Μια σημαντική βιβλιογραφική κατάθεση αποτελεί το λεύκωμα «Σπύρος Μελετζής - Σαντορίνη», μια δίγλωσση έκδοση στα ελληνικά και τα αγγλικά από το Αρχείο Θηραϊκών Μελετών και τη Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα, που επιμελήθηκε και την έκδοση.
Η έκδοση διασώζει μέσα από τον φακό του γνωστού για την καταγραφή της Εθνικής Αντίστασης φωτογράφου Σπύρου Μελετζή αθησαύριστο φωτογραφικό υλικό για τη Σαντορίνη. Στο αρχείο του Σπύρου Μελετζή, που αξιοποιήθηκε, περιλαμβάνονταν φωτογραφίες γενικά για τη Σαντορίνη και την ανοικοδόμησή της, αλλά και για την ανασκαφή του Ακρωτηρίου, με ημερομηνία 1970, με ανασκαφέα τον καθηγητή Σπύρο Μαρινάτο.
Το υλικό αποτελείται από 524 φωτογραφίες, που χωρίστηκαν σε ενότητες στο εν λόγω λεύκωμα, ενώ περιλαμβάνονται και φωτογραφίες του φυσικού περιβάλλοντος, με εκπληκτικές λεπτομέρειες των βράχων στην περιοχή της Βλυχάδας, τους οποίους δημιούργησαν, σαν έργα τέχνης, τα έντονα γεωλογικά γεγονότα αλλά και τα κύματα της θάλασσας στη διαδρομή των αιώνων.
Ο Μελετζής λάτρευε τη φύση. Το ελληνικό τοπίο αποτέλεσε την κύρια πηγή της έμπνευσής του. Η αψεγάδιαστη και παρθένα ελληνική φύση, που σιγά σιγά θα αρχίσει να χάνεται για χάρη του εκσυγχρονισμού και του τουρισμού, τον ελκύει όλο και πιο πολύ.
Η οπτική του Μελετζή σε όλες τις ενότητες του βιβλίου και κυρίως στις ανασκαφές, στο ορυχείο, στην ανοικοδόμηση, αλλά και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «θεόκτιστου» νησιού, είναι μοναδική, ενώ τα τυπώματα των φωτογραφιών που παρουσιάζονται στην έκδοση είναι του ίδιου του φωτογράφου, με άξιες παρατήρησης τις διαφορετικές φωτοσκιάσεις και διαφορές στις φωτογραφίες, που διασώζουν τη ματιέρα του δημιουργού.
Τα κείμενα του βιβλίου περιγράφουν τις περιηγήσεις του Σπύρου Μελετζή μετά τη λήξη του Εμφυλίου και τη συστηματική φωτογράφιση των αρχαιολογικών χώρων αλλά και των μοναδικών τοπίων.
Η προσπάθειά του αυτή δημιούργησε έναν νέο τύπο αρχαιολογικών οδηγών, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Δελφοί, η Ακρόπολη, η Επίδαυρος, η Ρόδος, η Ολυμπία, η Σαντορίνη, το Σούνιο, η Κόρινθος, οι Μυκήνες, ταυτόχρονα με τις εξορμήσεις του σε μέρη που είχε ήδη επισκεφτεί, όπως ο Όλυμπος, η Κεφαλονιά, η Ήπειρος, η Ιθάκη και η Σαντορίνη. Οι φωτογραφίες του αυτές διαθέτουν έντονο δυναμισμό και δραματικότητα. Τον Μάιο του 1957 παρουσίασε στην Αθήνα μια έκθεση με 100 από αυτές τις φωτογραφίες του. Αναγνωρίζοντας το δημιουργικό έργο του, η Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία (ΕΦΕ) του απένειμε τον τίτλο του «τεχνοκρίτη».
«Από το 1950 άρχισε συστηματική φωτογράφηση των αρχαιολογικών χώρων σε συνάρτηση με το περιβάλλον τους. Θετική συγκυρία που επέτρεψε την υλοποίηση αυτής της προσπάθειάς του αποτέλεσε η γνωριμία του με την Ελένη Παπαδάκη, την οποία γνώρισε το 1951. Πάντα σε συνεργασία μαζί της κυκλοφόρησε μια σειρά καλαίσθητων εικονογραφημένων αρχαιολογικών οδηγών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, πολλοί από τους οποίους είχαν εκτυπωθεί στο εξωτερικό.
Το 1962, αν και διαφορετικών πολιτικών φρονημάτων, φωτογράφισε τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τη βασίλισσα Άννα-Μαρία.
