Μεσημέρι Τρίτης 8 Νοεμβρίου, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Δύο μήνες μετά την κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο της ιστορικής συμφωνίας ανάμεσα στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) που προβλέπει τη σταδιακή επιστροφή στην Ελλάδα της συλλογής των 161 πρωτοκυκλαδικών αρχαιοτήτων μοναδικής αρχαιολογικής αξίας του Αμερικανού συλλέκτη Leonard Stern, το μουσείο φιλοξενεί δεκαπέντε από τις αρχαιότητες αυτές και τις παρουσιάζει για πρώτη φορά παγκοσμίως.
O δρ. αρχαιολογίας Ιωάννης Δ. Φάππας, επιμελητής της έκθεσης «Γυρισμός - Κυκλαδικοί θησαυροί στο ταξίδι της επιστροφής», καλωσορίζει τους λίγους τυχερούς που είναι καλεσμένοι στην πρώτη δημοσιογραφική ξενάγηση:
«Η έκθεση αυτή αφορά στις δεκαπέντε πρώτες πρωτοκυκλαδικές ταυτότητες, οι οποίες ως μέρος της συλλογής Stern και ως αποτέλεσμα της ιστορικής συμφωνίας που υπογράφηκε ανάμεσα στην ελληνική πολιτεία, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης παίρνουν σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής προς την πατρίδα μετά από δεκαετίες που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό» λέει. «Πρόκειται για πρωτοκυκλαδικές ταυτότητες, αρχαιότητες δηλαδή οι οποίες χρονολογούνται στην 3η χιλιετία π.Χ.».
«Πρόκειται για σπάνιες αρχαιότητες, πολλές από τις οποίες ήταν ήδη γνωστές στην έρευνα, ενώ κάποιες εμφανίζονται εδώ για πρώτη φορά», αναφέρει ο εξαιρετικός κατάλογος της έκθεσης. «Ανάμεσα σε αυτές υπάρχουν τύποι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μοναδικοί, είτε στο σύνολό τους είτε στα επί μέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, καθώς δεν απαντούν ξανά στο corpus των μέχρι τώρα γνωστών έργων της πρωτοκυκλαδικής περιόδου.
«Τα δέκα μαρμάρινα ειδώλια και τα πέντε αγγεία που παρουσιάζονται στην έκθεση, κατασκευασμένα από μάρμαρο, στεατίτη και πηλό, θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, από τους χρόνους της νεότερης νεολιθικής έως και εκείνους της πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (περ. 5300-2400/2300 π.Χ.). Τα ειδώλια αναπαριστούν αποκλειστικά τη γυναικεία μορφή και ανήκουν σε τύπους και παραλλαγές που αντιστοιχούν στους τεχνοτροπικούς ρυθμούς κάθε περιόδου, ενώ τα αγγεία αντιπροσωπεύουν μερικούς απ’ τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους σκευών ολόκληρης της πρωτοκυκλαδικής περιόδου.
Πρόκειται για σπάνιες αρχαιότητες, πολλές από τις οποίες ήταν ήδη γνωστές στην έρευνα, ενώ κάποιες εμφανίζονται εδώ για πρώτη φορά», αναφέρει ο εξαιρετικός κατάλογος της έκθεσης. «Ανάμεσα σε αυτές υπάρχουν τύποι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μοναδικοί, είτε στο σύνολό τους είτε στα επί μέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, καθώς δεν απαντούν ξανά στο corpus των μέχρι τώρα γνωστών έργων της πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Τέτοιοι τύποι, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που, όπως στην παρούσα, προέρχονται από το εμπόριο αρχαιοτήτων και όχι από επίσημες επιστημονικές ανασκαφές, εγείρουν ενίοτε υποψίες και ερωτήματα αναφορικά με την προέλευση και την αυθεντικότητά τους.
Είναι γεγονός ότι με τον μεγάλο αριθμό κυκλαδικών ειδωλίων αγνώστου προελεύσεως που προέρχονται από το εμπόριο αρχαιοτήτων υπάρχει η εγγενής πολλές φορές δυσκολία να ξεχωρίσουμε τα αυθεντικά από τα κίβδηλα. Τούτο είναι προφανές κυρίως στις περιπτώσεις των τυπολογικώς άγνωστων παραδειγμάτων.
