Ένα από τα κινηματογραφικά είδη που παραδοσιακά ασκεί γοητεία σε ένα μαζικό κοινό είναι αυτό του «heist movie», που έχει ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας ληστείας ή διάρρηξης υψηλού βαθμού δυσκολίας. Αντίστοιχος ελληνικός όρος δεν υπάρχει, ο όρος «ταινία απάτης» που χρησιμοποιούμε ενίοτε ταιριάζει περισσότερο σε ένα υποείδος του heist movie, όπου το έγκλημα αφορά άλλη διάταξη του ποινικού κώδικα, αυτήν της απάτης. Βρίσκουμε ένα heist movie ελκυστικό, επειδή κατά βάθος βρίσκουμε ελκυστική την παρανομία, αλλά διόλου ελκυστικές τις συνέπειές της, γι' αυτό επιλέγουμε την ασφάλεια της μεγάλης οθόνης για να τη διαπράξουμε.
Ως θέαμα δεν είναι εντελώς αμοραλιστικό, οι ληστές, χωρίς να ενεργούν με κίνητρα τύπου Ρομπέν των Δασών, δεν θα κλέψουν ποτέ τα αποθέματα ενός ταμείου ασφάλισης, το λογιστήριο ενός νοσοκομείου ή ζαχαρωτά από παιδικούς σταθμούς. Βρισκόμαστε στο πλευρό τους, αλλά δεν είναι απαραίτητο να τους συμπαθούμε όλους, το φαινόμενο «ο κλέψας του κλέψαντος» δεν είναι ασυνήθιστο σε τέτοιες περιπτώσεις και ο κακός της υπόθεσης, αν υπάρχει, μπορεί να κρύβεται μέσα στην ομάδα.
Από κει και πέρα, ένα κινηματογραφικό είδος που λειτουργεί ως φόρμα, ώστε οι δημιουργοί να αφηγηθούν μια σειρά από πιθανές και απίθανες ιστορίες, είναι απλώς το κέλυφος. Όποτε ακούω κάποιον να λέει ότι δεν του αρέσουν τα γουέστερν, το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι, αλλά σπάνια ξεστομίζω, είναι «ποια γουέστερν»;
Βρισκόμαστε στο πλευρό τους, αλλά δεν είναι απαραίτητο να τους συμπαθούμε όλους, το φαινόμενο «ο κλέψας του κλέψαντος» δεν είναι ασυνήθιστο σε τέτοιες περιπτώσεις και ο κακός της υπόθεσης, αν υπάρχει, μπορεί να κρύβεται μέσα στην ομάδα.
Η λίστα που ακολουθεί απαρτίζεται από μεγάλες στιγμές του είδους αλλά και από λιγότερο δημοφιλείς τίτλους που δύσκολα θα άφηναν αδιάφορους του εραστές ενός καλοστημένου «κόλπου».
The asphalt jungle
(1950)
του Τζον Χιούστον
Αν και θα βρεις προγενέστερα παραδείγματα, η ταινία που έβαλε τον θεμέλιο λίθο για το είδος του heist movie είναι η Ζούγκλα της Ασφάλτου του Τζον Χιούστον. Ακολουθώντας μια σειρά από τυχοδιώκτες, όμοιους με εκείνους που μπορείς να συναντήσεις κατά μήκος και πλάτος του έργου του, ο Χιούστον δανείζεται τον φαταλισμό του φιλμ νουάρ, εντοπίζει το ανθρώπινο στοιχείο πίσω από την εγκληματική συμπεριφορά και προσθέτει ακόμα έναν αξιομνημόνευτο τίτλο σε μια φιλμογραφία που κοντεύει να ξεχαστεί από μια νεότερη γενιά σινεφίλ, ένα πραγματικά μεγάλο δυστύχημα.
