Σε μια γραφική τοποθεσία, στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Ορεστιάδας, στο Δισπηλιό Καστοριάς, βρίσκεται η αρχαιολογική θέση «Νησί» που θεωρείται από τις σημαντικότερες στη Nεολιθική Eποχή πανευρωπαϊκά. Εδώ εγκαταστάθηκε πριν από 7.700 χρόνια μια ομάδα από τροφοσυλλέκτες, κυνηγούς και ψαράδες που υπολογίζεται ότι στη μεγαλύτερη ακμή της έφθανε τα τριακόσια και πλέον άτομα, η τοποθεσία δε παρέμεινε σε χρήση για περισσότερα από 2.500 χρόνια.
Η θέση έγινε γνωστή το 1932, όταν η στάθμη της λίμνης κατέβηκε και ο αρχαιολόγος Αντώνιος Κεραμόπουλος εντόπισε υπολείμματα ξύλινων πασσάλων όπου στηρίζονταν προϊστορικές οικίες. Να διευκρινίσουμε βέβαια ότι, αντίθετα από ό,τι φαίνεται στην αναπαράσταση, οι οικίες αυτές δεν βρίσκονταν μέσα στη λίμνη πάνω σε ξύλινες πλατφόρμες, αλλά ήταν παρόχθιες. Η συστηματική έρευνα και μελέτη του λιμναίου νεολιθικού οικισμού ξεκίνησε το 1992 από τον καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, μετά την αποδημία του οποίου το 2013 τα «ηνία» της ανασκαφής ανέλαβε ο συνάδελφός του και συνομιλητής μου Κώστας Κωτσάκης.
Θα υπήρχαν οπωσδήποτε κάποια περιστατικά βίαιων συμπεριφορών ή τοπικών συγκρούσεων, ο κανόνας όμως ήταν η ειρηνική συνύπαρξη κι αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι σπάνια βρίσκουμε ίχνη βίας σε σκελετούς ανθρώπων της εποχής. Δεν υπήρχε δηλαδή μια θεσμική βία ή ο πόλεμος ως θεσμός με στόχο την επέκταση μιας πολιτικής ή οικονομικής ισχύος.
Το Ανοικτό Μουσείο Δισπηλιού δημιουργήθηκε το 1997-99 ως συμπλήρωμα των ανασκαφών, όμως η απλή αναπαράσταση του οικισμού είναι κάτι διαφορετικό από τη δημιουργία ενός κανονικού μουσείου με όλα τα ευρήματα. Αυτό είναι κάτι που δυστυχώς δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί, καθώς λέει ο Κ. Κωτσάκης, που πιστεύει επίσης ότι η Νεολιθική Εποχή και η προϊστορία γενικότερα θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στη σχολική εκπαίδευση. Προτίμησε να μη σχολιάσει την περίφημη «πινακίδα του Δισπηλιού» για την οποία έχει αναπτυχθεί μεγάλη παραφιλολογία, δεδομένου ότι ναι μεν το ξύλο της είναι νεολιθικό, όμως τα χαράγματα πάνω του είναι αδύνατο να χρονολογηθούν, και καθώς βρέθηκε στον βυθό της λίμνης και όχι στον οικισμό, δεν περιλαμβάνεται στα ευρήματα. Είπαμε, όμως, πολλά άλλα ενδιαφέροντα και κατά τεκμήριο σίγουρα εγκυρότερα πράγματα στην τηλεφωνική μας επικοινωνία.
— Γιατί είναι τόσο σημαντική αυτή η θέση; Τι ιδιαιτερότητες παρουσιάζει;
Είναι καταρχάς η παραλίμνια νεολιθική θέση στην Ελλάδα στην οποία έχει γίνει η περισσότερη αρχαιολογική έρευνα και αντιπροσωπεύει μια σπάνια για τη χώρα μας κατηγορία νεολιθικών οικισμών. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής πάντα επιδίωκαν να εγκατασταθούν σε τόπους όπου υπήρχε νερό, απέφευγαν όμως τους υγρότοπους γιατί εκεί η καθημερινή διαβίωση ήταν δύσκολη.
Κατά δεύτερον, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στη συγκεκριμένη τοποθεσία, έχει διατηρηθεί ένας μεγάλος αριθμός ξύλινων πασσάλων ηλικίας 7.700 χιλιάδων χρόνων, με τους οποίους κατασκευάζονταν τα σπίτια του οικισμού. Μάλιστα είναι σε εντυπωσιακά καλή κατάσταση, παρότι το ξύλο είναι από τα πιο ευπαθή στην υγρασία υλικά.
Κατά τρίτον, στο Δισπηλιό είχε αναπτυχθεί ένας πολιτισμός ιδιαίτερος και εξαιρετικά πλούσιος για τα τότε δεδομένα. Η ποσότητα αλλά και η ποιότητα των ευρημάτων –κεραμικά αγγεία, τεχνουργήματα από κόκαλο, κοσμήματα από πέτρα και κόκαλο− είναι εντυπωσιακή. Όλα τα νεότερα στοιχεία που έχουμε για τον οικισμό, τα ευρήματα και τη χρονολόγησή τους πρόκειται να δημοσιευτούν σε άρθρο στο περιοδικό «Nature».