Ωστόσο, δεδομένης της λεηλασίας που έχει γίνει στα πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και της τεράστιας απώλειας γνώσης που αυτή έχει προκαλέσει, είναι πολύ πιθανό κάποια σπάνια ή μοναδικά έργα να έχουν χαθεί για την έρευνα. Για τον λόγο αυτό, η ενδελεχής επιστημονική έρευνα στα κυκλαδικά τέχνεργα που θα πραγματοποιηθεί από ειδικούς επιστήμονες, η οποία θα περιλαμβάνει και αξιόπιστες μεθόδους αναλύσεως υλικών (μαρμάρου, χρώματος και πηλού), θα είναι καθοριστικής σημασίας για τις γνώσεις μας σχετικά με τον πολιτισμό των Κυκλάδων της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Η απουσία ανασκαφικών συνόλων έχει ως αποτέλεσμα να προσεγγίζουμε συχνά τα κυκλαδικά ειδώλια περισσότερο ως έργα τέχνης και όχι ως αντικείμενα που είχαν τη δική τους χρήση, σημασία και συμβολισμό μέσα στις πρώιμες αυτές νησιωτικές κοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτό κινείται εκ των πραγμάτων η παρούσα έκθεση των δεκαπέντε πρωτοκυκλαδικών αρχαιοτήτων, η οποία διαρθρώνεται σε τρεις χρονολογικές ενότητες που αναπτύσσονται σε ισάριθμες αίθουσες του Μεγάρου Σταθάτου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Ελλείψει γνωστών ανασκαφικών συνόλων, τα έργα ταξινομούνται με βάση τα τυπολογικά τους παράλληλα και τις παραδοχές της έρευνας για τη χρονολογική αντιστοίχιση κάθε τύπου. Έτσι, η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει κυρίως έργα της πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου (περ. 3200-2800 π.Χ.), μαζί με ένα μαρμάρινο νεολιθικό ειδώλιο, για να καταδειχτεί η μορφολογική καταγωγή των κυκλαδικών ειδωλίων από τους τύπους της νεολιθικής ειδωλοπλαστικής. Μαζί με τον βιολόσχημο, που αποτελεί τον κύριο τύπο σχηματικού κυκλαδικού ειδωλίου, στην περίοδο αυτή χρονολογούνται και οι πρώτες προσπάθειες περισσότερο φυσιοκρατικής απόδοσης της ανθρώπινης μορφής, είτε ως αυτοτελή ειδώλια (τύπος Πλαστηρά) είτε επάνω σε αγγεία με την ανάγλυφη και εγχάρακτη τεχνική. Την ενότητα συμπληρώνει μια μαρμάρινη «καντήλα», που αποτελεί τον πλέον χαρακτηριστικό και διαδεδομένο τύπο μαρμάρινου σκεύους της πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου.
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται αρχαιότητες που χρονολογούνται στη μεταβατική πρωτοκυκλαδική Ι/ΙΙ περίοδο (περ. 2800-2700 π.Χ.). Πρόκειται για μορφές προδρομικές που είτε συνδυάζουν στοιχεία παλαιότερων τύπων (υβριδικός τύπος) είτε προαναγγέλλουν τις ολοκληρωμένες μορφές της επόμενης περιόδου (προκανονικός τύπος). Χαρακτηριστικά της περιόδου είναι και δύο κατάκοσμα με εγχάρακτη και εμπίεστη διακόσμηση αγγεία, μια μικρή λίθινη πυξίδα και ένα πήλινο τηγανόσχημο σκεύος, το οποίο ανήκει σε κατηγορία αγγείων που αποτελεί από τις πιο χαρακτηριστικές δημιουργίες της πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Συχνά τα αγγεία αυτά διακοσμούνται με παραστάσεις κωπήλατων πλοίων που παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη της ναυπηγικής στο Αιγαίο της πρώιμης εποχής του χαλκού.
