Δεν ξέρω πόσοι και πόσες μπορεί να θυμούνται, σήμερα, τον δανό σκηνοθέτη Jens Jørgen Thorsen (1932-2000). Ο Thorsen είχε κάνει μια διάσημη ταινία στα σέβεντις, την “Stille dage i Clichy” (1970), που βασικά ήταν η μεταφορά στην οθόνη του ερωτογραφήματος του Henry Miller “Quiet Days in Clichy” (το βιβλίο είχε τυπωθεί για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1956), με τον αμερικανό συγγραφέα να συνεργάζεται και στη σεναριακή διασκευή.
Την ταινία τού Thorsen την είχα δει κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, αργά, μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, στην κρατική τηλεόραση και ήταν αυτός ο λόγος ώστε να αναζητήσω κατόπιν το σχετικό σάουντρακ, στην αμερικάνικη εταιρεία Vanguard, στο οποίο συμμετείχαν ο Country Joe McDonald(!) και ακόμη ο δανός ακορντεονίστας Andy Sundström, το πολύ καλό δανικό ροκ γκρουπ Young Flowers, η επίσης δανική dixieland-revival τζαζ ορχήστρα Papa Bue’s Viking Jazz Band και τέλος ο άσσος αμερικανός τενόρο σαξοφωνίστας Ben Webster.
Η ταινία τού Thorsen είχε πάρει άδεια από τη λογοκρισία και είχε προβληθεί στην Ελλάδα στη αρχή της Μεταπολίτευσης, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1975, ως «Ήσυχες μέρες στο Κλισύ» (λογικά θα υπήρχαν περικοπές), με τις διαφημιστικές καταχωρίσεις να γράφουν, τότε, για τον «πρύτανι της ερωτικής λογοτεχνίας Χένρυ Μίλλερ» και για το «τολμηρό αριστούργημα» του... ιδιοφυούς δανού σκηνοθέτη.
Το 1973, μετά δηλαδή από την ταινία “Stille dage i Clichy” (που ήταν παραγωγής 1970, το ξαναλέω), αλλά πριν από την προβολή της στην Ελλάδα, ο άγνωστος ακόμη για τα δικά μας δεδομένα δανός σκηνοθέτης είχε απασχολήσει έντονα τον διεθνή Τύπο και κατ’ επέκταση τον εγχώριο.
Ήταν η εποχή όπου ο δανικός κινηματογράφος είχε τη φήμη του πιο απελευθερωμένου, ερωτικά, στην Ευρώπη, και αυτή η φήμη είχε περάσει και στην Ελλάδα, τόσο στο επίπεδο των τολμηρών περιοδικών «για άντρες», όσο βεβαίως και στις ανάλογες ταινίες – με το βιβλίο του Henry Miller να κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη χώρα μας έντεκα χρόνια αργότερα, ως «Ήρεμες μέρες στο Κλισύ» [Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1986], όταν ο Jens Jørgen Thorsen ήταν πλέον ξεχασμένος.
Το 1973, μετά δηλαδή από την ταινία “Stille dage i Clichy” (που ήταν παραγωγής 1970, το ξαναλέω), αλλά πριν από την προβολή της στην Ελλάδα, ο άγνωστος ακόμη για τα δικά μας δεδομένα δανός σκηνοθέτης είχε απασχολήσει έντονα τον διεθνή Τύπο και κατ’ επέκταση τον εγχώριο.