— Διαβάζω πως έχει βρεθεί, μεταξύ άλλων, πλήθος πήλινων αγγείων.
Πράγματι, μέσα από την ανασκαφή προέκυψαν μέσα σε τριάντα χρόνια κάπου 1.740 τέτοια αγγεία, όλα σχεδόν σε θραύσματα που ανασυγκολλήθηκαν. Η κεραμική της θέσης αυτής είναι όντως ενδιαφέρουσα και πολύ ιδιαίτερη, και τα αγγεία θα ήταν ακόμα περισσότερα αν δεν έδινα «σήμα» να μη συντηρήσουν άλλα προς το παρόν, προκειμένου να προχωρήσει η μελέτη όσων μέχρι τώρα συμπληρώθηκαν.
— Όλα αυτά τα ευρήματα σίγουρα θα ενισχύουν τη σημασία του Δισπηλιού στη Νεολιθική Εποχή.
Όλοι οι αρχαιολόγοι, ξέρετε, συνηθίζουμε να θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας τη θέση που ανασκάπτουμε, φαίνεται ωστόσο βέβαιο ότι το Δισπηλιό έπαιζε πράγματι κάποιον κεντρικό ρόλο στην εποχή του! Βρισκόταν καταρχάς σε έναν δρόμο που ξεκινούσε από τη Θεσσαλία και έφτανε έως τη σημερινή Αλβανία. Έχουμε μάλιστα εντοπίσει «ίχνη» της επικοινωνίας μεταξύ αυτών των περιοχών, κυρίως κεραμικά και άλλα τεχνουργήματα. Υπάρχουν στη θέση αυτή υλικά που προέρχονται από τόπους «εξωτικούς» για τα τότε δεδομένα, όπως μάρμαρο από τις Κυκλάδες, οψιδιανός λίθος από τη Μήλο αλλά και από τα Καρπάθια.
— Υπήρχε άραγε επικοινωνία μεταξύ τόσο μακρινών περιοχών σε εκείνους τους καιρούς;
Ναι, βέβαια, και μάλιστα τακτική, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται. Μπορεί να μην υπήρχαν μεγάλες πόλεις ούτε εμπόριο όπως το ξέρουμε –δεν υπήρχαν αγορές, δεν είχε καν εφευρεθεί το χρήμα, οι αγορές όπως τις ξέρουμε εμφανίζονται την Εποχή του Χαλκού−, όμως οι άνθρωποι ήδη ταξίδευαν, επικοινωνούσαν, αλληλεπιδρούσαν και αντάλλασσαν υλικά αγαθά και γνώσεις. Αυτό δεν σήμαινε ότι όλα τα μέλη μιας κοινότητας έκαναν τέτοια ταξίδια, υπήρχε όμως ένα δίκτυο σχέσεων όπου το Δισπηλιό έπαιζε κομβικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
— Θα μπορούσαμε βάσει των ευρημάτων να δώσουμε μια εικόνα της κοινωνίας εκείνης της εποχής; Και καταρχάς πώς θα χαρακτηρίζαμε εκείνους τους ανθρώπους, ήταν άραγε κάποιο «πρωτοελληνικό» φύλο;
Είναι, ξέρετε, δύσκολο να τους αποδώσουμε κάποιον φυλετικό ή «εθνολογικό» προσδιορισμό, δεν υπήρχαν άλλωστε τότε έθνη και φυλές – δεν υπήρχε καν γραπτή γλώσσα ώστε να ξέρουμε τουλάχιστον πώς συνεννοούνταν. Υποθέτουμε ότι μιλούσαν, πιθανότατα, κάποια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η ελληνική είναι μια από τις πρώτες γλώσσες που διαχωρίστηκαν από τον ινδοευρωπαϊκό κλάδο, είναι όμως πολύ παρακινδυνευμένο να πούμε ότι μιλούσαν μια έστω πρώιμη μορφή της. Θα πρέπει να υπήρχε πάντως κάποια «lingua franca» στην οποία συνεννοούνταν άνθρωποι που ζούσαν σε τόσο μακρινές αποστάσεις.
