Το 2014, στο μουσείο Allard Pierson του Άμστερνταμ εκτέθηκαν 565 αντικείμενα της εποχής των Σκυθών από χρυσό και ασήμι και πηλό, που χρονολογούνται από τον 2ο αιώνα π.Χ μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα, στην έκθεση «Η Κριμαία: Χρυσός και μυστικά της Μαύρης Θάλασσας», μετά από την έκθεσή τους το 2013 στο Rheinisches Landesmuseum, το Κρατικό Μουσείο της Βόννης.
Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα ένα κράνος των Σκυθών του 4ου αιώνα π.Χ. και ένα περιδέραιο του 2ου αιώνα μ.Χ. που το καθένα ζυγίζει πάνω από ένα κιλό χρυσού. Η συλλογή περιλαμβάνει θησαυρούς της περιοχής της Κριμαίας με ασφαλιστική αξία τo 2014 1,4 εκατομμύρια ευρώ.
Η έκθεση είχε πραγματοποιηθεί εν μέσω της ρωσο-ουκρανικής κρίσης, είχε κάνει τα εγκαίνιά της τον Φεβρουάριο του 2014, ενώ τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς το Ανώτατο Συμβούλιο της Κριμαίας αποφάσισε να ζητήσει από τη Ρωσία την επανένωση, με την ουκρανική κυβέρνηση τότε να μην αναγνωρίζει την ηγεσία του συμβουλίου και να θεωρεί την πρωτοβουλία ως αντισυνταγματική.
Κανένας σε αυτό το μικρό μουσείο του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ δεν είχε ιδέα για τον νομικό πονοκέφαλο που θα αντιμετώπιζε. Το μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς αυτής που παρουσιάστηκε στο Άμστερνταμ ήταν μέρος μιας συνεργασίας που οργανώθηκε από την επιμελήτρια και αρχαιολόγο Valentina Mordvintseva, μία από τις κορυφαίες παγκοσμίως ειδικούς στην αρχαιολογία της Κριμαίας, η οποία εδρεύει στο παράρτημα της Κριμαίας της Ουκρανικής Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών, στη Συμφερούπολη.
Έγιναν δανεισμοί από το Κεντρικό Μουσείο της Ταυρίδας, το Ιστορικό και Πολιτιστικό Μουσείο Κερτς, το Κρατικό Μουσείο Ιστορίας και Πολιτισμού Μπαχτσισαράι της Δημοκρατίας της Κριμαίας και το Εθνικό Μουσείο της Ταυρικής Χερσονήσου.
Οι εκθέσεις που γίνονταν στο εξωτερικό με τον χρυσό των Σκυθών ήταν πόλος έλξης ενός μεγάλου κοινού, μόνο που η επιστροφή των εκθεμάτων από το ολλανδικό μουσείο έγινε τότε περίπλοκο θέμα, καθώς οι υπεύθυνοι του μουσείου δεν ήξεραν σε ποιους έπρεπε να επιστρέψουν τα εκθέματα.
Με το όνομα Σκύθες αναφέρεται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ένα σύνολο νομαδικών φυλών που έρχονταν σε επαφή μαζί τους και ζούσαν στην Κεντρική Ασία και στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Σκύθες κατοικούσαν στην Κριμαία και, όπως έγραφε ο Ηρόδοτος, ο πολιτισμός τους ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον χρυσό. Η πολιτιστική τους κληρονομιά διαφυλάσσεται σήμερα κυρίως στο Κίεβο, στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης και φυσικά στην Κριμαία.
Οι εκθέσεις που γίνονταν στο εξωτερικό με τον χρυσό των Σκυθών ήταν πόλος έλξης ενός μεγάλου κοινού, μόνο που η επιστροφή των εκθεμάτων από το ολλανδικό μουσείο έγινε τότε περίπλοκο θέμα, καθώς οι υπεύθυνοι του μουσείου δεν ήξεραν σε ποιους έπρεπε να επιστρέψουν τα εκθέματα.
Ενώ η Κριμαία είχε καταληφθεί από τους Ρώσους, το Κίεβο ζητούσε τον χρυσό πίσω, υποστηρίζοντας ότι ανήκε στην Ουκρανία. Το μουσείο της Κριμαίας υποστήριζε ότι οι πράξεις δανεισμού είχαν γίνει μεταξύ μουσείων, άρα έπρεπε να επιστρέψουν στην Κριμαία.
