Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έφυγε από τη ζωή μετά από μακρά περιπέτεια υγείας, μένοντας στην Ιστορία ως ο τελευταίος και μοιραίος μονάρχης της Ελλάδας. Ο θάνατός του σηματοδοτεί και σε συμβολικό επίπεδο το τέλος μιας εποχής στην οποία η δημοκρατία δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα της. Άλλωστε, ήταν ο μοναδικός από τους πρωταγωνιστές των δραματικών γεγονότων της δεκαετίας του ’60 που ήταν ακόμα εν ζωή.
Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η βραχύβια παρουσία του στον θρόνο θα συνδεόταν με φαιδρότητες, καταιγιστικές εξελίξεις και επώδυνες συνέπειες που θα οδηγούσαν σε μια πολυτάραχη πολιτικά περίοδο. Ούτε και ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος συνταγματικός βασιλιάς της χώρας μετά και την αμετάκλητη απόφαση των Ελλήνων στο δημοψήφισμα του 1974, όπου το κεφάλαιο της μοναρχίας, ενός παρωχημένου και ξενόφερτου θεσμού, έκλεισε διά παντός.
Είναι γεγονός ότι η περίοδος κατά την οποία ο τέως βασιλιάς ήταν αρχηγός του ελληνικού κράτους συνδέθηκε με τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας. Παρά το ότι δεν έμεινε για πολύ στον βασιλικό θρόνο (μόλις 3 χρόνια και 9 μήνες), η θητεία του σημαδεύτηκε από αντισυνταγματικές παρεμβάσεις, πράξεις και επιλογές που οδήγησαν σε πολιτική εκτροπή, πόλωση, αστάθεια και παρατεταμένη ακυβερνησία.
«Ο τέως Βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Β´ προσέφερε μια σημαντική υπηρεσία στον ελληνικό λαό. Διευκόλυνε, με τα λάθη του, την κατάργηση ενός αναχρονιστικού θεσμού, ενός άχρηστου θεσμού, ενός θεσμού που κόστισε πολύ ακριβά στην Ελλάδα».
Αναμφίβολα, ο τέως βασιλιάς διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο σε κρίσιμα γεγονότα της μεταπολεμικής περιόδου. Ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ ταυτίστηκε με την ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά το όνομα του έμελλε να γίνει συνώνυμο πολιτικής ίντριγκας, αντιδημοκρατικών ενεργειών και εσφαλμένων αποφάσεων που πυροδότησαν πολιτικές εξελίξεις και κρίσεις. Επηρέασε αρνητικά τη δημοκρατική πορεία της χώρας, ενώ τα λάθη, η ατολμία και οι παραλείψεις του αποδείχθηκαν καταλυτικές και για το πολιτικό του μέλλον.
Άλλωστε, ο ίδιος δεν μπόρεσε ποτέ να παραδεχθεί ότι ο μόνος τίτλος που τον ακολουθούσε ως το τέλος ήταν εκείνος του έκπτωτου βασιλιά.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αν και πλήρως αποκαθηλωμένος, επιδίωκε συνεχώς μέσω δημόσιων παρεμβάσεων, πολυσέλιδων συνεντεύξεων και τρίτομων βιογραφιών να αφηγείται τη δική του οπτική για όλα όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Εξιστορούσε φανταστικά περιστατικά, εφεύρισκε ανυπόστατες δικαιολογίες, ενώ με τις απαντήσεις του δεν φώτισε ποτέ τα βαθύτερα κίνητρα της ανάμειξης και της επιρροής του σε ταραγμένες στιγμές της πολιτικής μας ιστορίας.
Γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στις 6 Μαρτίου του 1964, σε ηλικία 24 ετών, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την τότε πριγκίπισσα της Δανίας, Άννα Μαρία, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες.
Ήταν γιος του βασιλιά Παύλου Α’, του οίκου των Γλύξμπουργκ, και της βασίλισσας Φρειδερίκης-Λουΐζας του Ανόβερου, αδελφός της μετέπειτα (και πρώην πλέον) βασίλισσας της Ισπανίας Σοφίας και της πριγκίπισσας Ειρήνης. Θα εξελισσόταν σε κομβικό πρόσωπο, που θα επέφερε τον εκτροχιασμό της χώρας και την εκτροπή της δημοκρατίας.
