνία με αυστηρή διαστρωμάτωση και καλά οργανωμένη διοικητική δομή. Η ερμηνεία που δίνεται λοιπόν σχετίζεται με έναν ανταγωνιστικό και διεκδικητικό ρόλο της γυναίκας, ως φύλου πλέον, στους κοινωνικούς χώρους. Μπαίνει με μια δυναμικότητα σε μία έντονα ανταγωνιστική κοινωνία».
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι στην αμέσως επόμενη περίοδο, την νεοανακτορική, την εποχή δηλαδή της μεγαλύτερης ακμής του μινωικού πολιτισμού που χρονολογείται από το 1700 π.Χ. έως το 1500 π.Χ., τα καπέλα καταργούνται ως μόδα και στις τοιχογραφίες της συγκεκριμένης περιόδου οι γυναίκες αποκαλύπτουν τα μακριά, πλούσια, πλοκαμωτά μαλλιά τους τα οποία αφήνουν να πέφτουν στους ώμους.
«Παράλληλα αυτή την περίοδο έχουμε πολλούς τύπους φούστας σε πολλές παραλλαγές: με οριζόντιες πτυχώσεις, με συγκλίνοντα βολάν, με πτυχώσεις στο πλάι και συγκλίνοντα βολάν στο κέντρο. Υπάρχει ακόμα και μια φούστα φάκελος, η οποία φαίνεται ότι φοριέται πάνω από άλλη φούστα ή πάνω από ένα παντελόνι, το οποίο μάλλον είναι ένα είδος εσωρούχου. Επίσης, πλέον μέσα από τις τοιχογραφίες μας αποκαλύπτεται και η χρωματική πανδαισία των ενδυμάτων. Όμως εκείνο που συνιστά την μεγαλύτερη αλλαγή στη μόδα της εποχής είναι τα στενά περικόρμια που αποκαλύπτουν ολοκληρωτικά το στήθος της γυναίκας.
Το απογυμνωμένο στήθος δεν εμπεριέχει κανένα ερωτικό στοιχείο διότι στην ανακτορική εικονογραφία δεν υπάρχουν αναπαραστάσεις ζευγαριών σε στιγμές τρυφερότητας ή ερωτικής περίπτυξης. Επίσης, δεν βλέπουμε πουθενά τη γυναίκα ως μητέρα. Θα λέγαμε ότι οι γυμνοί μαστοί περισσότερο παραπέμπουν στον γονιμικό χαρακτήρα της γυναίκας με τη μεταφυσική του διάσταση και λιγότερο αποτελούν σύμβολο ενός κοινωνικού ρόλου όπως είναι η μητρότητα. Η γυναίκα «δανείζει» τη μορφή της στις απεικονίσεις θεϊκών μορφών στις οποίες επίσης κυριαρχεί το στοιχείο της γυμνότητας του στήθους. Το γεγονός αυτό δεν δηλώνει απλώς την ισχυρή θέση της γυναίκας στη λατρεία, αλλά υπογραμμίζει τη σχέση της με τον χώρο της θρησκευτικής ιδεολογίας και γενικότερα της μεταφυσικής.
Επιπροσθέτως πρόκειται για μια συγκλονιστική αλλαγή και για ακόμα έναν λόγο: η γυναίκα αποφασίζει να υιοθετήσει μια κατά κάποιο τρόπο ανδρική μόδα. Την ίδια περίοδο οι άντρες εμφανίζονται να καλύπτουν τη λεκάνη τους με το περίζωμα, ένα κοντό ύφασμα, ενώ ο κορμός τους, που αναπαρίσταται πάντα μυώδης, παραμένει γυμνός. Άρα τα απογυμνωμένα στήθη λειτουργούν ως σύμβολα της σωματικής δύναμης και ικανότητάς τους, σε αντιδιαστολή με τους ανδρικούς μυώνες».
Ποιες όμως είναι οι γυναίκες που φοράνε αυτά τα αποκαλυπτικά περικόρμια; Είναι αυτές που δουλεύουν στα χωράφια, που φτιάχνουν το ψωμί, που υφαίνουν στον αργαλειό; Χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για τις γυναίκες της ελίτ οι οποίες συμμετέχουν σε τελετουργίες. Τα ευρήματα άλλωστε είναι σχεδόν «σιωπηλά» για τις απλές γυναίκες της καθημερινότητας ενώ αντιθέτως είναι πολύ «εύγλωττα» για εκείνες της ανώτερης τάξης.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως από τα πήλινα παλαιοανακτορικά ειδώλια που βρέθηκαν σε σχισμές βράχων, τα οποία εναπόθεταν εκεί άνθρωποι χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων που ζούσαν σε περιφερειακές, αγροτικές κοινότητες, βλέπουμε ότι οι τάσεις της μόδας που υιοθετούνταν από τις γυναίκες της ανώτερης τάξης σύντομα διαδίδονταν και αντιγράφονταν, σε φτηνότερες φυσικά εκδοχές, από τον λαό. Κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει ακόμα και σήμερα;
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 12.6.2019