Το «BlacΚkΚlansman», με τρία κάπα, του Σπάικ Λι ξεκινάει με ένα τραγικωμικό λογύδριο του φανταστικού αφεντικού της Κου Κλουξ Κλαν, με τον Άλεκ Μπόλντουιν να κοιτάζει στα μάτια την κάμερα και να προβάρει τη ρητορική μίσους που έχει σκοπό να ξεσηκώσει τη λευκή Αμερική εναντίον των τριών μεγάλων ασθενειών που την απειλούν κάπου ανάμεσα στα '50s και στα '60s: τους μαύρους, τους Εβραίους και τους κομμουνιστές.
Ο Λι δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τo τρίτο «μίασμα» και συνδυάζει τους δύο πρώτους εχθρούς των white supremacists με μια ενδιαφέρουσα, τραβηγμένη, άλλοτε περιπετειώδη και συχνά κωμική πλοκή: βάζει τον νεόφυτο, και μοναδικό μαύρο αστυνομικό, τον Ρον Στάλγουορθ, να τηλεφωνήσει από το αστυνομικό τμήμα του Κολοράντο, στις αρχές των '70s, στο τοπικό παράρτημα της οργάνωσης ΚΚΚ, παρουσιάζοντας ψεύτικο ενδιαφέρον για πιθανή εγγραφή στους κόλπους της.
Επειδή για ευνόητους λόγους δεν γίνεται να εμφανιστεί αυτοπροσώπως, βάζει έναν καταδεκτικό, περίπου πρόθυμο συνάδελφό του, τον Φλιπ Ζίμερμαν, προφανώς εβραϊκής καταγωγής, αν και όχι μεγαλωμένο με συνείδηση Εβραίου, να αναλάβει τη φυσική εισχώρηση στην οργάνωση, που βασικά αποτελείται από έναν φιλόδοξο αρχηγό, ένα καχύποπτο τσιράκι κι έναν γραφικό καρπαζοεισπράχτορα, καρικατούρα ανάλογη με εκείνη των Αφροαμερικανών στις παλιές, εντελώς μπαρμπαθωμάδικες ταινίες.
Μέσα σε ένα φορμάτ αφήγησης, που με το χιούμορ και το σασπένς για την τροπή της υπόθεσης δεν επιθυμεί να ξενίσει το μεγάλο κοινό, ο Λι προσεγγίζει τη μέθοδο της αμεσότητας που έχει υιοθετήσει ο Μάικλ Μουρ στα ντοκιμαντέρ για να διαδώσει τις θέσεις του.
Καλωδιωμένος και καλά δασκαλεμένος, ο Φλιπ (Άνταμ Ντράιβερ) παίζει τον ρόλο του, αντιμετωπίζοντας τους ρατσιστές στα λημέρια τους, ενώ ο Ρον (Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον) διεξάγει την έρευνά του για τα μέλη, εισχωρεί με τη σειρά του στο μαύρο κίνημα που οργανώνει μια όμορφη σπουδάστρια και ανησυχεί την αστυνομία για πιθανή υποκίνηση βίας. Με ανάλογο έργο, στις συνθήκες που επιτρέπει το χρώμα του δέρματός τους, ο Φλιπ και ο Ρον γίνονται οι ειρωνικές όψεις του ίδιου νομίσματος της καταπίεσης για τον Λι.
Μέσα σε ένα φορμάτ αφήγησης, που με το χιούμορ και το σασπένς για την τροπή της υπόθεσης δεν επιθυμεί να ξενίσει το μεγάλο κοινό, ο Λι προσεγγίζει τη μέθοδο της αμεσότητας που έχει υιοθετήσει ο Μάικλ Μουρ στα ντοκιμαντέρ για να διαδώσει τις θέσεις του. Για να μη γελιόμαστε, το «BlacΚkΚlansman» δεν κρύβει τη μεριά στην οποία κλίνει, και μάλιστα κλείνει με τα γεγονότα που συνέβησαν πέρσι, όταν ένα άγνωστο αυτοκίνητο έπεσε σε διαδηλωτές, μαύρους και συμπαθούντες, σκοτώνοντας μια κοπέλα, με τον Τραμπ να μασάει τα λόγια του και να αποφεύγει, με γελοίο τρόπο («some fine people» είχε πει για κάποιους από τους ποινικά κολάσιμους αντιδραστικούς), να καταδικάσει τη φονική ενέργεια.