Το παλάτι, τα Ιουλιανά του 1965 και η αποστασία
Στις 15 Ιουλίου του 1965 προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου του 53% με πρωθυπουργό τον λαοπρόβλητο Γεώργιο Παπανδρέου, παραβιάζοντας κάθε έννοια συνταγματικής τάξης.
Εκείνη την περίοδο ο τέως βασιλιάς, με πρόσχημα την εκδικαζόμενη τότε υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου, απέφευγε να δεχτεί σε ακρόαση τον Γεώργιο Παπανδρέου αρνούμενος, κατά παραβίαση του συντάγματος, την απόφασή του να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Τότε ξέσπασε κρίση μεταξύ των δύο ανδρών, με ανταλλαγή επιστολών σε υψηλούς τόνους. Η άρνηση του βασιλιά να υπογράψει την αποπομπή του φιλοβασιλικού Πέτρου Γαρουφαλιά από το υπουργείο εξανάγκασε σε παραίτηση τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965.
Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των «Αποστατών», με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, ανοίγοντας έναν μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας, με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Η δολοφονία Πέτρουλα
Στις 21/07/1965 οι λαϊκές κινητοποιήσεις στο κέντρο της Αθήνας εναντίον των ανακτόρων κορυφώνονται. Η αστυνομία δολοφονεί τον φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.
Η κηδεία του θα μετατραπεί σε μια από τις πιο μαζικές διαδηλώσεις εναντίον του παλατιού και των παρακρατικών μηχανισμών. Τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου, καταγγέλλοντας δημόσια την κυβέρνηση Νόβα, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Η κυβέρνηση Νόβα δεν ηρκέσθη να είναι κυβέρνησις προδοσίας. Έγινε και κυβέρνησις αίματος. Πρέπει να εξαφανισθή από προσώπου της γης και να λογοδοτήσει διά τα εγκλήματά της».
Η απαίτηση των ανακτόρων να διορίζουν τις κυβερνήσεις είχε προκαλέσει έναν τεράστιο κύκλο ακυβερνησίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο ερχομός της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα
Τη νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Και εκεί ο ρόλος του τέως βασιλιά αποδείχθηκε μοιραίος, αφού προσέφερε στη δικτατορία τη νομιμοποίηση που επιθυμούσε.
Στην προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών, δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς δημοκρατίας».
Στις 13 Δεκεμβρίου, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, ο Κωνσταντίνος αποπειράθηκε αντικίνημα. Ενώ το ναυτικό και η αεροπορία συντάχτηκαν μαζί του, ο στρατός παρέμεινε πιστός στη χούντα. Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε την προσπάθεια και αναχώρησε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη.
Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο σχεδιασμός ήταν αφελής, η χούντα το γνώριζε ήδη και το «οπερατικό πραξικόπημα», όπως έχει χαρακτηριστεί, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και στην ερώτηση γιατί έφυγε μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα αντί να δώσει μάχη κατά της χούντας, ο ίδιος είχε πει: «Εκείνη την εποχή εγώ σκεφτόμουν ότι έπρεπε να γίνει όλο αυτό το πράγμα χωρίς να χυθεί αίμα».
Η περιβόητη φωτογραφία με τους πραξικοπηματίες
Στις 7 το πρωί της 21ης Απριλίου του 1967, οι χουντικοί, γνωρίζοντας πλέον ότι το πραξικόπημά τους είχε επιτύχει, ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Ο ίδιος όχι μόνο τους όρκισε αλλά αποφάσισε να φωτογραφηθεί μαζί τους, δίνοντάς τους πολιτική επικύρωση.
Πολλά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του θα υποστήριζε για την περιβόητη φωτογραφία του με τους πραξικοπηματίες ότι προσπάθησε να δείξει στον λαό την αντίθεσή του προς τη δικτατορία, αφού φωτογραφήθηκε μαζί τους με ύφος σκυθρωπό και συνοφρυωμένο, αντί χαμογελαστό, όπως συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις, προκειμένου ο ελληνικός λαός να καταλάβει την αντίθεσή του. Φυσικά, μετέπειτα είχε παραδεχθεί ότι αυτή η εξήγηση είχε αποτύχει παταγωδώς.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του τότε αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγου, υπήρχε άμεση επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας μεταξύ συνταγματαρχών και παλατιού. Επίσης, εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ. Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει», μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη.
Φυσικά, παρέμεινε σε πλήρη «αφωνία» σε όλη τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, αρνούμενος να καταδικάσει εξορίες και βασανισμούς αλλά και να κάνει κάποια δήλωση για τα τραγικά γεγονότα του Πολυτεχνείου και της ανατροπής του Μακαρίου στην Κύπρο.