Ο Thorsen σκόπευε να γυρίσει ταινία με θέμα την ερωτική ζωή του Ιησού Χριστού, προκαλώντας πανευρωπαϊκή αναταραχή. Όπως μαθαίνουμε από ένα δίστηλο της εφημερίδας «Μακεδονία» της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 (σχεδόν δύο μήνες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου): «Διαβάζουμε αυτές τις μέρες όσα γράφονται στον ξένο Τύπο για τον θόρυβο που επροκάλεσε μια καινούργια ταινία ή μάλλον το σενάριο της νέας κινηματογραφικής ταινίας του Δανέζου κινηματογραφιστού Γιενς Γιαίργκεν Τόρσεν. Το θέμα που διάλεξε ο Τόρσεν για την ταινία του, που φέρει, φαίνεται, αρκετά αισθητή την σφραγίδα μιας κάποιας πορνογραφίας –αυτό είναι το σκάνδαλο– είναι, φρίξον Ήλιε, η... “ερωτική ζωή του Ιησού Χριστού”! Την ταινία του “γύρω από τους έρωτες του Χριστού” ο Δανός σκηνοθέτης είχε την πρόθεσι να τη γυρίση στην Γαλλία, αλλά προσέκρουσε στην άρνησι του γενικού διεθυντού τού γαλλικού κινηματογράφου κ. Αντρέ Αστού. “Η άρνησις αυτή” εδήλωσε ο φοβερός και τρομερός σκηνοθέτης (βλέπε παρισινή “Μοντ” της πρώτης Σεπτεμβρίου 1973, σελ.13) “είναι αντίθετη προς τις παραδόσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει δεν καταθέτω τα όπλα! Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος και η Γαλλία μικρή. Μπορώ άριστα να γυρίσω την ταινία μου αλλού”. Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο πού θα μπορέση να γυρισθή η ταινία, για την “ερωτική ζωή του Χριστού”, αλλά πού θα μπορέση να προβληθή! Ήδη έγινε πρόξενος μια οξυτάτης διαμάχης μεταξύ της δανικής κυβερνήσεως και της καθολικής εκκλησίας».
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Συνεχίζουμε από το δίστηλο της «Μακεδονίας»:
«Σε όλον τον κόσμο οι καθολικοί θεωρούν ήδη, πριν αρχίσει το γύρισμα της ασέβαστης όπως την θεωρούν και την χαρακτηρίζουν ταινίας, ως σκάνδαλο το ότι η δανική κυβέρνησις εχορήγησε πίστωσι 450 χιλιάδων σημερινών γαλλικών φράγκων για την παραγωγή της. Παρ’ όλο τον θόρυβο που δημιουργεί γύρω από το γύρισμα της ταινίας το Βατικανό, η πίστωσις δεν πρόκειται να ανακληθή αν οι παραγωγοί υποβάλουν στις αρμόδιες δανέζικες υπηρεσίες, μέχρι της 26ης τρέχοντος μηνός, ένα σχέδιο σχετικό με το γύρισμα. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δανικού Κινηματογράφου κ. Λέιφ Φάιλμπεργκ, προέβη στις 30 Αυγούστου στην ακόλουθη δήλωσι: “Πρόκειται περί μιας ταινίας καθ’ όλα αξίας της οικονομικής αυτής βοήθειας. Εμμένουμε σ’ αυτή την άποψι”».
Όμως και εντός της δανικής κυβέρνησης είχαν υπάρξει αντιδράσεις. Δώστε προσοχή και εδώ:
«Το ζήτημα αυτό, που προκαλεί πολλές αντιδράσεις στον κόσμο, προκάλεσε μια διαμάχη και μέσα σ’ αυτούς τους κόλπους της δανικής κυβερνήσεως. Δυο φορές –την μία στις 29 και την άλλη στις 30 Αυγούστου– επενέβη στη συζήτησι ο Δανός υπουργός πολιτιστικών ζητημάτων κ. Νιλς Ματίασεν, μη φεισθείς της καθολικής εκκλησίας. “Δια μέσου της ιστορίας η καθολική εκκλησία δείχθηκε τρομερά αντιδραστική. Δεν αισθάνομαι καμμιά συμπάθεια για τους ιερείς αυτής της εκκλησίας, που διαμαρτύρονται κατά της λωρίδος αυτής της αθώας σελιλόιντ βλέποντας το κάρφος του αχύρου, που υπάρχει στο μάτι των άλλων, ενώ δεν βλέπουν το παλούκι που υπάρχει στο δικό τους”. Δεν συμμερίζεται όμως αυτή την άποψι η Δανέζα υπουργός των θρησκευμάτων κ. Μπένεσεν, που προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις σε μια καθημερινή εφημερίδα της Κοπεγχάγης: “Κατά τη γνώμη μου ο κ. Ματίασεν έχει άδικο, χαρακτηρίζοντας την καθολική εκκλησία ως αντιδραστική. Όσο ξέρω εγώ τουλάχιστον η εκκλησία αυτή είναι μάλλον επαναστατική, στην Λατινική Αμερική επί παραδείγματι”. Ας σημειωθεί (σ.σ. διαβάζουμε πάντα στην “Μακεδονία”) ότι εναντίον της πρεσβείας της Δανίας στη Ρώμη καθολικοί διαδηλωτές έριξαν κοκτέηλ μολότωφ εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για το γύρισμα της τολμηρής ταινίας. Φαντασθήτε τι έχει να γίνει, όταν θα προβληθή».
