Η Παναγία των Παρισίων, γνωστή και ως Νοτρ Νταμ (Notre Dame), είναι ο σπουδαιότερος μητροπολιτικός χριστιανικός ναός, και ένα από τα γνωστότερα αξιοθέατα της πόλης του Παρισιού. Με 128 μέτρα μήκος, με τα 2 κωδωνοστάσια ύψους 68 μ, τα περίφημα γλυπτά, τον εσωτερικό διάκοσμο με τα έξοχης υαλογραφικής τέχνης (βιτρώ) παράθυρα και με το μυστήριο που το περιβάλει προσελκύει κάθε χρόνο 14 εκατομμύρια και πλέον επισκέπτες.
Βρίσκουμε συνολικά 37 αναπαραστάσεις της Παναγίας μέσα στο ναό (γλυπτά, ζωγραφιές, βιτρό).
Αποτελεί ένα από τα πλέον θαυμαστά αρχιτεκτονικά μνημεία του λεγόμενου γοτθικού ρυθμού. Βρίσκεται στη νησίδα Σιτε ιλ ντε λα Σιτέ (lle de la Cite) του ποταμού Σηκουάνα.
Η ιστορία του ναού
Η κατασκευή του ναού, σε τοποθεσία που (φυσικά) υπήρχε παλιότερος παγανιστικός ναός, άρχισε το 1163 και τον θεμέλιο λίθο έθεσε ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ και ο Βασιλεύς Λουδοβίκος Ζ΄ της Γαλλίας. Ο ναός αποπερατώθηκε περίπου το 1272 - χρειάστηκε δηλαδή σχεδόν 110 χρόνια μέχρι να ανοίξει τις πύλες του στους πιστούς.
Έχει συνολική επιφάνεια 4.800 τετραγωνικά μέτρα, 130 μέτρα μήκος, 48 φάρδος, 35 ύψος και κανονικά μπορεί να χωρέσει μέχρι και 6.000 ανθρώπους ταυτόχρονα. Τα πλέον άξια ιδιαίτερης προσοχής σημεία, που προκαλούν το θαυμασμό της αρχιτεκτονικής του ναού, είναι η υπέροχη πύλη με τον υπεράνω αυτής τεράστιο ρόδακα και τις δύο εκατέρωθεν αυτής πύλες, τα περίφημα γλυπτά, καθώς και ο εσωτερικός διάκοσμος με τα έξοχης υαλογραφικής τέχνης (βιτρώ) παράθυρα.
Η μεγαλύτερη από τις 4 καμπάνες της ζυγίζει 13.000 κιλά. Διάσημα είναι και τα αγάλματα-δαίμονες (gargouilles) που βρίσκονται περιμετρικά στα ψηλά σημεία του καθεδρικού ναού. Τα gargouilles εκτός από διακοσμητικό ρόλο έχουν και χρηστικό, ως υδρορροές. Όντας κενά στο εσωτερικό τους αποτελούν την κατάληξη υδρορροών και προστατεύουν τα εξωτερικά τοιχώματα του ναού από το νερό της βροχής.
Το 1699 η Παναγία των Παρισίων υπέστη ακρωτηριάσεις, με τη δικαιολογία της επισκευής της. Γύρω στο 1790, αμέσως μετά τη Γαλλική Επανάσταση υπέστη νέες καταστροφές, καθώς πολλά θρησκευτικά σύμβολά της «αποκαθηλώθηκαν», στο πνεύμα της εποχής.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1804 στο Ναό αυτό στέφθηκε (ή μάλλον αυτοανακηρύχθηκε) Αυτοκράτορας ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης.
Με κέντρο δράσης το ναό αυτόν συνέγραψε ο Βικτόρ Ουγκώ το γνωστό κλασσικό πλέον μυθιστόρημα με το τίτλο Παναγία των Παρισίων, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και ως ταινία με ηθοποιούς και με τα κινούμενα σχέδια της Ντίσνεϊ. Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, το 1831, ο ναός έγινε ξανά της μόδας και ο αριθμός των επισκεπτών εκτινάχθηκε.