Du rififi chez les hommes
(1955)
του Ζιλ Ντασέν
Προτού ο Ζιλ Ντασέν γίνει ο «Τζούλης», υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της κινηματογραφικής crime μυθοπλασίας. Το Ριφιφί ανήκει στα διαμάντια του στέμματος, με highlight τη σχεδόν ημίωρη, βουβή σεκάνς της διάρρηξης στο κοσμηματοπωλείο. Η έμφαση στη λεπτομέρεια και η αληθοφάνειά της είναι τέτοια, που έκανε τις φινλανδικές αρχές να απαγορεύσουν την προβολή της ταινίας στη χώρα, προκειμένου να μη λειτουργήσει ως παράδειγμα προς μίμηση για επίδοξους διαρρήκτες.
The Killing
(1956)
του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Αν ο τζαζίστικος αυτοσχεδιασμός του Killer's Kiss (1955) υπέδειξε έναν φέρελπι σκηνοθέτη, το Killing της επόμενης χρονιάς αποκάλυψε έναν έτοιμο δημιουργό με πλήρη έλεγχο του υλικού του, που, εκκινώντας σεναριακά από τον σχεδιασμό μιας ληστείας στον ιππόδρομο, θα στήσει ένα συναρπαστικό χαρακτηρολογικό γαϊτανάκι και θα ξετυλίξει μεθοδικά την πορεία προς την αναπόφευκτη τραγωδία, η οποία έρχεται κάθε φορά που προσπαθούμε να τιθασεύσουμε το χάος και ποτέ με τον τρόπο που είχαμε προβλέψει.
Να προστεθεί πως, αν μας δίδαξε κάτι το σινεμά, είναι ότι άμα θες να οργανώσεις ληστεία, δεν φωνάζεις ποτέ τον Στέρλινγκ Χέιντεν.
How to steal a million
(1966)
του Γουίλιαμ Γουάιλερ
Κόρη χαρισματικού απατεώνα που πλαστογραφεί ζωγραφικούς πίνακες, η Όντρει Χέπμπορν επιστρατεύει τη βοήθεια του εκτιμητή τέχνης Πίτερ Ο'Τουλ, ώστε να κλέψουν έναν πίνακα του πατέρα της από μουσείο μια μέρα πριν από τα αποκαλυπτήριά του, ώστε να τον προστατεύσουν. Ψυχαγωγία κλάσης, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη screwball δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές –αρκούν λίγα λεπτά για να συνηθίσεις τον Ο'Τουλ ως υποκατάστατο Κάρι Γκραντ–, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό χάρη στην έκτακτη χιτσκοκική «πλαστογραφία» της σκηνής της διάρρηξης.
The Thomas Crown Affair
(1968)
του Νόρμαν Τζούισον
Ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμήσεις την ανία είναι να οργανώσεις μια ληστεία εκατομμυρίων. Ο ακόμα καλύτερος είναι να αφεθείς σε ένα ερωτικό παιχνίδι με τη Φέι Νταναγουεϊ, όπως θα διαπιστώσει το τραπεζικό στέλεχος που υποδύεται ο Στιβ ΜακΚουίν σε αυτό το μεγάλο κινηματογραφικό σουξέ των '60s. To εύρημα με τα split screens, που ήταν ιδέα του μοντέρ Χαλ Άσμπι, δίνει στο φιλμ ένα ξεχωριστό για την εποχή στυλ, έστω κι αν καταλήγει gimmick, εάν ψάχνεις όμως την πηγή του στυλ της ταινίας, θα την εντοπίσεις στην ακαταμάχητη γοητεία του πρωταγωνιστικού διδύμου.
The Italian Job
(1969)
του Πίτερ Κόλινσον
Aν και κατά διαστήματα η ταινία δείχνει τα χρόνια της, η αξέχαστη εισαγωγή με την ορεινή αυτοκινητάδα και τη βελούδινη φωνή του Ματ Μονρό, η κατάμαυρη παραβολή του φινάλε, ο στρυφνός αριστοκράτης του Νόελ Κάουαρντ, που κινεί τα νήματα μέσα από τα κάγκελα, και, πάνω απ' όλα, η μακροσκελής σεκάνς της ληστείας και του κυνηγητού με τα Mini Cooper στο Τορίνο –ένας πραγματικός θρίαμβος οδηγικής κασκάντας– εγγυώνται μια απολαυστική προβολή για φαν του είδους και μη.