Στα τέλη Μαΐου του 1973, ανώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού Ναυτικού οργάνωσαν ένα αποτυχημένο κίνημα, στο οποίο δεν αναμείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος σε απάντησή του προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε «Προεδρική Δημοκρατία», την 1 Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από ένα δημοψήφισμα τον Ιούλιο. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του ΝΑΙ (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας). Αυτό το δημοψήφισμα δεν αναγνωρίστηκε από κανένα πολιτικό κόμμα.
Το δημοψήφισμα του 1974
Η βασιλεία στην Ελλάδα μπήκε οριστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφάσισε να λύσει το πολιτειακό θέμα με τη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης. Η καθολική απαξίωση και η πλήρης απονομιμοποίηση του στέμματος ήταν πλέον γεγονός.
Το σχέδιο δολοφονίας Κ. Καραμανλή
Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα «Καθημερινή» πρόσφατα, ο τέως βασιλιάς συνωμοτούσε για την «εξουδετέρωση του Καραμανλή» και την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος μέσα από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.
Έγγραφα από το Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή αποκαλύπτουν λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν τη σκοτεινή υπόθεση η οποία, όπως διαβάζουμε στο σχετικό δημοσίευμα, ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1975 και συνεχίστηκε έως τις αρχές του 1978. Μάλιστα, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν εγκαταστήσει σύστημα καταγραφής των συνομιλιών του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στο Λονδίνο.
Σύμφωνα πάντα με όσα δημοσίευσε η «Κ», με βάση πληροφορίες του πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, «ο αξιωματικός του Ναυτικού Βασιλειάδης τον πληροφόρησε πως τον πλησίασε ο στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου, Αρναούτης, για να του πει ότι "οργανώνεται κίνημα στον Στρατό για την ανατροπή του Καραμανλή και την επαναφορά του τέως Βασιλέως"».
Επίσης, από αυτές τις αποκαλύψεις έχει φοβερό ενδιαφέρον ότι ο Αρναούτης διαβεβαίωσε τον Βασιλειάδη πως ο Κωνσταντίνος «έχει ήδη εξασφαλίσει την παρέμβαση του Σάχη για να συγκρατήσει την Τουρκία» και ότι, επίσης, «ο Σάχης θα τον ενισχύσει οικονομικά».
Παρών στην κηδεία του τελευταίου Σάχη του Ιράν
Ο τελευταίος Σάχης του Ιράν ονομαζόταν Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί (1919-1980) και υπήρξε απόλυτος ηγεμόνας για 38 χρόνια, από το 1941 μέχρι τη φυγή του στο εξωτερικό το 1979. Ο τέως βασιλιάς, μαζί με τον Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν από τους ελάχιστους πολιτικούς που παραβρέθηκαν στην κηδεία του, όταν πέθανε από καρκίνο στο Κάιρο τον Ιούλιο του 1980.
Όπως μπορούμε να δούμε στα φιλμ της εποχής, ο Κωνσταντίνος βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή που ακολουθούσε την πομπή, δίπλα στον Αιγύπτιο Πρόεδρο Ανουάρ Αλ Σαντάτ, τον διάδοχο Ρεζά, τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον και την αυτοκράτειρα Φαράχ.
Η κηδεία της μητέρας του Φρειδερίκης
Ο Κωνσταντίνος θα έρθει ξανά στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1981 για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του, Φρειδερίκης. Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης θα του επιτρέψει να παραστεί στην ταφή αλλά με τον όρο να μείνει εκείνος και η οικογένειά του μόνο για λίγες ώρες στην Ελλάδα. Αντιδράσεις είχε προκαλέσει το περιστατικό όπου ο ίδιος κατά τη διάρκεια της άφιξής του φίλησε το χώμα της υποτιθέμενης πατρίδας του.
Προσφυγή εναντίον του ελληνικού κράτους για το θέμα της περιουσίας
Επέμεινε να διεκδικεί την ακίνητη περιουσία που θεωρούσε ότι του ανήκε (κτήμα και ανάκτορα Τατοΐου, κτήμα και ανάκτορο Μon Repos Κερκύρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης), προσφεύγοντας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Τεράστιες συζητήσεις και την κατακραυγή της κοινής γνώμης είχε προκαλέσει το γεγονός ότι το 1992 μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες.
