Οι βασανισμοί των κρατουμένων επί δικτατορίας, από την αστυνομία, τη χωροφυλακή, τους ΕΣΑτζήδες και τους παρακρατικούς ήταν καθημερινό φαινόμενο και φυσικά μια απολύτως εγκληματική πρακτική.
Χάθηκαν άνθρωποι και όχι μόνο μέσα από επιτόπιες δολοφονίες, αλλά και εξαιτίας των συνεπειών των βασανιστηρίων, όταν εκείνα είχαν τυπικά παρέλθει.
Από πολύ νωρίς διάφοροι κρατούμενοι-βασανισθέντες προσπάθησαν να κάνουν γνωστές στο πανελλήνιο, αλλά και έξω από τη χώρα, αυτές τις απάνθρωπες πρακτικές.
Ακόμη και μέσα από τις φυλακές, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, αλλά και ως αποφυλακισμένοι πια, έχοντας μεταβεί στο εξωτερικό και συνεχίζοντας από 'κει την αντιδικτατορική δράση τους.
Τα βιβλία, από τα οποία ανθολογούμε στη συνέχεια χαρακτηριστικά αποσπάσματα δεν είναι, φυσικά, τα μόνα. Υπάρχουν κι άλλα.
Είναι όμως αρκετά για να αντιληφθούν και οι νεότεροι τι ακριβώς σήμαινε το να σε συλλαμβάνουν, στη δικτατορία, για ιδεολογικούς-πολιτικούς λόγους και να βασανίζεσαι, μέχρι θανάτου, γι' αυτούς.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή. Φώναξα τ' όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα 'ταν δε θα 'ταν δέκα χτυπήματα. Δεν τόλμησα να κάνω καμμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε. Φώναζα.
Τζαβαλάς Καρούσος
Ένας από τους πρώτους που επιχείρησαν να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη πάνω στο θέμα των βασανιστηρίων ήταν ο γνωστός ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος (1904-1969).
Ο Καρούσος συλλαμβάνεται, στα 63 του, την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος και οδηγείται στη Γυάρο (έχοντας ήδη περάσει από Μακρόνησο και Άη Στράτη στα τέλη του '40 και τις αρχές του '50), απ' όπου θα αφεθεί, βαριά άρρωστος, τρεις μήνες αργότερα.
Στο επόμενο διάστημα ο Καρούσος θα καταφύγει στο εξωτερικό, συνεχίζοντας τους αγώνες του «στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Στοκχόλμη, στο Στρασβούργο, καταγγέλλοντας από τα διεθνή μέσα ενημερώσεως και στους διεθνείς οργανισμούς τη δικτατορία στην Ελλάδα, μέχρι το θάνατό του, στις 3 Ιανουαρίου 1969, στο Παρίσι».
Το βιβλίο του Γυάρος, γραμμένο σε ευρωπαϊκό νοσοκομείο, σαν ένα χρονικό όσων έζησε στην εξορία εκείνους τους τρεις μήνες του '67, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μετά το θάνατό του και μετά την πτώση της δικτατορίας προφανώς, από τις εκδόσεις Πλειάς (1974).
Μου κάνει μεγάλο κόπο ν' ασχοληθώ με τον εαυτό μου. Ήταν περιπτώσεις πολύ φοβερώτερες από τη δική μου. Αν το κάνω, είναι για να δώσω από την προσωπική περίπτωση μια γενική εικόνα τι θα πει άρρωστος στα χέρια της αμερικάνικης ΚΥΠ και ποιες είναι οι καινούριες μέθοδοι βασανιστηρίων που άρχισαν να εφαρμόζουν. Το ξύλο είναι αναχρονιστικό. Πρέπει ο κρατούμενος να βασανιστεί, να πεθάνει, αλλά κι αυτοί να μην κατηγορηθούν για τίποτε.
Όπως είπα, δεν ήταν από τις φοβερώτερες. Ήταν όμως ιδιότυπη. Αν κάθε δέκα μέρες δεν πήγαινα σ' έναν ουρολόγο ήμουν ανάπηρος. Δεν μπορούσα να ουρήσω με όλες τις φοβερές συνέπειες που έχει αυτό για τα νεφρά και την καρδιά.
