Η έκθεση «Η Μαγεία των κεραμικών Ιζνίκ» είναι αφιερωμένη στα κεραμικά της οθωμανικής περιόδου και συγκεκριμένα σε αυτά που δημιουργήθηκαν τον 16ο αιώνα στην πόλη Ιζνίκ της Μ. Ασίας. Πρόκειται για αγγεία με χαρακτηριστικό τους τα φωτεινά χρώματα και τα ζωντανά σχέδια, τα οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή κατά την περίοδο παραγωγής τους αλλά και κατά τον 19ο αιώνα, οπότε και καθιερώνονται ως λαμπρά επιτεύγματα της κεραμεικής τέχνης. Η επιμελήτρια της έκθεσης κ. Μίνα Μωραΐτου γράφει: «Αξιοσημείωτος, ήδη από τα πρώτα δείγματα της παραγωγής, είναι ο υψηλής ποιότητας υαλώδης πηλός που καλύπτεται από λεπτή επίστρωση, πάνω στην οποία ζωγραφίζονται σύνθετα διακοσμητικά θέματα εμπνευσμένα από αραβουργήματα και την κινέζικη διακοσμητική. Τα εργαστήρια του Ιζνίκ προμήθευαν το παλάτι του σουλτάνου με αγγεία διαφόρων σχημάτων, καθώς επίσης και με πλακίδια επένδυσης τοίχου για τη διακόσμηση των κοσμικών και θρησκευτικών κτηρίων της Κωνσταντινούπολης και άλλων μεγάλων πόλεων. Στην περίοδο του σουλτάνου Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520- 1566) χρονολογούνται τα σπουδαιότερα δείγματα, στα οποία αναδεικνύεται το κύριο θέμα της οθωμανικής τέχνης, δημιούργημα των αυλικών εργαστηρίων ζωγραφικής: ο συνδυασμός λουλουδιών που συνήθως φύονται από κοινή ρίζα. Τουλίπες, ρόδα, γαρύφαλλα, υάκινθοι, κυπαρίσσια είναι ορισμένα από τα πιο διαδεδομένα μοτίβα, που απεικονίζονται φυσιοκρατικά».
Ο θαυμασμός για τα κεραμικά Ιζνίκ δεν οδηγεί μόνο στη δημιουργία συλλογών αλλά και στην προσπάθεια ορισμένων εργαστηρίων στη Γαλλία, την Αυστρία και την Ιταλία να κατασκευάσουν και να διαθέσουν στις αγορές αγγεία από πορσελάνη με οθωμανική διακόσμηση που περιλαμβάνει αραβουργήματα και άνθη.
Η έκθεση επιδιώκει να αναδείξει μια διαδρομή που ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα με το πρώτο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων και τις πρώιμες μελέτες και καταλήγει στα εργαστήρια της Ελλάδας και συγκεκριμένα του Φαλήρου και της Ρόδου που επιχειρούν την αναβίωση των κεραμικών. Το πρώτο σκέλος της είναι επικεντρωμένο στο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα κεραμικά Ιζνίκ τον 19ο αιώνα, αιώνα που τον χαρακτηρίζει η δημιουργία συλλογών που τροφοδοτείται από τον οριενταλισμό και τις ιστορικιστικές τάσεις της εποχής. Καθώς οι Ευρωπαίοι περιηγητές και μελετητές ανακαλύπτουν το μεσαιωνικό παρελθόν της Αιγύπτου και της Συρίας στην τέχνη των Μαμελούκων, την τέχνη της μουσουλμανικής Ισπανίας και του Ιράν, τα ισλαμικά κεραμικά περιλαμβάνονται σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των συλλεκτών. Ο αρχαιολόγος Stanley Lane-Poole (1854-1931) που εργάστηκε στο Βρετανικό Μουσείο και αργότερα ταξίδεψε στην Αίγυπτο με σκοπό την αγορά έργων για μουσεία θα γράψει στο βιβλίο του «Η τέχνη των Σαρακηνών της Αιγύπτου» (1886) για τα πλακίδια Ιζνίκ που διακοσμούν το τζαμί Ακσουνκούρ ή Ιμπραήμ Αγά και τα οποία είναι δημιουργίες τοπικών εργαστηρίων του Καΐρου: «Είναι αδύνατο να περιγράψουμε αυτόν τον υπέροχο τοίχο, που καλύπτεται από πλακίδια από πάνω έως κάτω και παρουσιάζει τυπικά μοτίβα του Καΐρου με μπλε λουλούδια και φύλλα σε απόλυτη τελειότητα». Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός πως οι συλλέκτες που αγοράζουν κεραμικά Ιζνίκ κυρίως από εμπόρους τέχνης στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, συχνά δε γνωρίζουν την πραγματική προέλευση των έργων. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα επικρατούν λανθασμένες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες η παραγωγή των κεραμικών αποδίδεται στο Ιράν, τη Ρόδο ή τη Δαμασκό, θεωρίες που αντανακλούν τις αντιλήψεις σύγχρονων ευρωπαίων μελετητών ότι η τέχνη των Οθωμανών είναι μια υποδεέστερη εκδοχή της ιρανικής και της αραβικής τέχνης. Ο θαυμασμός για τα κεραμικά Ιζνίκ δεν οδηγεί μόνο στη δημιουργία συλλογών αλλά και στην προσπάθεια ορισμένων εργαστηρίων στη Γαλλία, την Αυστρία και την Ιταλία να κατασκευάσουν και να διαθέσουν στις αγορές αγγεία από πορσελάνη με οθωμανική διακόσμηση που περιλαμβάνει αραβουργήματα και άνθη.
Το δεύτερο σκέλος της έκθεσης είναι αφιερωμένο στα ελληνικά κεραμικά του 20ού αιώνα και στη σχέση τους με την αισθητική των Ιζνίκ. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα μετά το 1922 καταφεύγουν στην Ελλάδα αγγειοπλάστες από την Κιουτάχεια –πόλη όπου λειτουργούσαν από τον 16ο αιώνα, παράλληλα, αν και υπό τη σκιά των αντίστοιχων στο Ιζνίκ, εργαστήρια κεραμεικής τα οποία θα φτάσουν στην ακμή τους κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το 1923 o Μικρασιάτης Μηνάς Πεσμαζόγλου ιδρύει στο Φάληρο τη βιομηχανία ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ, όπου αξιοποιούνται οι γνώσεις και η εμπειρία των προσφύγων. Στην παραγωγή των εργαστηρίων συνεχίστηκε η παράδοση της Κιουτάχειας και στις δημιουργίες τους αναδεικνύεται το διακοσμητικό ρεπερτόριο των κεραμικών Ιζνίκ παράλληλα με την ελληνική θεματολογία. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας δραστηριοποιήθηκαν και στη βιομηχανία ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ προσφέροντας ανανέωση στα θέματα της διακόσμησης. Η επιρροή των κεραμικών Ιζνίκ συνεχίζεται στην Ελλάδα έως και τη μεταπολεμική περίοδο με τα κεραμικά της Ρόδου, τα οποία παρουσιάζονται στην έκθεση «ICARO – ΙΚΑΡΟΣ. Το εργαστήριο κεραμικών της Ρόδου, 1928-1988», που ξεκινά στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού.
Στην έκθεση «Η Μαγεία των κεραμικών Ιζνίκ» παρουσιάζονται για πρώτη φορά επιλεγμένα κεραμικά από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη και σπάνιες εκδόσεις από την προσωπική συλλογή του ιδρυτή του, Αντώνη Μπενάκη. Η επιλογή εμπλουτίζεται με αγγεία από τη συλλογή του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων καθώς και από ιδιωτικές συλλογές.
Ιnfo:
Η μαγεία των κεραμικών Ιζνικ
Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης
Έως 19/11/2017
Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή: 10:00 - 18:00
Είσοδος στην έκθεση συμπεριλαμβάνεται στο εισιτήριο γενικής εισόδου του Μουσείου Μπενάκη: € 9, € 7