Λίγα χρόνια μετά, κι ενώ το μυθιστόρημα είχε γίνει best seller αποφασίστηκε να γίνουν σημαντικές εργασίες συντήρησης, υπό την επίβλεψη του Eugène Viollet-le-Duc. Οι εργασίες κράτησαν 25 χρόνια. 100 χρόνια αργότερα, το 1963 άρχισε η μεγάλη επιχείρηση καθαρισμού της πρόσοψης του ναού. Μετά από πολλούς αιώνες απέκτησε και πάλι το αρχικό του χρώμα.
Μέσα στον καθεδρικό ναό οι πιστοί έψαλλαν δύο φορές τον ύμνο Te Deum, μία στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μία στο τέλος του Δευτέρου προκειμένου να ευχαριστήσουν το Θεό για τη λήξη τους.
Από την άνοιξη του 2013, η Παναγία των Παρισίων φιλοξενούσε στη στέγη της ένα μελίσσι, θέλοντας να υπενθυμίσει την ανάγκη για σεβασμό της φύσης και την ευθύνη που πρέπει να νιώθουμε απέναντί της.
Το 2017 ήταν πλέον φανερό πως η (πανάκριβη) συντήρηση που γινόταν δεν επαρκούσε.
Επί πάνω από 850 χρόνια, οι μεσαιωνικοί φύλακες του Παρισιού, τα γκαργκόιλ της Παναγίας των Παρισίων, φροντίζουν για την ακεραιότητα του εμβληματικού γοτθικού ρυθμού ναού. Πλέον όμως είχαν υποστεί σημαντικές φθορές και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέρρεαν.
Η στοά των Βασιλέων που φιλοξενεί αγάλματα 28 ηγεμόνων της προχριστιανικής περιόδου, είχε επίσης υποστεί ζημίες. Το γαλλικό κράτος δαπανούσε κάθε χρόνο περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ για έργα συντήρησης - όμως ακόμα κι αυτό το ποσό δεν επαρκούσε. Οι εκκλησιαστικές αρχές, που βασίζονται σε δωρητές κυρίως από το εξωτερικό, είχαν κάνει μεγάλη καμπάνια για να συγκεντρωθούν 100 εκατομμύρια ευρώ για να γίνουν οι απαραίτητες αναστηλώσεις.
Μια γιγάντια επιχείρηση συντήρησης είχε ξεκινήσει, όμως στις 15 Απριλίου 2019 η μεγάλη πυρκαγιά ανέτρεψε τα πάντα...
Ο γοτθικός ρυθμός της Παναγίας των Παρισίων
Η Γαλλία ήταν η χώρα καταγωγής του γοτθικού ρυθμού που αποτέλεσε την εξέλιξη των ρωμανικών συστημάτων. Κατά τα μέσα του 11ου αιώνα, οι οικοδόμοι της Ιλ ντε Φρανς, οδηγούμενοι από αυστηρά ορθολογιστικά κριτήρια, προσπάθησαν να επιλύσουν το πρόβλημα του φωτισμού και της ευρυχωρίας των εκκλησιαστικών κτιρίων που είχε τεθεί, όταν η ρωμανική αρχιτεκτονική αντικατέστησε τις ξύλινες εύφλεκτες στέγες με κτιστούς θόλους και τους στήριξε σε παχύς τοίχους και παραστάδες. Έπρεπε λοιπόν να ελαφρύνουν οι θόλοι για να μπορούν να μειωθούν στο ελάχιστο οι αδρανείς φέροντες όγκοι και να υπερυψωθεί το κεντρικό κλίτος, ώστε να ανοιχτούν στις πλευρές του φωτιστικά παράθυρα. Το αίτημα, γράφει η Κατερίνα Ρουμπέκα, λύθηκε με τη μετατροπή των ημικυλινδρικών θόλων σε οξυκόρυφους που ασκούν μικρότερες οριζόντιες ωθήσεις, με τη γενίκευση των σταυροθολίων, που συγκεντρώνουν τα φορτία μόνο στις τέσσερις κορυφές του τετραγώνου της βάσεώς τους και δεν έχουν ανάγκη από ενιαίους τοίχους, αλλά μόνο υποστυλώματα για τη στήριξή τους και κυρίως με την ανεξαρτητοποίηση των ακμών των σταυροθολίων από το υπόλοιπο σώμα τους.