Είχαν περάσει καμιά εικοσαριά μέρες που έλειπα απ' την Αθήνα και καμιά δεκαριά όπου είχα να πάω στο γιατρό, περίπου ένας μήνας. Η ζωή μου ήταν δύσκολη. Μέρα νύχτα αναγκαζόμουν να πηγαίνω στην τουαλέτα κάθε μισή ώρα. Και να μένω εκεί, πάνω από τέταρτο. Η κατάσταση αυτή ήταν γνωστή στις αρχές που μ' έπιασαν. Δυο φορές με μετέφεραν με φορείο από τον Άη Στράτη στην Αθήνα. Άπειρες φορές με βασάνισαν στη Μακρόνησο και στα τμήματα μεταγωγών μ' αυτό τον τρόπο. Ήταν γνωστή και στους εξόριστους γιατρούς. Τούτη τη φορά ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Αναφέρθηκα στον υπίατρο ουρολόγο που ήταν και ο διοικητής της υγειονομικής υπηρεσίας και με κατέβασαν στο νοσοκομείο.(...)
Πλάι μου έχω ένα δικηγόρο. Πάσχει από παραμορφωτική αρθρίτιδα. Στη γωνιά αντίκρυ μου αριστερά ακούω ένα ρόγχο. Περιπνευμονία. Τη βγάζει δεν τη βγάζει. Είναι ξαπλωμένος με τα ρούχα. Δεν έχει τίποτε να βάλει. Έτσι τον πήραν απ' το χωράφι του στην Καλαμάτα, στο τμήμα αμέσως, και στο αρματαγωγό. Αυτός έκανε μια βδομάδα εκεί μέσα.
Στο διπλανό είναι ένας ηλικιωμένος κύριος καμιά εξηνταριά χρονών που κάθεται στο ράντζο του και πασχίζει ν' ανασάνει. Τον κοιτάζω καλύτερα. Είναι ένας φίλος μου γιατρός. Είχε υποστεί το τέταρτο έμφραγμα. Είχε είκοσι μέρες στην κλινική. Αποκεί πήγαν και τον πήραν και με φορείο από μεταγωγών σε μεταγωγών, από πλοίο σε καΐκι, έφτασε στα Γιούρα, ευτυχώς ζωντανός. Δεν είχε ούτε μαντίλι μαζί του.
Την πιτζάμα του νοσοκομείου και τη ρόμπα. Φυσάει τη μύτη του με εφημερίδες. Κι άλλοι. Αποκεί θα περάσουν πολλοί, απ' όλα τα διαμερίσματα. Αυτές τις μέρες μάλιστα τους μαζεύουν από τους θαλάμους κι από τις σκηνές. Έτσι με κατέβασαν και μένα. Έρχονται οι επιτροπές.(...)
Στο νοσοκομείο με μετέφεραν για να μου κάνει επέμβαση ο γιατρός με καθετήρες ν' αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία ή αν δεν μπορούσε και δεν είχε τα μέσα να με στείλει σε ουρολογική κλινική. Ήδη είχαν αρχίσει αποστολές στη Σύρα και στην Αθήνα. Στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος των φυλακών Αβέρωφ είχε κιόλας μεταφερθεί ο βουλευτής Ηλιού. Απ' όλα αυτά τίποτα δεν έγινε.(...)
Δυστυχώς τούτο, δυστυχώς τ' άλλο. Πέρασαν τρεισήμισι βδομάδες εκεί μέσα ώσπου μια μέρα μ' έδιωξαν για να επιστρέψω ξανά στη φυλακή. Τα φάρμακα που μου έδιναν ήταν ασπιρίνη και ηρεμιστικά...
Περικλής Κοροβέσης
Είναι από τις πλέον γνωστές η ιστορία του Περικλή Κοροβέση και του βιβλίου του Ανθρωποφύλακες, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1969 και στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1974 από τις εκδόσεις Βέργος. Όπως διαβάζουμε στην επανέκδοση του 2007 [εκδόσεις Ηλέκτρα]:
«Οι Ανθρωποφύλακες στηρίχτηκαν στο υλικό που περιείχε η πολυσέλιδη κατάθεση του συγγραφέα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το υλικό αυτό αποτέλεσε την κύρια αιχμή ενός διεθνούς κύματος διαμαρτυρίας για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα της Χούντας, που κορυφώθηκε με την έκδοση του βιβλίου.