Κάποια στιγμή η είδηση περί της πρόθεσης και μόνον γυρίσματος της συγκεκριμένης ταινίας, από τον δανό σκηνοθέτη, θα έφθανε και στα αυτιά τού τότε μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη), γνωστού για τις εμπρηστικές δηλώσεις και τις ανάλογες παρεμβάσεις του όχι μόνο στον εκκλησιαστικό και πολιτικό Τύπο, μα και σε θρησκευτικές συναθροίσεις, ο οποίος, στις 3 Νοεμβρίου 1973, θα μοίραζε στις εφημερίδες την εξής ανακοίνωση:
«Εδημοσιεύθη είδησις ότι κινηματογράφος τις των Αθηνών προαναγγέλλει την προβολήν ταινίας υπό τον τίτλον “Η ερωτική ζωή του Ιησού”.(...) Και μόνον η είδησις(...) προκαλεί φρίκην. Ταινία διακωμωδούσα την ιδιωτικήν και δημόσιαν ζωήν υψηλών προσώπων και αρχηγών ξένων κρατών απαγορεύεται. Και πώς θα προβληθή εν Ελλάδι ταινία διακωμωδούσα κατά τον αισχρότερον τρόπον Εκείνον, ενώπιον του οποίου πάσα ανθρωπίνη αρετή εκμηδενίζεται; Αλλ’ εάν, παρ’ ελπίδα, δι’ έλλειψιν εκκλησιαστικής αντιστάσεως και αδράνειαν των αρμοδίων κρατικών οργάνων, αδίστακτοι έμποροι, κατερχόμενοι στο ναδίρ της καταπτώσεώς τους, τολμήσουν εις ελληνικούς κινηματογράφους να προβάλλουν ταινίας αι οποίαι διακωμωδούν τον Κύριον Ημών Ιησούν Χριστόν, τότε δηλούμεν ότι ο ευσεβής λαός της πρωτευούσης και των επαρχιών, έχων επικεφαλής επισκόπους και πρεσβυτέρους, θα αναλάβη πλέον αυτός την υπεράσπισιν των οσίων και ιερών και δια παντός νομίμου και κανονικού τρόπου θα εκδηλώση την ιεράν αγανάκτησίν του και δεν θα επιτρέψη το όνομα του Ιησού, το υπέρ παν όνομα, να βεβηλώνεται από τους ελεεινούς αντιπροσώπους της 7ης τέχνης».
Μάλιστα με νέα ανακοίνωσή του λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1973, ο Καντιώτης θα ξεσπάθωνε και πάλι λέγοντας πως «η έκλυσις των ηθών λαμβάνει κατακλυσμιαίας διαστάσεις εις την πατρίδαν μας, μέχρι του σημείου να αποτολμάται η εισαγωγή και προβολή αισχροτάτων ταινιών ως “Ο Χριστός σούπερ σταρ” και “Η ερωτική ζωή του Χριστού”». Και ήταν τότε, όταν ο συγκεκριμένος ιεράρχης θα έβαζε για πρώτη φορά στο κάδρο και την ταινία “Jesus Christ Superstar”.