Για τον Λι το θέμα είναι δεδομένο, αλλά οι λογαριασμοί παραμένουν ανοιχτοί: η ταινία είναι ένα κάλεσμα για επαγρύπνιση, όπως, αντίστοιχα, το «Βιβλίο της Εικόνας», που επίσης διαγωνίζεται φέτος για τον Χρυσό Φοίνικα, είναι η επίκληση του Ζαν Λικ Γκοντάρ, μέσω εικόνων και λέξεων, χωρίς ίχνος πρωτότυπου πλάνου, για αναθέωρηση μιας αυτοκαταστροφικής παθητικότητας.
Το πρόσωπο-κλειδί στην ταινία του Λι είναι ο Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον, γιος του Ντενζέλ, με φωνή και άρθρωση που θυμίζει καταπληκτικά τον πατέρα του. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης εμφανίστηκε στην επίσημη πρεμιέρα με τη γνωστή απεικόνιση των λέξεων love και hate στα δάχτυλα των χεριών του και ο Γουόσινγκτον ισορροπεί ακριβώς το αιώνιο δίπολο της ειρηνικής ή βίαιης διεκδίκησης των πολύπαθων, και πάντα πολύτιμων, πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων, ειδικά την περίοδο που διανύουμε.
Όταν είχα ρωτήσει παλιότερα τον Ντενζέλ αν βρίσκει κόντρα ρατσιστική τη στάση του Λι απέναντι στους λευκούς, είχε διπλωματικά αστειευτεί («Ποιος, ο Σπάικ, ο φίλος μου, μπααα»), διασκεδάζοντας την οξύτητα των παρορμητικών δηλώσεων του προβοκάτορα σκηνοθέτη. Ο Ντενζέλ, αν και σκηνοθέτης ενίοτε, δεν παύει να είναι ηθοποιός και χριστιανός που προσπαθεί να κατανοήσει τους χαρακτήρες που υποδύεται, δίνοντας ανθρώπινη ποιότητα και ελαφρυντικά στην επιθετική φιγούρα του Μαλκολμ Χ ‒ με την υπογραφή του Λι, να θυμίσω.
Το επίσημο τρέιλερ της ταινίας
Στο ντεμπούτο του σε μεγάλο ρόλο στο σινεμά, ο Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον γίνεται η φυσική ζυγαριά σε ένα έργο που σβήνει τον θυμό με την κατανόηση, δείχνοντας πως ο Σπάικ, που πάντα αγκυλώνει, όπως δηλώνει το όνομά του στα αγγλικά, ξέρει πως, για να περάσει τα (δίκαια) πιστεύω του, οφείλει να καταδείξει προσεκτικά και τις δύο όψεις της μάχης, έχοντας το Κακό ως δεδομένο. Το στόρι της ταινίας του έχει αδυναμίες στην ανέλιξή του, αλλά προχωράει ακάθεκτα, με σπιρτάδα και νεύρο.
Το 1989, ο Σπάικ Λι διεκδικούσε και πάλι τον Φοίνικα με τον πιο ολοκληρωμένο σταθμό της φιλμογραφίας του, το «Κάνε το σωστό». Περίπου τριάντα χρόνια πέρασαν και σε πρόσφατες δηλώσεις του ο σκηνοθέτης υπενθύμισε πως το μεγάλο βραβείο τού το είχε στερήσει ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, ο Βιμ Βέντερς (δίνοντάς το σε έναν άλλο Αμερικανό, τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, για το έξυπνο, εστετίστικο, φρέσκο, διόλου προβοκατόρικο «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες»), και πως δεν τον έχει συγχωρέσει ποτέ για την προτίμησή του εκείνη.
Τι σύμπτωση! Ο Βέντερς είναι παρών στις Κάννες με ένα ντοκιμαντέρ-παραγγελιά, το «Pope Francis: A man of his word», το πορτρέτο του Πάπα Φραγκίσκου.
Την ίδια στιγμή που ο Λι συνεχίζει από κει που έφυγε, εννοώντας πως ο αγώνας βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Γερμανός, έχοντας σχεδόν εγκαταλείψει τη φιξιόν, επιχειρεί, εκτός διαγωνιστικού προγράμματος, μια αγιογραφία για τον Ομπάμα του καθολικισμού, με ρευστό, επιμελημένο ύφος, αλλά χωρίς ίχνος πρόκλησης και αποκάλυψης ‒ ως άλλος αριστερός χριστιανός που έχει ολική πρόσβαση στις κινήσεις του Ποντίφικα και τον στήνει, με την τεχνική της άμεσης συνέντευξης του Έρολ Μόρις, μπροστά στην κάμερά του, αφήνοντάς τον να ανακοινώσει τις ανανεωτικές, καλοήθεις προθέσεις για μια ειρηνική επανατοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στη φτώχεια και τον υλισμό. Ποιος γελάει τώρα; Και ποιος είναι έτοιμος να σπάσει τη βιτρίνα και να κάνει το σωστό;
σχόλια