Την ίδια χρονιά, σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διά της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα, σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα.
Δύο χρόνια μετά, το 1994, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια.
Τελικά, τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου, ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο.
Ο ίδιος θα δήλωνε ότι θα παραχωρούσε την αποζημίωση «εξ ολοκλήρου για τη σύσταση ιδρύματος, έτσι ώστε να επιστραφεί στον ελληνικό λαό». Μάλιστα, αυτό θα γινόταν μέσα από το Ίδρυμα Άννα-Μαρία, το οποίο δημιουργήθηκε το 2003 και είχε ως σκοπό την «παροχή βοήθειας σε ομάδες ανθρώπων ή περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές», όμως δεν φαίνεται να έγινε ποτέ. Λίγα χρόνια μετά, το 2013, ήρθε να ζήσει μόνιμα στην Ελλάδα, επιλέγοντας ως τόπο κατοικίας του το Πόρτο Χέλι.
Το κόστος της βασιλείας
Αριστείδης Χατζής, καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το 1831 ο Αδαμάντιος Κοραής προειδοποιούσε τους Έλληνες να μην επιλέξουν τη βασιλεία. Ας διατηρήσει η Ελλάδα την αβασίλευτη δημοκρατία που καθιερώνει το Σύνταγμα της Επιδαύρου, έγραφε, απευθυνόμενος στους Ελεύθερους Έλληνες, όπως τους ονόμαζε. Διαβάζοντας το κείμενό του μετά από δύο αιώνες, διαπιστώνει κανείς πόσο επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις του.
Παρόμοιες αντιμοναρχικές απόψεις είχαν εκφράσει, το 1824, δύο άλλοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο Ιάκωβος Μάγερ σε κύριο άρθρο του στα «Ελληνικά Χρονικά».
Οι ριζοσπάστες Έλληνες φιλελεύθεροι προτιμούσαν το πολίτευμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και με το Σύνταγμα της Τροιζήνας φαίνεται πως πέτυχαν τον πολιτικό τους σκοπό. Αλλά οι δύο ισχυρές απολυταρχικές δυνάμεις της Ευρώπης (η Ρωσία και η Αυστρία) δεν θα επέτρεπαν σ’ αυτό το πολίτευμα να επιβιώσει, και μάλιστα τόσο κοντά στα σύνορά τους.
Άλλωστε δεν υπήρχε κανένα άλλο παράδειγμα δημοκρατίας στην Ευρώπη. Ούτε το αριστοκρατικό (και ουσιαστικά ξενόφερτο) Σύνταγμα της Ελβετίας δεν ήταν τόσο φιλελεύθερο και δημοκρατικό.
Η ελληνική ιστορία, από το 1833 μέχρι το 1967, δικαίωσε πλήρως τον Κοραή. Ο Όθωνας πρώτα και η δυναστεία των Γλύξμπουργκ έπειτα συστηματικά ενίσχυσαν την πολιτική ανωμαλία στην ελληνική πολιτική ζωή.
Οι στιγμές που η βασιλεία έπαιξε θετικό ρόλο, ενοποιητικό εσωτερικά, νομιμοποιητικό εξωτερικά, ήταν ελάχιστες σε σχέση με εκείνες τις στιγμές που ο ρόλος της ήταν καθαρά αρνητικός. Οι Έλληνες βασιλιάδες συστηματικά περιφρόνησαν και παραβίασαν το σύνταγμα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1967 οι παραβιάσεις ήταν συνεχείς και τραυματικές.
Οι βασιλείς έθεσαν το συμφέρον της μοναρχίας πάνω από τα συμφέροντα του ελληνικού έθνους (το 1916 και το 1920), οδήγησαν σε διχασμό τον ελληνικό λαό (το 1916, το 1946 αλλά και το 1965), στήριξαν αυταρχικές εκτροπές (1936, 1967), αδιαφόρησαν για την ενότητα του έθνους (1916-1940, 1949-1967), είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας (1922).
Ο τέως Βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Β´ προσέφερε μια σημαντική υπηρεσία στον ελληνικό λαό. Διευκόλυνε, με τα λάθη του, την κατάργηση ενός αναχρονιστικού θεσμού, ενός άχρηστου θεσμού, ενός θεσμού που κόστισε πολύ ακριβά στην Ελλάδα.