Εν τω μεταξύ η ταινία του Jens Jørgen Thorsen μπορεί να μην γυρίστηκε τελικά, λόγω των διεθνών αντιδράσεων, αλλά η πρόθεση και μόνον του γυρίσματός της είχε προκαλέσει σάλο, δημιουργώντας κλίμα και στην Ελλάδα. (Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1992, και ενώ είχαν αρθεί διάφορες απαγορεύσεις, ο δανός σκηνοθέτης θα ετοίμαζε τελικά την ταινία “Jesus vender tilbage”, δηλαδή «O Ιησούς επιστρέφει», παρουσιάζοντας τον Χριστό με οικολογικές ευαισθησίες, να συνεργάζεται με τρομοκράτες κ.λπ., αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία).
Η πορεία, τώρα, της ροκ όπερας “Jesus Christ Superstar” των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, είναι πάνω-κάτω γνωστή. Πρώτα κυκλοφορεί στη Μεγάλη Βρετανία ο διπλός δίσκος (2LP) “Jesus Christ Superstar” [MCA], στις 16 Οκτωβρίου 1970. Ένα χρόνο αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου 1971 ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Broadway η θεατρική ροκ όπερα πλέον “Jesus Christ Super Star”, για να ακολουθήσουν το ανέβασμα στο Λονδίνο στις 9 Αυγούστου 1972, ενώ στις 26 Ιουνίου 1973 θα έκανε πρεμιέρα στην Αμερική και η ταινία “Jesus Christ Superstar”, σε σκηνοθεσία του Καναδού Norman Jewison.
Στην Ελλάδα, τώρα, κυκλοφορούσε ήδη ο δίσκος από το 1970, είχε γίνει και μία απόπειρα ανεβάσματος της όπερας από τον Γιάννη Πετρίτση, αλλά εκείνο που έχει σημασία εδώ, τώρα, είναι η ταινία, η οποία προβλεπόταν να παιχθεί κανονικά και στη χώρα μας.
Λίγο πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, υπό την δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη, θα έπαιρναν δύο θετικές αποφάσεις σε σχέση με τα πολιτιστικά. Στις 15 Νοεμβρίου 1973 επιτρέπουν την κυκλοφορία δίσκων του Μίκη Θεοδωράκη (40 τραγουδιών πιο συγκεκριμένα, που είχαν απαγορευτεί το 1967), δίνοντας την άδεια να ανοίξουν και τα στούντιο της Κολούμπια, ώστε να ηχογραφηθούν τα «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση Γιάννη Ρίτσου), δίνοντας θετικό σήμα και για την προβολή της ταινίας “Jesus Christ Superstar” λίγες μέρες νωρίτερα, στις 26 Οκτωβρίου, και μάλιστα ως «κατάλληλης δι’ ανηλίκους». Όπως θα δήλωνε λίγους μήνες αργότερα ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, εκείνης της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, Σπύρος Ζουρνατζής («Επίκαιρα», Μαΐος 1974): «Ναι, είχα εγκρίνει την ταινία. Όπως είχα εγκρίνει και τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Και μάλιστα με προσωπικό μου σημείωμα ετόνιζα στην Επιτροπή (σ.σ. της λογοκρισίας): “Είναι προτιμότερο να διαπαιδαγωγούνται οι νέοι στην Ελλάδα με ταινίες που αφορούν τον Χριστό –έστω κι αν αυτές είναι μιούζικαλ–, παρά με το πόσες πιστολιές ρίχνει ο Ρίνγκο ή τι κάνει με τους εραστάς της η Τζέην Φόντα”».
Στις 25 Νοεμβρίου συμβαίνει το πραξικόπημα Ιωαννίδη, ο Ζουρνατζής «πάει σπίτι του», με την ταινία, θεωρητικά, να είναι έτοιμη να κάνει πρεμιέρα στις 12 Δεκεμβρίου του ’73. Όμως δύο μέρες νωρίτερα, στις 10 Δεκεμβρίου, δύο ειδήσεις βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα κάποιων εφημερίδων.