Για την ολοκλήρωσή του ο συγγραφέας εργάστηκε στη Γενεύη, από τον Μάρτη μέχρι τον Ιούνιο του 1969, αρχικά ως φιλοξενούμενος του Αμερικανού δικηγόρου Τζιμ Μπέκετ, ο οποίος συνέταξε την πρώτη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα, και τελικά σε μια φοιτητική εστία της ίδιας πόλης.(...)».
Ο Σπανός είπε να με δέσουνε. Έκανε επιθεώρηση. Με δέσανε στο πάγκο πολύ σφιχτά. Δεν έφερα καμμιά αντίσταση. Καμμιά διαμαρτυρία Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως πήγα σχεδόν πρόθυμα. Όπως πηγαίνεις στον οδοντογιατρό μόνος σου και κάθεσαι στη καρέκλα. Ο Σπανός κούνησε τα πέλματα, να δει αν ήτανε καλά δεμένα. Ο κ. Σπανός ικανοποιημένος. Αλλά δεν αρχίζει. Έχει διάθεση για κουβέντα.
Με ρωτάει πώς αισθάνομαι, ενδιαφέρεται να μάθει αν ο πάγκος είναι σκληρός ή αν με κόβουν τα σχοινιά. Με ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δεν μιλάω καθόλου. Ίσως λέω να 'ναι καλύτερα. Τουλάχιστον να προκαλέσω το υπηρεσιακό τους μένος, να μη το πάρουνε προσωπικά.
Ο Σπανός με ρωτάει αν μ' αρέσει το φιστίκι, έκφραση που δεν ήξερα τι σημαίνει, αλλά μ' έκανε ν' αντιδράσω. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ήρθε αμέσως κοντά. Του είπα: «Αν νομίζετε πως θα βγάλετε τίποτα μ' αυτό τον τρόπο, είστε πολύ γελασμένος. Είναι εικοστός αιώνας. Το λέω αυτό για τη καριέρα σας. Θα σας καταγγείλω. Δεν ξέρω αν το πίστευα ή όχι, πάντως μου 'κανε καλό. Απάντηση Σπανού: «Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια ρε, και στον Ο.Η.Ε. να με πας θα μου κλάσεις τ' αρχίδια, κατάλαβες;».
Οδηγίες Σπανού προς τον χειρόνακτα βασανιστή.
– Δώσε Φιστίκι, Κώστα.
– Ξύλο, σίδερο;
– Ξύλο και βλέπουμε.
– Μάλιστα, γιατρέ.
Μου φάνηκε πως άκουγα μια περίεργη διάλεκτο αφρικανικής φυλής. Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.
Η φάλαγγα είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που επενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ' ένα σκληρό γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατο να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια τα διαστήματα ανάμεσα στο χτύπημα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Την λεπτομέρεια αυτή την ξέρουν και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά.
Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή. Φώναξα τ' όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα 'ταν δε θα 'ταν δέκα χτυπήματα. Δεν τόλμησα να κάνω καμμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε. Φώναζα.
Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη κείνη η αηδία κυλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν' αναπνεύσω.
Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα. Να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ' ένα καταράχτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου. Δεν τελείωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή.
Περίεργο, εγώ που για να βάλω τροχό στο δόντι μού κάνανε ένεση, άντεχα. Δεν λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατο. Τώρα το ξύλο δημιουργεί και ένα ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να 'σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση.
Διονύσης Λιβανός
Το ιδιαίτερο με το βιβλίο του Διονύση Λιβανού (1934-2005) Μια Νύχτα Μια Τυραννία είναι πως κυκλοφόρησε, στην Ελλάδα, επί δικτατορίας και δεν εννοούμε την πρώτη πολυγραφημένη παράνομη έκδοσή του (σε 700 αντίτυπα) από τον Μάρτιο του 1972, που πήγαινε «χέρι με χέρι», αλλά την κανονική από τον Οκτώβριο του '73 (ένα μήνα πριν το Πολυτεχνείο).
Είναι λογικό να υποθέσουμε πως μετά το πραξικόπημα Ιωαννίδη (25 Νοέμβριου 1973) το βιβλίο θα μαζεύτηκε.
Ο Διονύσης Λιβανός, που υπήρξε βουλευτής της ΝΔ στην αρχή της Μεταπολίτευσης και αργότερα ευρωβουλευτής και υπουργός του ΠΑΣΟΚ, είχε βασανισθεί επί δικτατορίας τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής προς το Μεγάλο Σάββατο του 1968 και σ' εκείνη την εμπειρία του έδωσε, στην πορεία, μια μυθιστορηματική κατάληξη.