Να πούμε εδώ ότι τάφοι και σκελετοί που θα μας επέτρεπαν ειδικές αναλύσεις για τον προσδιορισμό της γενετικής ταυτότητας των κατοίκων δεν βρέθηκαν, εξόν κάποια ίχνη καύσεων σε τέσσερις περιπτώσεις. Γενικά στην Ελλάδα λίγες ταφές και σκελετοί της Νεολιθικής Εποχής έχουν ανευρεθεί − ίσως χρησιμοποιούσαν την αεροταφή, όπως, για παράδειγμα, οι ιθαγενείς της Αμερικής και οι Ζωροάστρες Πέρσες μεταγενέστερα, ίσως πάλι να απέρριπταν τους νεκρούς εκτός οικισμού σε μέρη που δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη από την αρχαιολογική έρευνα. Το λίγο, ωστόσο, DNA που περισυλλέξαμε από σκελετούς αυτής της περιόδου από το Αιγαίο προσφέρει ενδείξεις ότι διατηρείται μια νεολιθική αιγαιακή κληρονομιά στο DNA των σύγχρονων Ευρωπαίων. Ωστόσο τα δείγματα που έχουμε είναι εξαιρετικά λίγα για τέτοιας κλίμακας γενικεύσεις και τα αποτελέσματα είναι ακόμη αβέβαια.
Όσον αφορά, τώρα, στην κοινωνική οργάνωση, επρόκειτο καταρχάς για μικρές κοινότητες έως 300 ατόμων, οι οποίες δεν ήταν οργανωμένες ιεραρχικά, αλλά στηρίζονταν στην αμοιβαιότητα και τη συνεργασία. Οι κυνηγοί και οι τροφοσυλλέκτες που προηγήθηκαν από την εγκατάσταση των γεωργών ζούσαν σε ένα καθεστώς ισότητας – ίσως υπήρχαν κάποιες κοινωνικές διακρίσεις αλλά όχι σοβαρές δομικές διαστρωματώσεις. Καθένας έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν σε ένα είδος «πρωτόγονου κομμουνισμού», όπως έλεγαν τον 19ο αιώνα, δεν υπήρχε, ή ήταν αμελητέα, η έννοια της ιδιοκτησίας. Κυρίως όμως τα μέλη της ομάδας των κυνηγών ήταν ελεύθερα να αποχωρήσουν από την ομάδα οποιαδήποτε στιγμή, δίνοντας στην κοινότητα μια χαλαρή, ρευστή δομή.
Για τις κοινότητες των γεωργοκτηνοτρόφων, αντίθετα, η συνοχή της ομάδας είχε καίρια σημασία για την επιβίωσή τους. Δύο κύριες δεσμεύσεις την καθόριζαν: η εποχική κινητοποίηση αγροτικής εργασίας (π.χ. όργωμα, ξεβοτάνισμα, θερισμός κ.λπ.) και η καθυστερημένη απόδοση της εργασίας μέχρι τη συγκομιδή. Οι γεωργοκτηνοτρόφοι ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν στην κοινότητα όπου εργάστηκαν προκειμένου να έχουν μερίδιο από την παραγωγή. Μελετητές όπως ο Χαράρι εκτιμούν ότι οι άνθρωποι έκαναν ένα τεράστιο λάθος όταν εξελίχθηκαν σε γεωργούς και κτηνοτρόφους γιατί απώλεσαν έτσι την πρωταρχική τους ελευθερία, και υποτάχθηκαν σε ιεραρχίες που απέκτησαν με τον χρόνο ηγεμονικά χαρακτηριστικά, κάτι που είχε διατυπώσει και ο Ζαν Ζακ Ρουσό τον 18ο αιώνα.
Προσωπικά ωστόσο πιστεύω ότι αυτή η άποψη είναι λανθασμένη. Η ανθρωπολογία μάς έχει δείξει ότι για να κρατηθεί ένας πληθυσμός σε συνοχή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση η παρουσία ιεραρχικής εξουσίας. Αρκεί να υφίσταται μια σειρά από κανόνες, έθιμα, γιορτές, κατανομή κοινά αποδεκτών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων προς αμοιβαίο όφελος όλων των μελών μιας κοινότητας κ.ά.
— Επρόκειτο πράγματι για ειρηνικές κοινωνίες, όπως πιστεύεται γενικά;
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κατά βάση ναι. Θα υπήρχαν οπωσδήποτε κάποια περιστατικά βίαιων συμπεριφορών ή τοπικών συγκρούσεων, ο κανόνας όμως ήταν η ειρηνική συνύπαρξη κι αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι σπάνια βρίσκουμε ίχνη βίας σε σκελετούς ανθρώπων της εποχής. Δεν υπήρχε δηλαδή μια θεσμική βία ή ο πόλεμος ως θεσμός με στόχο την επέκταση μιας πολιτικής ή οικονομικής ισχύος.
Στους πλησιέστερους βιολογικούς μας συγγενείς, τους πιθήκους, απαντώνται αφενός είδη επιθετικά, οργανωμένα σε αυστηρά ιεραρχικά δομημένες αγέλες, αφετέρου είδη ειρηνικά, χωρίς ιεραρχίες, όπως οι μπονόμπο. Οι μακρινοί μας πρόγονοι για κάποιον λόγο που ξεφεύγει από το πλαίσιο της αρχαιολογίας ακολούθησαν το παράδειγμα των δεύτερων, με άξονες την αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα, την αλληλοκατανόηση και την αποφυγή συγκρούσεων.