Ο Μελετζής λάτρευε τη φύση. Το ελληνικό τοπίο αποτέλεσε την κύρια πηγή της έμπνευσής του. Η αψεγάδιαστη και παρθένα ελληνική φύση, που σιγά σιγά θα αρχίσει να χάνεται για χάρη του εκσυγχρονισμού και του τουρισμού, τον ελκύει όλο και πιο πολύ.
Έλκεται από την επαρχία και τα τοπία της που σταδιακά χάνονται και τυποποιούνται. Βαθύς γνώστης των μυστικών του φωτισμού, ασχολήθηκε με την ίδια επιτυχία με τη φωτογράφηση πορτρέτων γνωστών ηθοποιών, πολιτικών, καλλιτεχνών και επιστημόνων, τα οποία αποτελούν δείγματα των μεγάλων ικανοτήτων του καλλιτέχνη. Ανάμεσα τους ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Άννα-Μαρία, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης και πολλοί άλλοι. Υπήρξε επίσης ενεργό μέλος της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας από την ίδρυσή της το 1952 και για τα δεκαπέντε επόμενα χρόνια.
Το 1967 εκδόθηκε το λεύκωμα "Ακρόπολις" με φωτογραφίες του Σπύρου Μελετζή και κείμενα της Ελένης Παπαδάκη, από τον δικό τους εκδοτικό οίκο, που είχαν δημιουργήσει το 1970 σε συνδυασμό με τις εκδόσεις Scnell und Steiner. Κυκλοφόρησαν τότε και ένα φωτογραφικό λεύκωμα με φωτογραφίες του Μελετζή και κείμενα της Παπαδάκη, με τίτλο "Η Ρόδος, η πόλις και το νησί". Θα ακολουθήσουν και άλλοι τέτοιοι οδηγοί που παρουσιάζουν τη μεταπολεμική Ελλάδα, τα τοπία της και τους ανθρώπους της.
Ο "μεγάλος" φωτογράφος διακρίνεται και κρίνεται ιδιαίτερα από τη μαυρόασπρη φωτογραφία. Δηλαδή από την τονικότητα που διαθέτει η φωτογραφία του, καθώς και από την αισθητική και τη σύνθεση του κάδρου της. Τον πιο σημαντικό ρόλο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία παίζει ο έλεγχος της τονικότητάς της, δηλαδή της διαβάθμισης της κλίμακας από το άσπρο μέχρι το μαύρο, σε συνδυασμό βέβαια με τη σύνθεσή της. Ο έμπειρος φωτογράφος μπορεί, αρχικά στη λήψη αλλά και στον σκοτεινό θάλαμο, να ελέγξει τις ενδιάμεσες τονικότητες μεταξύ άσπρου και μαύρου για να προσδώσει με αυτόν τον τρόπο την αίσθηση της απαιτούμενης προοπτικής, δηλαδή του βάθους.
Οι φωτογραφίες του Μελετζή από τη Σαντορίνη διαθέτουν όλα αυτά τα στοιχεία. Δημιουργούν, δηλαδή, βάθος στις δύο διαστάσεις τους, δίνοντας στον θεατή την αίσθηση του ανάγλυφου και του τρισδιάστατου του χώρου.
Απ’ όσο γνωρίζουμε, ο Μελετζής επισκέφθηκε και φωτογράφησε τη Σαντορίνη τη δεκαετία του 1950. Ήταν η εποχή που είχε ξεκινήσει τις φωτογραφικές περιοδείες του ανά την Ελλάδα, έχοντας το πλεονέκτημα της μεγάλης εμπειρίας που είχε πλέον αποκτήσει. Αναπάντητο ερώτημα για μια πιθανή πρώιμη επίσκεψη του στο νησί, πιθανόν για σύντομο διάστημα, αποτελεί το φωτογραφικό πορτρέτο του Δημήτρη Γληνού (1882-1943), το οποίο έγινε από τον Μελετζή στη Σαντορίνη, την εποχή που ο Γληνός βρισκόταν εξόριστος στο νησί.
Η Σαντορίνη του Μελετζή, συγκρινόμενη με εκείνην της Nelly’s, διαθέτει πιο δραματικό χαρακτήρα. Οι έντονες αντιθέσεις που επιδιώκει ο φωτογράφος εκφράζουν την αντίληψή του για το ιδιαίτερο αιγαιοπελαγίτικο φως που χαρακτηρίζει το νησί.
