ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ Θεοδώριχο τον Μέγα για ένα και μόνο γεγονός. Τη δεκαετία του 520, ο Γότθος βασιλιάς της Ιταλίας, υποπτευόμενος συνωμοσία εναντίον του στους κόλπους της ρωμαϊκής συγκλήτου, διέπραξε το «προπατορικό αμάρτημα» της εκτέλεσης του επιφανούς Ρωμαίου συγκλητικού και φιλόσοφου Βοήθιου.
Ο Βοήθιος ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της ρωμαϊκής διανόησης και τα γραπτά του για τη λογική και τη μουσική, εμπλουτισμένα με πλατωνικές και αριστοτελικές ιδέες, αποτέλεσαν θεμελιώδη μεσαιωνικά κείμενα.
Το περίφημο έργο του Consolatio Philosophiae (Η παραμυθία της Φιλοσοφίας) που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της μακράς φυλάκισής του, αναγνωρίζεται σήμερα ως το τελευταίο σημαντικό έργο του κλασικού πολιτισμού. Αν ο θάνατος του Βοήθιου σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής, μήπως ο Θεοδώριχος ήταν ο βάρβαρος ηγέτης που έδωσε το έναυσμα για τον ερχομό του Μεσαίωνα;
Ως Γότθος πρίγκιπας που γεννήθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Παννονίας το 453 ή το 454, ο Θεόδωρος ήταν κάτοικος ενός κράτους που έκανε σοβινιστικές διακρίσεις μεταξύ Ρωμαίων και βαρβάρων. Οι Γότθοι δεν ήταν ούτε πολίτες ούτε ξένοι σε μια αυτοκρατορία που τους χρειαζόταν αλλά και τους περιφρονούσε.
Ή μήπως ήταν ο τελευταίος μεγάλος θεματοφύλακας της αρχαιότητας; Εξάλλου, ως βασιλιάς είχε κυβερνήσει τόσο επιδέξια για το μεγαλύτερο μέρος των τριών δεκαετιών της εξουσίας του, ώστε πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί έφτασαν να θεωρούν τη βασιλεία του ως μια «χρυσή εποχή» – μια περίοδο ευημερίας που κατέστη δυνατή χάρη σε έναν ηγέτη που σεβόταν τον ρωμαϊκό πολιτισμό περισσότερο από ό,τι πολλοί προηγούμενοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες.
Στη βιογραφία του Γότθου βασιλιά που έχει τίτλο «Θεοδώριχος ο Μέγας: Βασιλιάς των Γότθων, Ηγεμόνας των Ρωμαίων», ο Γερμανός ιστορικός Hans-Ulrich Wieme παραμερίζει και τις δύο εκδοχές υπέρ μιας πανοραμικής θεώρησης της βασιλείας του Θεοδώριχου.
Ο Θεοδώριχος υπήρξε εξαιρετικός διαχειριστής πολύπλοκων ισορροπιών, εν μέρει λόγω των συνθηκών της νεότητάς του. Ως Γότθος πρίγκιπας που γεννήθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Παννονίας το 453 ή το 454, ο Θεόδωρος ήταν κάτοικος ενός κράτους που έκανε σοβινιστικές διακρίσεις μεταξύ Ρωμαίων και βαρβάρων. Οι Γότθοι δεν ήταν ούτε πολίτες ούτε ξένοι σε μια αυτοκρατορία που τους χρειαζόταν αλλά και τους περιφρονούσε.
Από τα 7 ως και τα 17 του χρόνια, ο Θεοδώριχος ήταν «βασιλικός όμηρος» στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αργότερα, ως ηγέτης των Γότθων, καλλιέργησε μια αμφίβολη σχέση με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο οποίος αμφιταλαντευόταν διαρκώς ανάμεσα στη χρησιμοποίηση των Γότθων για στρατιωτικές υπηρεσίες και στη διεξαγωγή πολέμου εναντίον τους.
Ένα από τα προβλήματα του Ζήνωνα ήταν ένας πρώην αυτοκρατορικός στρατηγός ονόματι Οδόακρος, ο οποίος εκθρόνισε τον αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ρωμύλο Αύγουστο το 476 και έγινε ο πρώτος μη Ρωμαίος βασιλιάς της Ιταλίας. Τα σχολικά βιβλία τείνουν να προσδιορίζουν αυτή τη στιγμή ως το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ ο Ζήνων την εξέλαβε ως την ευκαιρία του να κυβερνήσει ως μοναδικός αυτοκράτορας σε όλη την ρωμαϊκή επικράτεια, με τον Οδόακρο ως αναπληρωτή του. Ο δεύτερος όμως δεν φαινόταν πρόθυμος να συνεργαστεί προκαλώντας μόνιμο εκνευρισμό στον Ζήνωνα, ο οποίος έστειλε το 488 τον Θεοδώριχο να τον εκδιώξει.
Όταν τελικά ο Θεοδώριχος τα κατάφερε το 493, φονεύοντας τον Οδόακρο με το ίδιο του το χέρι, έγινε κάτι περισσότερο από ο κορυφαίος στρατηγός του ρωμαϊκού στρατού. Έγινε βασιλιάς της Ιταλίας, κυβερνώντας μια περιοχή που περιγραφόταν διακριτικά ως μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και ως αυτόνομη δημοκρατία.
Περίπου πέντε εκατομμύρια από τους υπηκόους του Θεοδώριχου στην Ιταλία ήταν Ρωμαίοι. Γύρω στους 100.000 ήταν Γότθοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν από καιρό υιοθετήσει πολλά στοιχεία της ρωμαϊκής κουλτούρας. Είχαν γίνει χριστιανοί, έπιναν ρωμαϊκό κρασί, χρησιμοποιούσαν ρωμαϊκά επιτραπέζια σκεύη και μιλούσαν κάποια λατινικά.
Είχαν όμως επίσης έρθει στην Ιταλία με τη δική τους κοινή ιστορία και τις δικές τους αξίες, και ο Θεοδώριχος ήταν πρόθυμος να τους προσφέρει γη και αμοιβές για να εξασφαλίσει τη συνεχή αφοσίωσή τους. Ο Θεοδώριχος αντιμετώπιζε τους Γότθους και τους Ρωμαίους ως «παράλληλους» πληθυσμούς που όφειλαν διαφορετικά πράγματα στο βασίλειο και απαιτούσαν διαφορετικές μορφές στήριξης.
Κατά τη διάρκεια της ιταλικής Αναγέννησης, όταν ο Μακιαβέλι στράφηκε στη βασιλεία του Θεοδώριχου ως υπόδειγμα χρηστής διακυβέρνησης, ενδιαφερόταν κυρίως για τους τρόπους με τους οποίους ο Γότθος στρατηγός άλλαζε τόσο αποτελεσματικά την τακτική του σε περιόδους πολέμου και ειρήνης. Σήμερα, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι συγγραφείς αναρωτιούνται αν υπάρχουν διδάγματα στη βασιλεία του που μπορούν να μας βοηθήσουν να υπερβούμε τα τέλματα της σύγχρονης πολυπολιτισμικότητας.
Με στοιχεία από The New York Times