Η πρώτη μάς ενημερώνει πως η διαρκής Ιερά Σύνοδος, που τότε ασχολιόταν βασικά με τη διαδοχή του αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου Α, είχε αποφασίσει να προβεί σε διάβημα προς τον (δοτό) πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο και τον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Παναγιώτη Χρήστου, με στόχο να απαγορευθεί η προβολή της ταινίας “Jesus Christ Superstar”. Και όντως, έτσι θα συνέβαινε, με την προτροπή-απόφαση των ιεραρχών να την συμμερίζεται ασμένως το κράτος (η «προεδρία της κυβερνήσεως»), δίνοντας στον Τύπο την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Έχοντες υπ’ όψιν την παράγραφο 10 του άρθρου 8 του ΝΔ 1108/42 “περί τροποποιήσεως συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί ελέγχου και κινηματογραφικών ταινιών” αποφασίζομεν: Ανακαλούμεν την υπ’ αριθμόν(...) 26-10-73 άδειαν προβολής τής υπό τον τίτλον “Τζήσους Κράιστ σούπερ σταρ” (Jesus Christ superstar) κινηματογραφικής ταινίας και απαγορεύομεν την προβολήν ταύτης καθ’ άπασαν την επικράτειαν, δια λόγους γενικωτέρας φύσεως».
Την 1η Φεβρουαρίου 1974 κυκλοφορεί «Ο Ταχυδρόμος» με εξώφυλλο «Ιησούς “Super Star”». Οπωσδήποτε ήταν μια τολμηρή απόφαση αυτή, για το πολύ δημοφιλές περιοδικό της εποχής, που σίγουρα έφτιαχνε κλίμα και προκαταλάμβανε διαθέσεις (από τη θετική πλευρά), αφού στο εν λόγω τεύχος υπήρχαν έξι σελίδες αφιερωμένες στην ταινία, με κείμενο, που ναι μεν ήταν ανυπόγραφο (μάλλον αποτελούσε μετάφραση κάποιου ξένου), αλλά ουσιαστικό, μαζί με έγχρωμες φωτογραφίες. Διάβαζες δε στο lead:
«“Αινείτε τον Κύριον εν κυμβάλοις αλαλαγμού, αινείτε Αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα...”. Πιστή στη βιβλική ρήση η κινηματογραφική όπερα-ροκ “Ιησούς Χριστός Σουπερστάρ” κατορθώνει το παράδοξο: Να γοητεύη θρησκευόμενους, άπιστους και αλλόθρησκους, χωρίς να προδίδη ούτε το πνεύμα, ούτε το γράμμα των Ευαγγελικών Γραφών. Φαινόμενο επιτυχίας, ταινία ευσεβής, προστατευόμενη των Εκκλησιών, ευλογημένη από τον Πάπα, προβάλλει, ωστόσο, μια νέα μορφή για το αιώνιο σύμβολο. Έναν νεανικό γλυκύτατο Ιησού “κατ’ εικόνα και ομοίωσιν” της σύγχρονης νεολαίας».
Πιο κάτω στο άρθρο, που είναι αρκετά καλό, διαβάζεις και το εξής: «Τρία λοιπόν είναι τα βασικά στοιχεία του “Σουπερστάρ”, αυτού του φαινομένου παγκόσμιας επιτυχίας: Πρώτον, η μετα-μπητλική μουσική, δεύτερον, το σχίσμα της νεολαίας, που μερίδα της γίνεται νεο-χριστιανική και τρίτον η εμπορική εκμετάλλευση των καλλιτεχνικών αγαθών, που προκύπτουν από τους εκάστοτε υποψήφιους ανατροπείς του κατεστημένου». Αυτό το τελευταίο είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα, θυμίζοντας το ανάλογο που είχε γράψει ο φοιτητής James Simon Kunen στο πασίγνωστο βιβλίο του “The Strawberry Statement” (που θα μεταφραζόταν και στη χώρα μας με τον αβανταδόρικο τίτλο «Φράουλες και Αίμα» την ίδια εποχή, το 1973): «Μόλις βρης ένα τρόπο ζωής, μόλις βρης κάτι που να σ’ αρέσει, στο παίρνουνε και το πουλάνε και το αγοράζουν, και ούτε που ξέρουν την αξία του, και το κάνουν στο τέλος να μην έχη αξία».