Η τρίτη ενότητα της έκθεσης περιλαμβάνει έργα του λεγόμενου κανονικού τύπου, ο οποίος αποκρυσταλλώνεται στην πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (περ. 2700-2400/2300 π.Χ). Τα έργα αυτά έχουν σαφή χαρακτηριστικά, όπως τα διπλωμένα κάτω από τους μαστούς χέρια κατά τη λεγόμενη κανονική διάταξη, δηλαδή με τον αριστερό πήχη πάνω από τον δεξιό, το κεφάλι σε σχήμα λύρας που γέρνει ελαφρώς προς τα πίσω, απολήγοντας ψηλά σε επίπεδη επιφάνεια, στο μέσον του οποίου κυριαρχεί ανάγλυφη μύτη, τα ενωμένα σκέλη που λυγίζουν στα γόνατα και τα πέλματα που κλίνουν προς τα κάτω, ώστε η μορφή να δίνει την εντύπωση ότι πατά στις άκρες των δαχτύλων της. Τα έργα που παρουσιάζονται εδώ ανήκουν όλα στην παραλλαγή Σπεδού, την πιο χαρακτηριστική, την πιο διαδεδομένη και πολυάριθμη παραλλαγή του κανονικού τύπου, με δείγματα από την πρώιμη και την ύστερη φάση της, την αισθητική εντύπωση των οποίων συμπλήρωνε στην αρχαιότητα η έντονη χρωματική τους διακόσμηση. Την ενότητα ολοκληρώνει μια μικρή μαρμάρινη φιάλη με πόδι, ίσως ένα από τα κομψότερα δημιουργήματα της πρωτοκυκλαδικής περιόδου».
Τα εκθέματα παρουσιάζονται χωρίς ταμπέλες με πληροφορίες. Στον κάθε επισκέπτη, μαζί με το εισιτήριο δίνεται ένα φυλλάδιο με το σχεδιάγραμμα των τριών αιθουσών καθώς και πληροφορίες για τα (αριθμημένα) αντικείμενα που εκτίθενται.
Μετά το τέλος της ξενάγησης, ο δρ. Φάππας απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Η βασική απορία ήταν αν έχει ελεγχθεί η γνησιότητα των εκθεμάτων, επειδή δεν είναι γνωστή η προέλευσή τους.
«Εμείς εδώ φιλοξενούμε την έκθεση» λέει ο δρ. Φάππας, «η έρευνα της γνησιότητας όλων αυτών των πραγμάτων είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του υπουργείου. Απλώς τα φιλοξενούμε και προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε με βάση ό,τι έχει γραφτεί μέχρι τώρα στη διεθνή βιβλιογραφία. Όλη η εξαντλητική έρευνα που έχουμε κάνει βασίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία και σε ό,τι αυτή λέει για τα συγκεκριμένα αντικείμενα, εκεί βασίζονται και οι πληροφορίες που έχουμε συμπεριλάβει στον κατάλογο. Ξέρουμε ακριβώς την προέλευση οποιουδήποτε ευρήματος προέρχεται από μια συστηματική ανασκαφή. Για ό,τι δεν προέρχεται από συστηματική ανασκαφή δεν είμαστε ποτέ σε θέση να πούμε αν είναι γνήσιο ή όχι. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα τα οποία μας δείχνουν ότι αντικείμενα που προέρχονται από το εμπόριο αρχαιοτήτων είναι γνήσια».
Όσο για το κριτήριο επιλογής των συγκεκριμένων ειδωλίων από τα 161, «αυτό έχει οριστεί από το υπουργείο Πολιτισμού και όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, έχει γίνει με βάση την αντιπροσωπευτικότητα των έργων, προκειμένου αυτά να δείξουν τη συνέχεια της ανάπτυξης και της εξέλιξης της πρωτοκυκλαδικής τέχνης».
Στη συνέχεια η υπουργός Πολιτισμού κ. Μενδώνη δέχτηκε μια σειρά ερωτήσεων, στις οποίες οι απαντήσεις ήταν λίγο-πολύ γνωστές από τις πρόσφατες συνεντεύξεις της. Επανέλαβε ότι όταν και τα 161 τα ειδώλια έρθουν τελικά στην Ελλάδα το πιο πιθανό είναι να καταλήξουν στη Νάξο, όπου θα γίνει το Μουσείο Κυκλαδικού Πολιτισμού, και ότι η διαδικασία επαναπατρισμού αυτών των έργων τέχνης κινήθηκε εξωδικαστικά, «διότι η δικαστική διαδικασία είναι μια πάρα πολύ επίπονη ιστορία, η οποία απαιτεί ισχυρή τεκμηρίωση που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν διαθέτουμε, όχι μόνο εμείς αλλά ούτε και άλλα κράτη – δεν είναι μια δική μας πρωτοτυπία. Όλα τα δεδομένα εκτιμήθηκαν και καταλήξαμε ότι ο επαναπατρισμός συνολικά της συλλογής μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια συμφωνία σαν αυτή που κάναμε».