Τελικά οι Ολλανδοί, που πραγματικά δεν μπόρεσαν να βγάλουν άκρη παρά τη νομική συνδρομή ειδικών στο διεθνές δίκαιο, βρήκαν μια… σολομώντεια λύση, κρατώντας τα εκθέματα μέχρι να επιλυθεί το θέμα είτε ανάμεσα στις δύο πλευρές είτε με την απόφαση ενός ανεξάρτητου δικαστηρίου.
Την εποχή εκείνη το ζήτημα του χρυσού των Σκυθών έγινε εθνική υπόθεση και για τους Ρώσους, που μπήκαν στο παιχνίδι διά στόματος του μέχρι το 2020 υπουργού Πολιτισμού της Ρωσίας Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, ο οποίος είχε δηλώσει ότι αν ο θησαυρός παρέμενε στην Ουκρανία αυτό θα ήταν καθαρή κλοπή. Στον ίδιο τόνο, επιμελητές και αρχαιολόγοι του μουσείου της Κριμαίας απαιτούσαν την επιστροφή του θησαυρού στο μουσείο τους.
Την ταραγμένη ιστορία της χερσονήσου της Κριμαίας, που κατοικήθηκε και κατακτήθηκε από Σκύθες, Σαρμάτες, Γότθους, Ρωμαίους, Έλληνες, Τατάρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολύ πριν ο στρατός της Μεγάλης Αικατερίνης, αυτοκράτειρας πασών των Ρωσιών, την ενσωματώσει στην αυτοκρατορία της, ακολουθεί τα επόμενα χρόνια και ο περίφημος «χρυσός των Σκυθών», που μέχρι να υπάρξει τελεσίδικη δικαστική απόφαση βρίσκεται σε μυστική τοποθεσία στην Ολλανδία.
Η Κριμαία υπήρξε ουκρανική από το 1954, όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ την έδωσε στο Κίεβο, και επανήλθε υπό τον έλεγχο της Μόσχας στις 18 Μαρτίου του 2012, αποτελώντας το 84ο «υποκείμενο» της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μετά από μια επιχείρηση-αστραπή των ειδικών δυνάμεων του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Τον Δεκέμβριο του 2016, η πρώτη απόφαση του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου του Άμστερνταμ δεν τερμάτισε τη διαμάχη ανάμεσα σε Ουκρανία και Κριμαία για τον χρυσό των Σκυθών. Ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τότε την Ουκρανία υποστήριξε ότι τα έργα δανείστηκαν από ένα κυρίαρχο κράτος στο οποίο πρέπει να επιστρέψουν, και είπε πως το δικαστήριο «επιβεβαίωσε ότι ένα κυρίαρχο κράτος μπορεί να διεκδικήσει την πολιτιστική του ιδιοκτησία στον βαθμό που τα αντικείμενα θεωρούνται ότι εξήχθησαν παράνομα από το έδαφός του».
Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι «η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας δεν είναι κυρίαρχο κράτος, ενώ τα επίμαχα αντικείμενα πρέπει να θεωρούνται πολιτιστική ιδιοκτησία του κράτους της Ουκρανίας, όπως επιβεβαιώνεται περαιτέρω στις συμφωνίες δανεισμού που συνήφθησαν μεταξύ του Μουσείου Allard Pierson και των τεσσάρων τοπικών μουσείων της Κριμαίας».
Τότε ο διευθυντής του Κρατικού Μουσείου Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και πρόεδρος της Ένωσης Μουσείων της Ρωσίας Μιχαήλ Πιοτρόφσκι δήλωσε ότι «τα αντικείμενα από τα μουσεία της Κριμαίας πρέπει να βρίσκονται στα μουσεία της Κριμαίας».
Η Έλενα Γκαγκάρινα (κόρη του κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν), γενική διευθύντρια των Μουσείων του Κρεμλίνου της Μόσχας, είχε διαφορετική άποψη –που μάλλον σήμερα θα την είχε αλλάξει, αν ήθελε να κρατήσει τη θέση της– και υποστήριξε ότι η απόφαση του δικαστηρίου τής φάνηκε δικαιολογημένη αφού: «Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ολόκληρο το ταμείο των μουσείων είναι ιδιοκτησία του κράτους και όχι ιδιοκτησία ενός μεμονωμένου μουσείου ή άλλου πολιτιστικού ιδρύματος και σε αυτή την περίπτωση, αφού τα αντικείμενα αφαιρέθηκαν από το έδαφος της Ουκρανίας, ανήκουν στην Ουκρανία ως κράτος».