Τέλος πάντων η ταινία κάνει πάταγο στο εξωτερικό, στην Ελλάδα είναι απαγορευμένη και κάποιοι επιχειρηματίες, που αντιπροσώπευαν την Cinema International Corporation, την εταιρεία στην οποία ανήκε η ταινία εμπορικά, και που είχαν ρίξει λεφτά προφανώς για να τη φέρουν στην Αθήνα, αφού είχαν το ok και της λογοκριτικής επιτροπής, δεν μπορεί παρά να πλήττονταν οικονομικά. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το κάπως θετικό κλίμα, που θα δημιουργούσε «Ο Ταχυδρόμος» με το εξώφυλλο και το άρθρο του, οι άνθρωποι θα το πάλευαν, μήπως και περίσωζαν κάτι... Και όντως...
Οι εισαγωγείς ζητούν από την Εκκλησία να δημιουργήσει μία επιτροπή, που να είναι διατεθειμένη να δει την ταινία, ώστε ν’ αποφανθεί για τα περαιτέρω. Και πράγματι δημιουργείται μία ανεπίσημη επιτροπή, από θεολόγους και ιερωμένους, που βλέπουν την ταινία και την θεωρούν “ok”. Έτσι, η ταινία θα περάσει και πάλι από τη «λογοκρισία», για να πάρει ξανά άδεια προβολής ως «Τζήζους Κράιστ Σουπερστάρ» (οπωσδήποτε το Τζήζους Κράιστ «χτυπούσε» λιγότερο από το Ιησούς Χριστός), πριν αρχίσει να προβάλλεται μετά το Πάσχα του ’74 (που τότε ήταν στις 14 Απριλίου), ώστε να μην «πέσει» μέσα στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Η έξοδος της ταινίας θα συνέβαινε σ’ ένα μόνον κινηματογράφο των Αθηνών, στον Απόλλωνα της οδού Σταδίου, και θα προβαλλόταν ως «κατάλληλη». Μάλιστα φαίνεται πως το «Τζήζους Κράιστ Σουπερστάρ» θα άλλαζε και πάλι τίτλο, λίγο μετά τις πρώτες προβολές, καθώς το «σουπερστάρ» θα μετατρεπόταν στο... λιγότερο προκλητικό και οπωσδήποτε ευμενές, από θρησκευτικής πλευράς, «υπέρλαμπρο άστρο». Και ενώ όλα εξελίσσονταν κανονικά, ξαφνικά ξαναστραβώνουν. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας στην πρώτη συνεδρίασή της μετά το Πάσχα (25 Απριλίου) ασχολείται έντονα με το ζήτημα της ταινίας, προβαίνοντας στην εξής ανακοίνωση:
«Η ιερά σύνοδος της ιεραρχίας της εκκλησίας της Ελλάδος κατά την πρώτην μετά τας διακοπάς του Πάσχα συνεδρίαν αυτής, επιληφθείσα αυθωρεί του θέματος της προβολής της σκανδαλισάσης τας συνειδήσεις των ορθοδόξων Ελλήνων χριστιανών και προκαλεσάσης ιεράν αγανάκτησιν ανά το πανελλήνιον βλασφήμου ταινίας “Ιησούς Χριστός σούπερ στάρ”, της οποίας και ο τίτλος υπό την σήμερον διαδεδομένην έννοιαν της λέξεως “σούπερ σταρ” και αι προβαλλόμεναι σκηναί εν ταις οποίαις το θεανδρικόν πρόσωπον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού και οι Άγιοι Απόστολοι εμφανίζονται ως οι σημερινοί ανήθικοι και αλλοπρόσαλλοι χίππις, τυγχάνουν καθ’ ολοκληρίαν απάδουσαι προς το αισθητήριον του ευσεβούς ελληνικού λαού και θίγουν κυρίως την αμώμητον ημών πίστιν και τα θεία δόγματα της θρησκείας ημών. Ως εκ τούτου η ιερά σύνοδος της ιεραρχίας, αποτελούσα την ανωτάτην ηγεσίαν της χώρας, εμμένει εις τας, ήδη, γνωσθείσας υμίν απόψεις, παρακαλεί όπως δοθώσι πάραυτα εντολαί προς τους αρμοδίους ίνα διερευνηθούν καταλλήλως αι συνθήκαι αδείας προβολής της ταινίας ταύτης και διαταχθή η διακοπή τής περαιτέρω προβολής τής ταινίας ταύτης καθ’ άπασαν την ελληνικήν επικράτειαν».