Στην ερώτηση αν έχει άποψη το υπουργείο για τη γνησιότητα αυτών των αντικειμένων, απάντησε: «Υπάρχει μια αρχή, όταν επαναπατρίζονται έργα τέχνης να μην εξετάζεται η αυθεντικότητά τους από πριν. Στο πώς καταλήγει κανείς στο αν είναι αυθεντικό ή όχι ένα αντικείμενο, αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πολυετών ερευνών.
Έχουμε τέτοια παραδείγματα με αφορμή τα οποία έχει διχαστεί πολλές φορές η επιστημονική κοινότητα. Και θα σας πω ένα πολύ απλό παράδειγμα που αφορά κι αυτό κυκλαδικές αρχαιότητες. Όταν τον περασμένο Φεβρουάριο επαναπατρίστηκαν τα σαράντα επτά έργα τέχνης, τα οποία απεδόθησαν στην Ελλάδα από τη συλλογή Στάινχαρτ, υπήρχαν και κυκλαδικά, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε με το αν τα συγκεκριμένα κυκλαδικά ήταν αυθεντικά ή όχι. Αυτό που από την αρχή έχει πετύχει αυτή η συμφωνία, και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό, είναι ότι η κυριότητα και η νομή των 161 αρχαίων έργων αναγνωρίστηκε ανέκαθεν στο ελληνικό κράτος».
Η τελευταία ερώτηση για το πόσο μεγάλη είναι απώλεια όταν στα συγκεκριμένα αντικείμενα δεν υπάρχουν συμφραζόμενα από την αρχαιολογική ανασκαφή, δεν ξέρουμε ούτε πού βρέθηκαν και τα αντιμετωπίζουμε πλέον ως έργα τέχνης, η υπουργός απάντησε: «Η απώλεια είναι πάρα πολύ μεγάλη. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για τα κυκλαδικά αλλά για οποιοδήποτε αρχαίο έργο, λιγότερο ή περισσότερο πολύτιμο, λιγότερο ή περισσότερο σπάνιο, αποσπάται από τα συμφραζόμενά του. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε όλοι και είναι από τα βασικά θέματα για τα οποία θέλουμε να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο.
Γι’ αυτό γίνονται και πάρα πολλές κινήσεις και πάρα πολλές δράσεις ευαισθητοποίησης από το υπουργείο Πολιτισμού. Διότι όταν το αντικείμενο, ακόμα και ένα όστρακο ή ένα άγαλμα, αποκοπεί από τα συμφραζόμενά του, από το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται, παύει να είναι πλέον ιστορικό τεκμήριο. Κι αυτό σας το λέω ως αρχαιολόγος, όχι ως υπουργός. Παύει να είναι ιστορικό τεκμήριο και γίνεται απλώς αντικείμενο τέχνης. Η απώλεια είναι τεράστια.
Εάν δεχτούμε ότι η ιστορία και το παρελθόν μας αποτελούν μέρος της ταυτότητάς μας, τα αντικείμενα που προέρχονται από λαθρανασκαφές στερούν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομματάκι αυτής της ταυτότητας. Είναι πάρα πολύ μεγάλη η απώλεια. Γι’ αυτό άλλωστε και το υπουργείο Πολιτισμού κάνει όλες αυτές τις συμφωνίες, τις διακρατικές, με τους διεθνείς οργανισμούς, τις διμερείς, τις πολυμερείς. Για να εμποδίσει, όσο γίνεται, τη λαθρανασκαφή και το εμπόριο».
«Δηλαδή, αν δεν υπάρχουν άνθρωποι πλούσιοι, οι οποίοι είναι σε θέση να δημιουργούν ζήτηση γι' αυτά τα αντικείμενα, δεν θα υπάρχει και η ανασκαφή».
«Σε αυτό συμφωνώ απολύτως. Ιδιαίτερα για τις αρχαιότητες υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια έχουν περιοριστεί οι συλλέκτες τους. Όμως, πριν από μερικές δεκαετίες, αυτό συνέβαινε. Επομένως, έστω και ως αντικείμενα τέχνης, θεωρούμε υποχρέωσή μας να τα επαναπατρίσουμε».