Οι ακμές δηλαδή κατασκευάστηκαν χωριστά από τις καλύπτρες με λαξευτούς αψιδολίθους και σχημάτισαν το αυτοδύναμο στο χώρο πλέγμα των βεργών, ενώ οι ενδιάμεσες καλύπτρες, μικρές σε έκταση, κλείστηκαν με λεπτή λιθοδομή συμβάλλοντας στην ελαφρότητα των θόλων. Η συγκέντρωση των φορτίων στις γενέσεις των βεργών επέτρεψε την υπερύψωση του κεντρικού κλίτους και την δημιουργία υπερώων, πολυλόβων παραθύρων και ροδάκων, αλλά απαιτούσε και ένα σύστημα αντιστηρίξεως που πρόσφερε η επινόηση των τοξοτών ή μετεώρων αντηρίδων. Οι τοξωτές αντηρίδες, κατακόρυφες κατασκευές, τοποθετημένες στο εξωτερικό των ναών, συνδέονται με τις γενέσεις των βεργών με τη βοήθεια τόξων. Τα τόξα αυτά παραλαμβάνουν τις οριζόντιες και κατακόρυφες ωθήσεις των εσωτερικών θόλων και των τοίχων, τις μεταβιβάζουν στις κατακόρυφες αντηρίδες και εκείνες τις μεταφέρουν στο έδαφος. Για να αντέχουν καλύτερα στις πλάγιες ωθήσεις οι αντηρίδες στέφονται από ένα οξυκόρυφο πυραμιδοειδές μέλος, τη φιάλη.
Ο γοτθικός ναός απασχόλησε και ανέδειξε γενεές οικοδόμων και διακοσμητών και διαμορφώθηκε τελικά σε καθαρά ορθολογιστικό οικοδόμημα, στο οποίο τονίζονται όσα μέλη έχουν στατική λειτουργία για να δώσουν την εντύπωση μιας δέσμης δυνάμεως χωρίς αδρανή ύλη. Η ισχυρή κατακόρυφη ανάταση των κτιρίων, τα πολυσύνθετα σχέδιά τους με τα πολλά και τα εγκάρσια κλίτη, τους περιδρόμους και τα ακτινωτά παρεκκλήσια, δημιουργούν με τις ποικίλες επιπτώσεις του φωτός που διαπερνά τους χρωματιστούς υαλοπίνακες, συνεχώς μεταβαλλόμενες οπτικές εικόνες, απομακρύνουν τα πραγματικά όρια του ναού και δίνουν στον χώρο την έννοια του απεριόριστου.
Την ελαστική ζωτικότητα των αρχιτεκτονικών μορφών συμπληρώνουν, οι ισχυρές φωτοσκιάσεις στα σχήματα των βάσεων των υποστυλωμάτων, στις οριζόντιες ζώνες και στα κιονόκρανα με τον φυτικό διάκοσμο. Τα θυρώματα ανοίγονται στους τοίχους και διευρύνονται προς τα έξω σε οδοντωτή διάταξη, ενώ ο πλαστικός τους διάκοσμος μετατρέπει την ακαμψία των ρωμανικών κιονωτών αγαλμάτων σε φυσική κίνηση, βαθιά ψυχική έκφραση και απαλό πλάσιμο. Η γλυπτική ωστόσο δεν αποδεσμεύθηκε από την αρχιτεκτονική, όπως εξάλλου ούτε και η ζωγραφική. Τη θέση των νωπογραφιών, όταν τα τοιχώματα αντικαταστάθηκαν από μεγάλα παράθυρα, κατέλαβε το υαλογράφημα, που η τεχνική του δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου πλάσιμο, αλλά δυνατά περιγράμματα και επίπεδες χρωματικές επιφάνειες.