Αν και οι αντιθέσεις του άσπρου και του μαύρου είναι ακραίες στο νησί, λόγω του φωτός όπως αυτό ανακλάται από τα ολόλευκα κτίσματα, ο φωτογράφος με τη μαστοριά του στη λήψη, την εμφάνιση των αρνητικών, αλλά κυρίως στην εκτύπωση της τελικής φωτογραφίας, κατορθώνει να ελέγξει τα επίπεδα των τόνων και να αποδώσει το επιθυμητό γι’ αυτόν αποτέλεσμα!
Χρησιμοποιούσε για τις εκτυπώσεις του τα χαρτιά της Agfa Brovira και Record Rapid που απέδιδαν διαφορετικούς τόνους, ενώ η επιφάνεια και η υφή τους ήταν διαφορετική. Συχνά χρησιμοποιεί χαρτιά που αποδίδουν ζεστούς τόνους και άλλες φορές γυαλιστερά που έχουν μεγάλη ανάκλαση και κατά συνέπεια μεγαλύτερη αντίθεση.
Μελετώντας το αρχείο του Μελετζή, παρατήρησα ότι αρκετές φορές εκτύπωνε το ίδιο αρνητικό σε διαφορετικής υφής χαρτιά, σε μια προσπάθεια να διακρίνει το βέλτιστο.
Δυστυχώς δεν βρίσκεται κοντά μας ώστε να μας κάνει να ξεπεράσουμε το δίλημμα αυτό… Οι περισσότερες λήψεις του στη Σαντορίνη έχουν γίνει με τη μηχανή Rolleflex 6 x 6 εκ., μια εξαιρετικής ποιότητας γερμανική διοπτική φωτογραφική μηχανή, μάλλον ξεπερασμένη σήμερα. Εκτός των άλλων δυσκολιών, η μηχανή τραβούσε τετράγωνες φωτογραφίες διαστάσεων πλάκας 6 x 6 εκ., κάτι που δυσκόλευε τον φωτογράφο στο τελικό καδράρισμά τους» γράφει ο ιστορικός φωτογραφίας Άλκης Ξανθάκης.
«Οι φωτογραφίες του μινωικού οικισμού του Ακρωτηρίου Σαντορίνης, που τράβηξε ο Σπύρος Μελετζής, δημοσιεύονται εδώ ως ενιαίο σύνολο για πρώτη φορά. Ο αρχικός τους σκοπός ήταν να αποδώσουν τα εντυπωσιακά ευρήματα του Σπυρίδωνος Μαρινάτου το 1970, κυρίως το μικρό δωμάτιο Δ2 με το ξύλινο κρεββάτι, που βρέθηκε in situ αποτυπωμένο και που αποκαταστάθηκε ως γύψινο εκμαγείο. Η δε άθικτη τοιχογραφία της "Άνοιξης" ήταν ακόμη κολλημένη στον τοίχο» γράφει η Ναννώ Μαρινάτου.
«Ο Μελετζής όμως δεν αρκέστηκε στη φωτογράφιση των αρχαιοτήτων και ευρημάτων, αλλά έβγαλε και μερικά πορτρέτα του ανασκαφέα που εκφράζουν την προσωπικότητα του Μαρινάτου - και αυτό νομίζω είναι το χαρακτηριστικό του μεγάλου φωτογράφου: η απόδοση του χαρακτήρα πίσω από το πρόσωπο. Θα επιχειρήσω λοιπόν να σχολιάσω μερικές από τις φωτογραφίες αυτές και να τις συνδέσω με τις ιδέες και τα συναισθήματα του Μαρινάτου, όπως μάλιστα εκφράζονται από τον ίδιο. Η σύνθεση θα έχει έτσι και ένα στοιχείο αυτοβιογραφίας ή ακόμα και ψυχογραφίας.
Αλλά, ας αρχίσουμε από τις περιστάσεις. Το 1970, όταν ο Μελετζής πήγε στο Ακρωτήρι για να φωτογραφήσει, ήταν η εποχή της δικτατορίας. Άγνωστο σε εμένα πώς επιλέχθηκε ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης, έχω όμως μια έμμεση μαρτυρία.
Το 1970 εργαζόταν ως αρχιτέκτονας στις ανασκαφές ακρωτηρίου ο Ιωάννης Κουμανούδης. Στο ημερολόγιο της ανασκαφής διαβάζω ότι έφερε ως δώρο στον Μαρινάτο μια παλιά φωτογραφία που είχε τραβηχτεί στην Κρήτη το 1934 ή 1935, τότε που ο Μαρινάτος ήταν διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου. Ο νεαρός έφορος είχε πάει κυνήγι με τον αρχιφύλακα του μουσείου και γύρισαν με "ρεκόρ" θηραμάτων: αλεπούδες, πέρδικες και λαγούς που επιδεικνύει θριαμβευτικά ο Μαρινάτος, διότι το κυνήγι ήταν γι’ αυτόν πολύ σημαντικό χόμπι.