Ακολούθησε άλλη μια απόφαση τον Οκτώβριο του 2021, οκτώ σχεδόν χρόνια μετά την έκθεση στο μουσείο Allard Pierson: το δικαστήριο του Άμστερνταμ αποφάσισε σε δεύτερο βαθμό πως η συλλογή από τα μουσεία της Κριμαίας αποτελεί τμήμα της πολιτιστικής κληρονομίας της Ουκρανίας, με τη δικαστή Παουλίνα Χοφμέγιερ-Ριούτεν να αποφασίζει ότι τα αντικείμενα πρέπει να παραδοθούν στο Κίεβο.
Η απόφασή της προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την αντίδραση των τεσσάρων μουσείων της Κριμαίας, αλλά και της Ρωσίας. Τα μουσεία που διεκδικούν τον πολιτιστικό θησαυρό ανακοίνωσαν την προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας, υποβάλλοντας αίτηση ακύρωσης της απόφασης.
Ο Ζελένσκι, ικανοποιημένος από την απόφαση του δικαστηρίου, έγραψε στο Twitter: «Πρώτα θα πάρουμε τον χρυσό των Σκυθών και μετά την Κριμαία». Όλα αυτά πριν την εισβολή των Ρώσων και τη μετατροπή της Ουκρανίας σε περιοχή κρίσιμων πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη.
Το ζήτημα δεν είναι πολιτιστικό αλλά πολιτικό, τόσο για τη Μόσχα όσο και για το Κίεβο, και η πρόσφατη λεηλασία από τις ρωσικές δυνάμεις 198 χρυσών τεχνουργημάτων από το μουσείο της Μελιτόπολης, σε μια «επιχείρηση» αρπαγής τους που θυμίζει αστυνομική ταινία, σαν μια πράξη «τιμωρίας», το αποδεικνύει.
Η κατοχή του χρυσού των Σκυθών είναι «ζήτημα τιμής» για τη Ρωσία, που μπορεί να μην έχει εγείρει καμία νομική αξίωση για τα αντικείμενα, αλλά μετά την κατάληψη της Κριμαίας έχει κατηγορηθεί ότι πραγματοποιεί κατασχέσεις περιουσιών σε σαρωτική κλίμακα και πολλοί θησαυροί θα μεταφερθούν μόνιμα στην Αγία Πετρούπολη ή τη Μόσχα.
Τι έκαναν λοιπόν οι αρχαίοι Σκύθες; Σύμφωνα με τις ανασκαφές (για παράδειγμα, στον αρχαίο οικισμό του Kamenskoye), μπορεί κανείς να κρίνει ότι είχαν μια καλά αναπτυγμένη μεταλλουργία, σιδηρουργία και επίσης ανεπτυγμένη δημιουργία κοσμημάτων. Αυτά τα χειροτεχνήματα ήταν σε παραγωγή μεγάλης κλίμακας. Σε αντίθεση με αυτά, η ύφανση, η κεραμική και άλλες τεχνικές αναπτύχθηκαν στο επίπεδο της εγχώριας παραγωγής.
Πιστεύεται ότι στο έδαφος της σύγχρονης Ουκρανίας ήταν οι πρώτοι που εξήγαγαν χρυσό. Προφανώς, αυτό το μέταλλο ήταν πολύ δημοφιλές και σεβαστό στην κουλτούρα τους και οι ανώτερες τάξεις φορούσαν κοσμήματα ή είχαν ραμμένο χρυσό στα ρούχα τους. Ωστόσο ο χρυσός είχε και τελετουργική σημασία αλλά και μαγικές ιδιότητες. Ο χρυσός των Σκυθών είναι ένα μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα αυτού του πολιτισμού και η πολυπληθέστερη σε αντικείμενα κληρονομιά τους.
Σήμερα, κομμάτια από τον χρυσό των Σκυθών βρίσκονται σε πολλά μουσεία, όπως και στην Μελιτόπολη που λεηλατήθηκε βάναυσα.
Το χρονικό της εισβολής στο μουσείο και της αρπαγής των χρυσών αντικειμένων είναι κινηματογραφικό. Όπως γράφουν οι «Νew Υork Τimes», η ληστεία ξεκίνησε όταν εμφανίστηκε στο μουσείο ένας μυστηριώδης άνδρας με λευκή ποδιά εργαστηρίου.
Μια οπλισμένη διμοιρία Ρώσων στρατιωτών στεκόταν πίσω του και παρακολουθούσε με ανυπομονησία. Χρησιμοποιώντας μακριά λαβίδα και ειδικά γάντια, ο άνδρας με τη λευκή ποδιά έβγαλε προσεκτικά δεκάδες χρυσά αντικείμενα από χαρτόκουτα στο υπόγειο του μουσείου στη Μελιτόπολη. Τα χρυσά αντικείμενα προέρχονταν από την αυτοκρατορία των Σκυθών και χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια ο μυστηριώδης «εμπειρογνώμονας», οι Ρώσοι στρατιώτες και ο χρυσός εξαφανίστηκαν.