Ο Αυγουστίνος Καντιώτης, μπροστάρης ως συνήθως, ξιφουλκεί κατά πάντων, μιλώντας για την... «νοσηροτάτην φαντασίαν νεαρών άγγλων καθαρμάτων», τις «εξαλλοσύνες του αιώνος» και τον «αγνώριστον Ιησούν», που πορεύεται εν μέσω «αγρίας μουσικής» και ζητώντας, εκ νέου, την απαγόρευση προβολής της ταινίας.
Στις 29 Απριλίου τα μέλη της ιεραρχίας αποφασίζουν να δουν την ταινία επιτέλους, για να σχηματίσουν ιδία γνώμη, μετά από πρόταση του μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου, ο οποίος έχει ήδη δει την ταινία μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για ’κείνη («αι εντυπώσεις μου υπήρξαν απιθάνως αγαθαί, η δε συγκίνησίς μου αναλόγως προς εκείνην των απειροπληθών θεατών, οι οποίοι εν κατανυκτική ατμοσφαίρα παρακολουθούν ένα εξόχως θρησκευτικόν και ψυχοφελές θέαμα»).
Λίγες μέρες αργότερα, το βράδυ της Πέμπτης 2 Μαΐου 1974, ομάδα κρατικών αξιωματούχων, με επικεφαλής τον υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ Κωνσταντίνο Ράλλη, θα δει την ταινία. Δεν υπήρξε δημόσια δήλωση, αλλά το κλίμα ήταν μάλλον θετικό. Όμως την άλλη μέρα, στις 3 Μαΐου, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος με δηλώσεις του σε εκκλησιαστικό έντυπο αλλάζει στάση, και αιτία αυτή τη φορά ήταν η καταγωγή του καναδού σκηνοθέτη Norman Jewison, επειδή ο πατέρας του ήταν Εβραίος! Ο Αμβρόσιος θα έλεγε το εξής αμίμητο: «η προϋπόθεσις υπό το πρίσμα της οποίας είδα το έργο, δηλαδή ότι ο δημιουργός του είναι πιστός Χριστιανός, έχει αρθή...».
Την ταινία παρακολουθεί και ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Παναγιώτης Χρήστου, ο οποίος θα δηλώσει: «Γενικά είναι μια εξαιρετικά γυρισμένη ταινία, που δημιουργεί όμως προβλήματα για τον ορθόδοξο θεατή. Από ηθικής απόψεως είναι άψογος, εκτός από ορισμένες ανόητες σκηνές, όπως π.χ. αυτή με τον Ηρώδη. Ακόμα, σε μερικά σημεία είναι ανιστόρητος. Παρουσιάζει μερικά πρόσωπα με διαφορετικό ύφος και χαρακτήρα απ’ ό,τι μας τα δίνει η ιστορία, όπως τον Πιλάτο. Υπάρχουν μερικά σημεία, που δεν τα ανέχεται η δική μας Παράδοση. Οι Απόστολοι, παραδείγματος χάριν, που παρουσιάζονται σαν μια ομάδα από χίππηδες. Επίσης στο έργο δίδεται υπερτονισμός του ανθρωπίνου χαρακτήρος του Ιησού Χριστού».
Το κλίμα είναι τεταμένο με τη «σκυτάλη» να περιέρχεται ξανά στον μητροπολίτη Αυγουστίνο, ο οποίος μιλώντας σε φανατικούς ακολούθους του στην Αθήνα, προβλέπει... λοιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς, ου μην αλλά και τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ ρίχνει ανάθεμα στον... Norman Jewison και σε όσους είχαν συμβάλει στην ολοκλήρωση της ταινίας (παρότι θα αναγνώριζε πως το δικαίωμα του αναθέματος το είχε μόνον η ιεραρχία). Τραγέλαφος!