Αυτήν τη φωτογραφία τη βρήκε κάπου ο Κουμανούδης και προφανώς την πήγε στον Μελετζή για επεξεργασία και μεγέθυνση. Μετά, την έφερε στον Μαρινάτο στη Σαντορίνη ως δώρο. Τη μεγέθυνση Μελετζή βρήκα εγώ στα αρχεία του πατέρα μου, με τη σφραγίδα του μεγάλου φωτογράφου στο πίσω μέρος μαζί με γραπτή αφιέρωση του Κουμανούδη.
Ίσως αυτή η φωτογραφία, που συνέδεε το παρελθόν με το παρόν, αποτέλεσε το έναυσμα για τη συνεργασία μεταξύ Μαρινάτου και Μελετζή. Εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του φωτογράφου, υποθέτω ότι ο Μαρινάτος του ζήτησε να φωτογραφήσει επισήμως την ανασκαφή - αυτό βέβαια είναι μια υπόθεση. Πάντως η φωτογράφιση έγινε το 1970.
Ας κάνουμε μια σύγκριση μεταξύ της μεγέθυνσης που έκανε ο καλλιτέχνης και του πορτρέτου που τράβηξε ο ίδιος το 1970. Η φωτογραφία του 1935 αποτυπώνει τη ζωτικότητα της προσωπικότητας του νεαρού Μαρινάτου, καθώς εκείνος γελάει γεμάτος θρίαμβο, εκφράζοντας τη χαρά της ζωής. Όμως, αυτή η ζωτικότητα δεν υπάρχει πια στον εβδομηκοντάχρονο, στοχαστικό και σχεδόν μελαγχολικό ερευνητή το 1970. Ακριβώς αυτήν τη στοχαστικότητα αποδίδει στις δικές του φωτογραφίες ο Μελετζής.
Πράγματι, ο Μαρινάτος ένιωθε κάποια απογοήτευση και για το παρόν και για το μέλλον την τελευταία δεκαετία της ζωής του, σαν να αισθανόταν ότι είχε περάσει η εποχή του. Ναι μεν στη Σαντορίνη είχε ανασκάψει ένα μοναδικό οικισμό, τη μεγαλύτερη ανασκαφή της Μεσογείου, που θεωρείται ακόμη και σήμερα ο μεγάλος θρίαμβος της καριέρας του.
Όμως, η εικόνα της απόλυτης καταστροφής που είχε φέρει η έκρηξη του ηφαιστείου, όπως την αποκάλυπτε η σκαπάνη του ανασκαφέα μέρα με την ημέρα, τον είχε επηρεάσει με σκέψεις αρνητικές: άραγε, είχε επιζήσει κανείς από τους ανθρώπους να πει την ιστορία του;
Παραθέτω εδώ μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση του μεγάλου Καρόλου Δαρβίνου ύστερα από έναν φοβερά καταστρεπτικό σεισμό που έζησε ο ίδιος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του γύρω από τον κόσμο με το πλοίο "Beagle" (1831-1836). Στην Αργεντινή, ο Δαρβίνος είδε ο ίδιος μια ολόκληρη πόλη να χάνεται μέσα σε μια νύχτα, ύστερα από σεισμό. Κάτι τέτοιο συνέβη και στον Μαρινάτο, όταν μελετούσε τα ερείπια του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη και σχεδόν συμμεριζόταν το σοκ που δέχτηκε ο πληθυσμός και στα δυο νησιά από το τσουνάμι. Τον κάθε επιστήμονα, που έχει την τάση να φιλοσοφεί, θα τον αγγίξει κάπως και το θέμα της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και ο ρόλος των φυσικών καταστροφών στην ιστορία του πολιτισμού.
Η φωτογραφία του Μελετζή αποτυπώνει και κάτι άλλο, πέρα από τον προβληματισμό του ανασκαφέα: την απόλυτη προσήλωση του Μαρινάτου στο αντικείμενο της επιστήμης με πάθος και καθήκον. Η ευαισθησία του Μαρινάτου αποτυπώθηκε στις ιδέες του για τη μινωική τέχνη, και ο Μελετζής κατάφερε να αποδώσει τις ιδέες του για την τοιχογραφία της "Άνοιξης", όπως ακριβώς την έβλεπε ο ανασκαφέας».