Το βιβλίο είναι «προσεκτικό» σε σχέση με τα πραγματολογικά στοιχεία του (ονόματα κ.λπ.), αλλά δεν παύει να διαβάζεται και σαν ντοκουμέντο.
«Λέγε». Ήρθε η φωνή άξαφνα κάπου από πίσω. Ο προβολέας άστραψε ξανά στα μάτια του. Τίναξε ο Νικήτας το κεφάλι πίσω νευρικά. Έσφιξε άγρια τα βλέφαρα. Κράτησε τα μάτια κλειστά. Δεσμίδες από φως τον ζώσανε από παντού. Τον έκαιγαν. Έφερε το κεφάλι ολόγυρα μια δυο φορές. Να λυτρωθεί. Μα τίποτα. Άφησε ελεύθερο το κεφάλι να πέσει εμπρός. Ακούμπησε το πηγούνι απάνω στο στέρνο. Να στεργιωθεί. Στο μέτωπό του ένοιωθε ένα φλόγισμα από το τσίμπημα που του έκανε το φως. Ανέβηκε το χέρι του αργά στο κούτελο. Τα δάχτυλά του αναδεύανε να αγγίσουνε τη βούλα. Ψάχνανε. Ένιωσε ο Νικήτας πως του γίνηκε μανία ετούτη η κίνηση. Απόσυρε το χέρι του κλεφτά σαν να ντρεπότανε. Κοντανάσαινε. Τα αίμα στα μελλίγγια του κλώτσαγε άγρια. Να σπάσει ό,τι βρει μπροστά του. Να ξεχυθεί.
«Λέγε». Το σάλιο στέρεψε μέσα στο στόμα του. Αγωνιζότανε να καταπιεί. Έπιασε η άκρη του ματιού έναν όγκο να 'ρχεται απάνω του. Τον τράνταξε το χτύπημα μετά, γερό απάνω στο κεφάλι, ολόκορφα. Πήγε να φυλαχτεί. Ήρθε το δεύτερο απανωτά. Ακόμα πιο γερό. Δοσμένο με την κόψη του χεριού λίγο πιο κάτω από το σαγώνι. Άλλο. Κι άλλο ύστερα. Χωρίς λύπηση. Χωρίς φραγμό. Ένιωσε να σβήνει η ανάσα του και ένα λίγωμα. Χτύπαγε αλύπητα ο άλλος. Από το στόμα του που άφριζε ξεχύνονταν βρισιές. «Δε σ' έχω χρεωμένο, παλιοτόμαρο. Θα σε ψοφήσω». Δυο χέρια ατσάλινα τον γράπωσαν. Γίνηκε το πουκάμισο με το σακκάκι του ένας μάτσος μεσ' στα δάχτυλά του. Τον σήκωσαν ψηλά.
«Μίλα μου. Λέγε. Θα τα πεις». Σφύριζε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του ο διοικητής. Το αίμα έβαψε τα χέρια του. Τα σκούπισε με αηδία απάνω στο Νικήτα. Άρπαξε το κεφάλι του από τα μαλλιά. Το ζύγωσε στο μούτρο του. Το κόλλησε πάνω στη μύτη σχεδόν. Το στόμα του βρώμαγε απαίσια, κουφαλιασμένα δόντια ανάκατα με σαπισμένη τσιγαρίλα. Δυο μάτια γυάλισαν αλλόκοτα, τρελλά. «Θα τα ξεράσεις όλα, κάθαρμα».
Μια δυνατή κλωτσιά στα σκέλια ανάμεσα έκαμε το Νικήτα να λυγίσει. Διπλώθηκε στα δυο. Κυλίστηκε βαλαντωμένο το κορμί του στη γη. Αδύναμο, ένα βογγητό, αχνό, σμίχτηκε με το πέσιμο. Κι είχε παράπονο πολύ μέσα του, εκείνο το βογγητό.
Ο άλλος αρχίνησε με παραφορά ανείπωτη να κλωτσάει το σωριασμένο κορμί. Μούγκριζε ο Νικήτας τώρα σα το βόδι που το σφάζουνε μα ακόμα δεν έχει αποκάμει. Βόγγαγε περισσότερο ο άλλος. Αγκομαχούσε και τρανταζόταν σε κάθε του κλωτσιά. Οι υπόλοιποι παρακολούθαγαν αμίλητοι, σκυφτοί. Ο μεσιανός ρουφούσε ολοένα το λαιμό του κι έφτυνε.