Le Cercle Rouge
(1970)
του Ζαν-Πιερ Μελβίλ
Ο λακωνικός, πιστός στον κώδικά του και απομονωμένος μελβιλικός ήρωας εδώ βρίσκεται πια ένα βήμα πριν αποχωριστεί πλήρως τον Λόγο, δηλαδή το μοναδικό εργαλείο σύνδεσής του με τα υπόλοιπα μέλη της ανθρώπινης κοινότητας, κάτι που θα συμβεί στον ήρωα, αλλά και στο μελβιλικό σινεμά, δύο χρόνια μετά, με το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη, το Un Flic. Η σιωπηρή σεκάνς της ληστείας διαμαντιών, που αποτελεί αποθέωση της διαδικασίας, λειτουργεί ως κράχτης, αλλά στην περίπτωση που κοπιάσεις, εκείνο που σε περιμένει είναι υπαρξισμός, μελαγχολία και αγνό, ατόφιο σινεμά, δίχως γραμμάριο λίπους, παρά τα 140 λεπτά διάρκειας.
Sneakers
(1992)
του Φιλ Άντεν Ρόμπινσον
Αν και η συνάντηση Ρέντφορντ και Πουατιέ και οι απολαυστικοί δεύτεροι ρόλοι θα αρκούσαν για να συστήσουμε αυτό το δημοφιλές στην εποχή του heist movie, το μεγάλο ατού των Αθόρυβων εντοπίζεται στη δυνατότητα να παρακολουθήσεις στο βρεφικό της στάδιο μια ληστρική μέθοδο που τρεις δεκαετίες μετά γνωρίζει δόξες, το hacking. Σε έναν χαρακτηριστικό μονόλογο του φιλμ ο κακός του, Μπεν Κίνγκσλεϊ, διατείνεται ότι σε μερικά χρόνια ισχυρός θα είναι όχι εκείνος που κατέχει το κεφάλαιο ή τον οπλισμό αλλά την πληροφορία. Δεν έπεσε και πολύ έξω.
Ocean's Eleven
(2001)
του Στίβεν Σόντερμπεργκ
To ριμέικ του ομώνυμου αναιμικού φιλμ, που συγκέντρωσε επί της οθόνης την επονομαζόμενη Rat Pack, επιστράτευσε έναν γαλαξία χολιγουντιανών σταρ και εκλεκτών δευτεραγωνιστών και γέννησε μια τριλογία στην οποία θα καταφεύγουμε πάντα, όποτε δυσκολεύει η κατάσταση, για να αντλήσουμε μερικές ώρες ραφινάτης ψυχαγωγίας, κοσμοπολίτικης απόδρασης, ανεπιτήδευτης φινέτσας, ενδοαναφορικού χιούμορ, funky διάθεσης και, φυσικά, καλοσχεδιασμένων ληστρικών «κόλπων». Έχετε ακούσει το κλισέ «περνούν όλοι καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω»; Ε, εδώ δεν βγαίνει απλώς προς τα έξω – δίχως ίχνος υπερβολής, το δωμάτιο γεμίζει ευεξία.
The good thief
(2001)
του Νιλ Τζόρνταν
Ριμέικ του μελβιλικού Bob le Flambeur, που βλέπει την τραγική ειρωνεία του original και κάνει re-raise με ρομαντισμό. Ρομαντισμό για το άθλημα, που μπορεί να είναι η χαρτοπαιξία, η ρουλέτα, οι διαρρήξεις, ο έρωτας ή οτιδήποτε άλλο «παίζεις» επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, με σεβασμό απέναντί του και επ' ουδενί (μόνο) για το αποτέλεσμα. Ρομαντισμό και ως στάση απέναντι σε μια δύναμη που εννιά στις δέκα φορές θα σε συνθλίψει, μα εκείνη τη μία που θα καταφέρεις εσύ το χτύπημα, διόλου τυχαία –see what I did there?– θα έχεις στο πλευρό σου την κατάλληλη παρέα.
σχόλια