Ήταν κάπως αναμενόμενο, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί από τους οπαδούς τού «σκληρού» μητροπολίτη, τα έκτροπα να μην αργήσουν. Την Κυριακή 19 Μαΐου 1974, στις 11 τη νύχτα, ο 22χρονος σπουδαστής τεχνικής σχολής Ν.Ρ. εισβάλλει στην καμπίνα προβολής του κινηματογράφου Αττικόν (ίσως η ταινία να είχε μεταφερθεί από το υπόγειο του Απόλλωνος στο ισόγειο του Αττικόν) κρατώντας σιδεροπρίονο, ενώ φωνάζοντας «αίσχος, προσβάλλετε τον Θεό» επιχειρεί να καταστρέψει την κινηματογραφική μηχανή προβολής, κάνοντας ζημιά και στο σελιλόιντ. Οι τεχνικοί της καμπίνας προσπαθούν να τον συγκρατήσουν, πριν καταφθάσουν οι αστυνομικοί, που προφανώς επιτηρούσαν την αίθουσα, για να τον συλλάβουν. Και όντως – με τον Ν.Ρ. να κατηγορείται πλέον για «φθορά ξένης ιδιοκτησίας, μετά θρασύτητος, εν συνδυασμώ προς τον νόμον 4000/59 περί τεντυμποϊσμού». Θα ακολουθούσε η δίκη στις 23 Μαΐου. Όπως διαβάζουμε στην «Μακεδονία» της Παρασκευής 24ης Μαΐου 1974:
«Η αίθουσα και οι διάδρομοι του δικαστηρίου ήσαν κατάμεστοι από άτομα πάσης ηλικίας και τάξεως, μεταξύ των οποίων και σημαντικός αριθμός ρασοφόρων. Παλαιοημερολογίται και φανατικοί ομοϊδεάται του νεαρού κατηγορουμένου προσήλθον να συμπαρασταθούν στην δοκιμασίαν του».
Επειδή οι βασικοί μάρτυρες της υπόθεσης, δηλαδή οι δύο τεχνικοί βάρδιας της καμπίνας προβολής του κινηματογράφου, δεν θα παρευρίσκονταν στο δικαστήριο, η δίκη θα αναβαλλόταν για το Σάββατο 25 Μαΐου 1974, με τον Ν.Ρ. να κρατείται, αφού είχε κριθεί ως επικίνδυνος να επαναλάβει την πράξη του. Όπως θα έλεγε ο ίδιος στο δικαστήριο:
«Θεώρησα την ταινίαν ως εθνικήν προσβολήν κατά της Ελλάδος. Στενοχωρούμαι που δεν μπόρεσα να καταστρέψω τελείως το φιλμ. Κανείς δεν με συνεβούλευσε να καταστρέψω την ταινία. Μόνος το απεφάσισα ότι δεν πρέπει να προβάλλεται εις την χώραν μας ένα έργο, που θίγει τον Χριστό. Δεν είχα ιδή την ταινίαν, είχα όμως διαβάσει δημοσίευμα της εφημερίδος “Εκκλησιαστικός αγών”, που εκδίδει ο φλογερός ιεράρχης της μητροπόλεως Φλωρίνης κ. Αυγουστίνος Καντιώτης και εθεώρησα καθήκον μου να ενεργήσω ως ενήργησα».
Η δίκη θα ξεκινούσε αργά το βράδυ του Σαββάτου, με νεαρούς υποστηρικτές της ταινίας να φωνάζουν «κάτω ο σκοταδισμός» και με ιερείς να αποκαλούν τον Ν.Ρ. «εθνομάρτυρα»! Αν και ο εισαγγελέας θα ζητούσε την απαλλαγή του κατηγορουμένου από τη βασική κατηγορία περί «τεντυμποϊσμού», αποκαλώντας την ταινία «βλάσφημη», το τριμελές αυτόφωρο θα καταδίκαζε τελικά τον Ν.Ρ. σε φυλάκιση δέκα μηνών.
Έστω και την τελευταία στιγμή θα σώζονταν τα προσχήματα... Fifty years...