Η «αράχνη» ο λοχαγός, αρχίνησε τα αραιά χτυπήματα ξανά, απάνω στα χαρτιά. Το πρόσωπό του, πικεδένιο, κίτρινο, σα μανταρίνι, είχε ασπρίσει ακόμα πιο πολύ.
Ο άλλος ταγματάρχης, με τα πεταγμένα αυτιά, είχε απλωθεί με τους αγκώνες του ολόκληρος απάνω στο τραπέζι κι έχασκε. Όταν απόκαμε να δέρνει ο διοικητής σταμάτησε. Χάζεψε λίγο το Νικήτα που ήτανε ριγμένος μπρούμητα και δε κουνούσε πια. Τον έσπρωξε μετά, με το τακούνι του, να τον γυρίσει ανάσκελα. Κύλαγε αβάσταχτο το αίμα από τα ακρόχειλα, από τα αυτιά. Αυλάκωνε αργά, το συσπασμένο από τον πόνο πρόσωπο και στάλαζε. Η σκόνη απάνω στα σανίδια ρούφαγε αχόρταγα. Μικροί λεκέδες, κόμπος κόμπος, που έσταζε απλώνανε ολόγυρα κι ενώνονταν.
«Πάρτε τον από δω», ούρλιαξε ο διοικητής. Με το μανίκι του σκουπίστηκε στο μουσκεμένο μούτρο του που έσταζε. Πριν να τραβήξουνε οι στρατιώτες τον Νικήτα χειροπόδαρα στήθηκε απάνω του. Μόρφασε με αηδία το μούτρο του. Με σιχαμό. Τον έφτυσε ύστερα, λες και σημάδεψε ίσια στο στόμα.
Κίττυ Αρσένη
«Η Κίττυ Αρσένη γεννήθηκε το 1935 στο Αργοστόλι. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν. Έπαιξε σε πολλά αθηναϊκά θέατρα και συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές παραγωγές.
Το καλοκαίρι του 1967 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία, έφυγε παράνομα από την Ελλάδα και κατέθεσε ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, καταγγέλλοντας τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Χούντα.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική και καλλιτεχνική δράση, επικεντρωμένη τα τελευταία χρόνια στη σκηνοθεσία.(...)
Η Κίττυ Αρσένη υπήρξε ενεργή στο χώρο της Αριστεράς από τις γραμμές του ΚΚΕ Εσωτερικού, της ΕΑΡ, του Συνασπισμού και της Δημοκρατικής Αριστεράς. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2013».
Το, σε σχέση με τα βασανιστήρια που υπέστη επί δικτατορίας, αυτοβιογραφικό βιβλίο της Κίττυς Αρσένη Μπουμπουλίνας 18 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Θεμέλιο το 1975.
Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πως μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: «Μην κουράζεστε κύριε προϊστάμενε! Εγώ!» Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω.
Σκεφτόμουνα όταν ήμουνα μικρή είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα. «Έτσι θα 'ναι και τώρα» σκεφτόμουνα «την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω». Άρχισα να ξεφωνίζω μηχανικά σχεδόν, όταν είδα από μακριά ένα φως σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος φαίνεται...
Με ξαναβάλανε γρήγορα γρήγορα μέσα στ' αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες της κοινής ησυχίας! Ο Λάμπρου μου λέει «Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δεν μας τα πεις όλα απόψε!». Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου.
«Τότε θα την εκτελέσουμε» και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Παίζει το μεγάλο του νούμερο. «Δε με νοιάζει, πώς το λένε κ. Μπάμπαλη. Και κάτι παραπάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν». «Σκότωσέ με! Δε με νοιάζει», τους φωνάζω.
Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Το 'ξερα, δεν θα τολμούσαν ποτέ να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουνε. Από κει και πέρα το μεγάλο νταβαντούρι. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά.
Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Είναι αστείο.
«Θα σταματήσουν άμα χαράξει», σκέφτομαι, «ως τότε αντέχω». Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω.
Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια.
Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο κ. Λάμπρου, ο κ. προϊστάμενος κουράστηκε. «Δεν βγαίνει τίποτα μ' αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αλήθειας». «Λες ψέματα κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά», σκέφτομαι, «δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ' αρέσει περισσότερο».
Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες, ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18.
Αναστάσιος Μήνης
Το βιβλίο του Αναστάσιου Μήνη (1919-2005) 111 Μέρες στην ΕΣΑ [Φυτράκης, Γενάρης 1975] είναι ένα αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο, με πολύ σκοτεινές και δύσκολα περιγράψιμες εμπειρίες βασανισμού.
Ο Μήνης στη μεταπολίτευση εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις, ενώ το 1989 ακολούθησε τον ενιαίο τότε Συνασπισμό.
«Ο συγγραφέας του ημερολογίου Αναστάσιος Μήνης, αντισμήναρχος σε πολεμική διαθεσιμότητα και ήδη απότακτος, γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1919. Μπήκε το 1940 στη Σχολή Ικάρων.
Πολέμησε στη Μέση Ανατολή και τραυματίστηκε για πρώτη φορά στη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Έπεσε με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη απ' τις δυνάμεις του Άξονος Ελλάδα, με πολεμική αποστολή.
Τραυματίστηκε άλλες τρεις φορές, πέφτοντας με το αεροπλάνο του, στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου 1946-1949. Το 1952 ετέθη σε πολεμική διαθεσιμότητα με το βαθμό του σμηναγού.
Συνελήφθη τον Απρίλιο του 1972 απ' την Ασφάλεια Προαστίων. Τον Ιούνιο του 1972 παραδόθηκε με εισαγγελική παραγγελία, απ' τις φυλακές Κορυδαλλού στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, όπου παρέμεινε και βασανίστηκε επί 111 μέρες.
Πέρασε από δίκη τον Φεβρουάριο του 1973 και καταδικάστηκε απ' το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών για την αντιδικτατορική του δράση.
Αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 1973 με την αμνηστία, η καταδίωξή του όμως από την ΕΣΑ συνεχίστηκε μετά την εκ νέου κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, τον Νοέμβριο του 1973, εκδικητικά, σαν συνέπεια της δημοσιεύσεως αποσπασμάτων του ημερολογίου απ' τον ξένο Τύπο.
Η καταδίωξη αυτή υποχρέωσε τον Α. Μήνη να περάση στην παρανομία, έως την πολιτική μεταβολή της 23ης Ιουλίου 1974».
Να συμπληρώσουμε μόνο πως πάνω στο βιβλίο του Αναστάσιου Μήνη, κυρίως σ' αυτό, στηρίχθηκε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σμαραγδή Το Κελλί 0 (1975).
2 Ιουλίου 1972, Κυριακή
Τα πόδια μου έχουν πρησθή, υποφέρω, νυστάζω, αλλά δεν μ' αφήνει ο φρουρός να κοιμηθώ. Έτσι περνάει όλη νύχτα. Ξημερώνει και εγώ ακίνητος, αλλά καθιστός στον καναπέ.
Το πρωί κατά τις 8 ξανάρχεται ο γιατρός και με εξετάζει. Διατάζει το δεσμοφύλακα να μου φέρουν το κρεββάτι. Επιτέλους ήπια νερό, ξάπλωσα, κοιμήθηκα. Το μεσημέρι με ξυπνούν και με οδηγούν στο Χατζηζήση, στο γραφείο του. Μου λέει: «κ. Μήνη για το καλό σου σε συμβουλεύω να μας γράψης όλα όσα ξέρεις για την (οργάνωση) Αντίσταση Απελευθέρωση Ανεξαρτησία. Έχουμε τα μέσα να σε κάνωμε να μας τα πης όλα. Μη μας αναγκάσης να τα χρησιμοποιήσουμε, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν οι σφυγμοί σου πέφτουν στους 45, 30 στο 0. Πήγαινε τώρα στο κελί σου και γράφτα όλα».
Με οδηγούν στο κελί. Ξαπλώνω. Μετά πέντε λεπτά με ρωτάει ο δεσμοφύλακας από το τετράγωνο άνοιγμα της πόρτας «θα γράψης;» του απαντώ πως δεν έχω να γράψω τίποτα. Σε λίγο έρχονται τρεις με πολιτικά, βγάζουν το κρεββάτι και με διατάζουν να σταθώ προσοχή, απέναντι από τον τοίχο στο ίδιο σημείο όπως χθες. Όλοι κρατούν κλομπς.