Το βιβλίο του Αριστείδη Χατζή «Ο Ενδοξότερος Αγώνας: Η Ελληνική Επανάσταση του 1821» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Το επώδυνο «μόσχευμα»
Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΑΠΘ
Οι ελληνικές βασιλικές δυναστείες, οι δύο από αυτές που γνώρισε η χώρα στους δύο αιώνες της ιστορίας της ως ανεξάρτητου κράτους, δεν προέρχονταν από εσωτερικές, στην ελληνική κοινωνία και πολιτική, διεργασίες. Δεν υπήρχε εδώ κάποια αριστοκρατία με ρίζες στα μεσαιωνικά χρόνια ή στους καιρούς έστω του παλαιού καθεστώτος, που να ανέδειξε από τα σπλάχνα της τη βασιλεία.
Η τελευταία στην Ελλάδα ήταν προϊόν ευρύτερων συμβιβασμών και διαβουλεύσεων, διπλωματικών παιγνίων μεταξύ των μεγάλων, που επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών στη μικρή χώρα. Για τον λόγο αυτό οι δυναστείες είχαν ξενική προέλευση, ήταν εισαγωγές από τη Βαυαρία η πρώτη, από τη Δανία η δεύτερη.
Ως εκ τούτου, οι Έλληνες μονάρχες συνδιαλέγονταν περισσότερο με τις ισχυρές μητροπόλεις στις οποίες όφειλαν τη θέση τους, παρά με τον ελληνικό λαό, ή, έστω, με την όποια ελληνική άρχουσα τάξη. Με την τελευταία τούς έδεναν κυρίως κοινοί φόβοι, φόβοι απέναντι στο λαϊκό στοιχείο, ειδικά.
Η βασιλεία εξάλλου υπήρξε πάντα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο «μόχλευσης» εσωτερικών καταστάσεων για λογαριασμό και για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Οι ελληνικές οικονομικές, πολιτικές και όχι μόνο ελίτ όφειλαν να συνυπολογίζουν στην πολιτική τους έκφραση αυτή την παράμετρο.
Με λίγα λόγια, η βασιλεία ήταν ένα είδος «μοσχεύματος» στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, με ρόλους και στόχους που ελάχιστες φορές συναντήθηκαν με το λεγόμενο εθνικό ή λαϊκό συμφέρον. Από τη φύση της δεν θα μπορούσε να είναι παρά ακραία συντηρητική, άμεσα συνδεδεμένη με τις πιο σκληρές εκδοχές της κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης στη χώρα μας. Πάντοτε με την πλευρά των ισχυρών και κυρίαρχων, εννοείται.
Ειδικά στις ταραγμένες εποχές που πέρασε η χώρα μετά το 1936 –δικτατορία Μεταξά, πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος– η μοναρχία αναδείχθηκε σε λάβαρο της εσωτερικής κοινωνικής, ταξικής διαμάχης. Αναδείχθηκε, στον καιρό του Παπάγου, σε τοποτηρητή της πολιτικής και κοινωνικής «ευρυθμίας» όπως την ήθελε το μετεμφυλιακό καθεστώς.
Στα 1965, ο τελευταίος των βασιλέων της δυναστείας, ο Κωνσταντίνος Β’, δρομολόγησε την εκτροπή που οδήγησε στην επταετή δικτατορία, αρνούμενος στον τότε εκλεγμένο πρωθυπουργό το δικαίωμα να ορίζει αυτός τη σύνθεση της κυβέρνησής του. Το δε γεγονός ότι το βασιλικό πραξικόπημα του 1965 άνοιξε τον δρόμο σε άλλο πραξικόπημα, στα 1967 –μάλλον λόγω Κύπρου– δεν απαλλάσσει σε τίποτε τη μοναρχία από τις βαρύτατες ευθύνες της για ετούτη την «ανάπηρη» δημοκρατία με την οποία πορεύθηκε η χώρα για πολλές δεκαετίες.
Από την πλευρά της Ιστορίας είναι αμφίβολο αν η Ελλάδα οφείλει έστω και το ελάχιστο ψήγμα αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης σε αυτό το θεσμικό απόστημα που τόσα δεινά προκάλεσε στη χώρα. Εξάλλου η ίδια η οικογένεια του τελευταίου μονάρχη προτίμησε να πληρωθεί τα «οφειλόμενα» μέσω «αποζημιώσεων», σε χρήμα. Έστω και από κονδύλια αντιμετώπισης «φυσικών καταστροφών».