«Τα ορκ έχουν πάρει στα χέρια τους τον σκυθικό μας χρυσό», δήλωσε ο δήμαρχος της Μελιτόπολης Ιβάν Φιοντόροφ, χρησιμοποιώντας έναν υποτιμητικό όρο με τον οποίο πολλοί Ουκρανοί χαρακτηρίζουν τους Ρώσους στρατιώτες.
«Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες και ακριβότερες συλλογές στην Ουκρανία και σήμερα δεν ξέρουμε πού τον πήγαν». Δεν είναι η πρώτη κλοπή που καταγγέλλεται, αφού στη Μαριούπολη, την πόλη που σφυροκοπείται εδώ και εβδομάδες από τις ρωσικές δυνάμεις, αξιωματούχοι δήλωσαν ότι Ρώσοι πράκτορες διέρρηξαν ένα μουσείο και έκλεψαν αριστουργηματικούς πίνακες, ένα διάσημο γλυπτό και αρκετές χριστιανικές εικόνες μεγάλης αξίας, ενώ σε ολόκληρη την Ουκρανία έχουν καταστραφεί δεκάδες ορθόδοξες εκκλησίες, εθνικά μνημεία και χώροι πολιτιστικής κληρονομιάς, με τους Ουκρανούς αξιωματούχους να δηλώνουν ότι περισσότερα από 250 πολιτιστικά ιδρύματα έχουν υποστεί ζημιές ή έχουν καταστραφεί.
Στο πέτρινο μουσείο της Μελιτόπολης, στο παλιό τμήμα της πόλης, το οποίο φιλοξενεί 50.000 εκθέματα, υπάρχει μια σπάνια και ανεκτίμητη συλλογή από χρυσά στολίδια από τους Σκύθες, την οποία τα μέλη του προσωπικού έκρυψαν προσεκτικά σε ένα κελάρι πιστεύοντας ότι δεν θα τη βρει κανένας.
Οι Ρώσοι στοχευμένα έψαξαν για τον χρυσό των Σκύθων, αφού ήδη στα μέσα Μαρτίου είχαν απαγάγει τη διευθύντρια του μουσείου Λεϊλά Ιμπραχίμοβα και στη συνέχεια είχαν εισβάλει στο σπίτι μιας φύλακα του μουσείου την οποία οδήγησαν στο μουσείο υπό την απειλή όπλου. Τη διέταξαν να τους πάει στον χρυσό των Σκυθών.
Εκείνη αρνήθηκε, αλλά ο άνδρας με τη στολή εργαστηρίου βρήκε τα κουτιά στα οποία είχαν αποθηκεύσει τα πολύτιμα εκθέματα με τη βοήθεια ενός Ουκρανού, του Εβγκένι Γκορλάτσεφ, ο οποίος διορίστηκε από τον ρωσικό στρατό ως νέος διευθυντής του μουσείου. Ένα ρωσικό συνεργείο βιντεοσκόπησε μέρος της ληστείας.
Σε συνέντευξή του στη ρωσική τηλεόραση, ο κ. Γκορλάτσεφ είπε ότι τα χρυσά τεχνουργήματα «είναι μεγάλης πολιτιστικής αξίας για ολόκληρη την πρώην Σοβιετική Ένωση» και ότι οι προηγούμενοι διαχειριστές του μουσείου «ξόδεψαν πολλή προσπάθεια και ενέργεια» για να τα κρύψουν.
«Για ποιον σκοπό, κανείς δεν ξέρει», είπε. «Αλλά χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους και το επιχειρησιακό έργο που πραγματοποιήθηκε, οι κάτοικοι της Μελιτόπολης –και όχι μόνο της Μελιτόπολης– θα μπορέσουν να δουν ξανά μια μεγάλη συλλογή σκυθικού χρυσού». Δεν είπε πότε και πού θα εκτεθούν τα αντικείμενα.
Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η λεηλασία των αντικειμένων στη Μελιτόπολη είναι μια κραυγαλέα προσπάθεια οικειοποίησης, και ίσως καταστροφής, της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουκρανίας. «Οι Ρώσοι κάνουν έναν πόλεμο χωρίς κανόνες», δήλωσε ο Αλεξάντρ Σιμονένκο, συνεργάτης του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ουκρανίας και ειδικός στους Σκύθες. «Αυτό δεν είναι πόλεμος. Καταστρέφει τη ζωή μας, τη φύση μας, τον πολιτισμό μας, τη βιομηχανία μας, τα πάντα. Αυτό είναι έγκλημα».