Φεύγουν οι δύο και μένει ο Τσουμ. (Τσουμάνης). Με ρωτάει «Θα γράψεις ρε;». Του απαντώ πως δεν έχω να γράψω τίποτα. Τότε αρχίζει να με χτυπάει με το κλομπ στις γάμπες. Είναι η πρώτη φορά που με χτυπούν. Αντιδρώ αμέσως, προσπαθώντας να του πάρω το κλομπ. Με ξαναχτυπά – οπότε του δίνω μια γροθιά και του πιάνω τα χέρια.
Φωνάζει. Ορμάει απ' έξω ο δεσμοφύλακας, Βαγγέλης Μαυρόπουλος (Μανωλόπουλος) και με χτυπάει με το κλομπ και με βρίζει. Με απειλεί, που τόλμησα να σηκώσω χέρι. Του δικαιολογούμαι πως δεν σήκωσα χέρι, αλλά ενστικτωδώς αντέδρασα και του έπιασα τα χέρια. Με διατάζει να μη κουνηθώ από τη στάση της προσοχής γιατί θα πεθάνω.
Φεύγει, μένει ο Τσουμ. μόνος του και μου λέει: «Το τι έχεις να τραβήξης γαμώ την Παναγία σου, δεν το φαντάζεσαι» και αρχίζει να με χτυπά με δύναμη με το κλομπ στις γάμπες, στους μηρούς και στους γλουτούς. Μου ζητάει να μένω ακίνητος και στη στάση της ιδανικής προσοχής.
Επειδή με τα χτυπήματα μετακινούμαι λίγο, παίρνει πράσινη μπογιά και γράφει ένα κύκλο διαμέτρου 40 εκατοστών περίπου και σε απόσταση ενός μέτρου από τον τοίχο. Με διατάζει να βρίσκωμαι πάντα μέσα στον κύκλο και με μέτωπο προς τον τοίχο. Ιδρώνω, ζαλίζομαι, πονώ από τα χτυπήματα, μ' αρχίζει πάλι η δύσπνοια και συνεχώς με δέρνει.
Περνούν οι ώρες, αλλάζουν οι φρουροί και εγώ πάντα όρθιος, προσοχή, μέσα στον πράσινο κύκλο συνεχώς δερόμενος και βριζόμενος – και πάντα η στερεότυπος απάντηση: «Δεν έχω να γράψω τίποτα».
Οι φρουροί μου εναλλάσσονται κάθε δύο ώρες τη μέρα και κάθε μιάμιση τη νύχτα. Δεν ξέρω τι ώρα είναι. Έχει νυχτώσει κι' εγώ πάντα στον πράσινο κύκλο, όρθιος στη στάση προσοχής και δερόμενος. Είμαι μούσκεμα από τον ιδρώτα, πονώ, πονώ πάρα πολύ, αναπνέω δύσκολα, τα πόδια μου έχουν πρησθή, νυστάζω και δεν μπορώ να κοιμηθώ, διψώ πολύ. Ζαλίζομαι, έχω παραισθήσεις.
Βλέπω στον τοίχο διάφορες παραστάσεις και συμπλέγματα. Βλέπω να γίνεται ο τοίχος διαφανής και να σχηματίζονται ξεκάθαρα οι εξής εικόνες στην αριστερή πλευρά.
Μια ωραία και εντελώς γυμνή γυναίκα να είναι σε ερωτική περίπτυξη μ' έναν άνδρα πάνω σ' ένα κρεββάτι. Τα πόδια και τα χέρια της όμως κατέληγαν σε πόδια κατσίκας. Του δεν άνδρα, κατέληγαν σε πόδια αλόγου.
Στην άλλη πλευρά του τοίχου σχηματίζετο η εικόνα ενός χημικο-μηχανολογικού εργαστηρίου με διάφορα ράφια γεμάτα εργαλεία, δοκιμαστικούς σωλήνες κ.λπ. Κάπου-κάπου φαίνεται ένα ποντικάκι να πηδάη από ράφι σε ράφι. Επίσης ένας άνθρωπος με λευκή μπλούζα κινείται και εργάζεται εντός του εργαστηρίου. Αυτές τις παραστάσεις θα τις βλέπω, πάντα τις ίδιες, σε όλο το διάστημα που θα με βασανίζουν.