ΤΟ «LICHT» ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΑ, χαοτικά και απελπισμένα να συνοδεύσει το «Τρέξε Λόλα Τρέξε» στη βερολινέζικη συμφωνία της μετάβασης. Όταν ο Τίκβερ γύρισε το αριστούργημά του, δεν είχε κλείσει δεκαετία που το Τείχος είχε πέσει και η ανάγκη του να μιλήσει για τη σφύζουσα επιθυμία, τη συνείδηση της ελευθερίας αλλά και μια κρυφή, πνευματική διαδρομή ανάμεσα στο βαρύ παρελθόν κι ένα ανάλαφρο μέλλον που ευχόταν να έχει η αγαπημένη του πόλη απογειώθηκε από το συμβολικό σπριντ της Φράνκα Ποτέντε προκειμένου να βρει τα λεφτά και να σώσει τον γκόμενό της. Μια σπουδαία ιδέα, τρομερά εκτελεσμένη με μεγάλη επιτυχία σε μία από τις ελάχιστες ταινίες, μαζί με την «Πτώση» και το «Αντίο, Λένιν», που σηματοδότησαν την απαρχή του νέου-νέου γερμανικού σινεμά στα μάτια του πλανήτη.
Κι αν νομίζαμε πως χάσαμε τον Τίκβερ, αυτό συνέβη γιατί απλώς η φιλμογραφία του δεν στάθηκε στο ύψος του breakthrough του, άντε και του «Heaven» από το 2002. Και αν σε κάποιες φάσεις του «Licht» σαστίζουμε με την εκτεταμένη χρήση του μεταφυσικού στοιχείου, προφανώς ξεχνάμε πως ο Γερμανός, που βασικά εξαφανίστηκε για κάποια χρόνια από τη μεγάλη οθόνη γιατί τα έδωσε όλα στις πέντε σεζόν του τηλεοπτικού έπους της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, «Babylon Berlin», είχε συν-σκηνοθετήσει το αβυσσαλέο «Cloud Atlas» (εξού και η γνωριμία με τον Τομ Χανκς, που μετά έκαναν μαζί το «Ολόγραμμα του βασιλιά») και γύρισε κάποια επεισόδια της σειράς «Sense8». Η new age επιστημονική φαντασία κατά τις Γουατσόφσκι καθορίζει μια ιστορία που στην ουσία της αφηγείται τη χρεοκοπία του ψευτοϊδεαλισμού, σαν να λέμε πως η αντίστοιχη δική μας γενιά του Πολυτεχνείου αναλογίζεται τι δεν υπολόγισε και πήγαν όλα λάθος.
Έχει μουσική, τραγούδια, ιπτάμενα χορευτικά, έναν θάνατο στην αρχή και μουδιασμένο ρομάντζο στη συνέχεια, ένα εντελώς φευγάτο φινάλε (η αλληλεπίδραση με τα αδέλφια του «Μάτριξ»), έχει ακόμη και το «Bohemian Rhapsody».
Το ζευγάρι που πρωταγωνιστεί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και ως έναν βαθμό υπόδειγμα σύγχρονης οικογένειας που ζει στη γερμανική πρωτεύουσα για τους κλισέ εναλλακτικούς. Η Μιλένα (Νικολέτ Κρέμπιτς) ταξιδεύει συνεχώς στην Κένυα, ανησυχώντας για τη βιωσιμότητα του δικού της, πολύπαθου ανθρωπιστικού πρότζεκτ. Ο ξυπόλυτος και μονίμως μουσκεμένος Τιμ (Λαρς Άιντιγκερ) πουλάει ιδέες για μια διαφημιστική και συμπεριφέρεται σαν παλιός σοσιαλιστής, όπως τον ψέγει η 17χρονη κόρη του, ενώ ο δίδυμος αδελφός της δεν μιλάει ιδιαίτερα σε κανέναν, γιατί ζει απομονωμένος στον βιντεοκόσμο του – η Μιλένα έχει κι ένα ακόμη παιδί, τον Αφρικανού πατέρα Ντίο. Μια Σύρια πρόσφυγας, καθαρίστρια αλλά και ψυχοθεραπεύτρια, θα τους αλλάξει την ανισόρροπη, «ανέραστη» ζωή, όχι μόνο με το νοιάξιμο και την κουβέντα αλλά και με τις σταδιακές συνεδρίες μπροστά στη λάμπα που αναβοσβήνει, έναν μαγικό φανό με τον οποίο συνομιλεί με τον άνδρα και τα δύο δικά της δίδυμα παιδιά που έχουν μείνει πίσω. Ενδιαφέρουσα ιδέα, αν έβγαινε και στην οθόνη που ασφυκτιά από θέματα και στυλ, τόσα πολλά που η «Εμίλια Πέρεζ» μοιάζει φρόνιμη μπροστά στο μαξιμαλιστικό, πολυπρισματικό θέαμα του «Licht».
![Η χειρότερη ταινία του Τομ Τίκβερ ανοίγει το 75ο Φεστιβάλ Βερολίνου.](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-14/das-licht2.jpg?itok=8AShOZR_)
Κλιματική αλλαγή, ψηφιακός κόσμος, παγκοσμιοποίηση, ανεργία, το προσφυγικό, η αποικιοκρατική συγκατάβαση, ναρκωτικά, αμβλώσεις και σεξ μεταξύ ανηλίκων (δεν απομένουν πολλά ακόμη…) μπαίνουν στο μίξερ του απολογισμού και ο Τίκβερ κάνει ό,τι μπορεί για να μη φανεί στατική και υπερδιαλογική (που είναι) αυτή η παράξενη διατριβή για τη συλλογική εμμηνόπαυση μιας άλλοτε ελπιδοφόρας, προοδευτικής κοινότητας που επιβίωσε μέσα από τα ερείπια. Έχει μουσική, τραγούδια, ιπτάμενα χορευτικά, έναν θάνατο στην αρχή και μουδιασμένο ρομάντζο στη συνέχεια, ένα εντελώς φευγάτο φινάλε (η αλληλεπίδραση με τα αδέλφια του «Μάτριξ»), σεκάνς προσαρμοσμένες στον χαρακτήρα, τον κανονικό και τον φαντασιακό, των ηρώων του, έχει ακόμη και το «Bohemian Rhapsody» και άθελά του μας υπενθυμίζει γιατί κανείς άλλος εκτός του Μέρκιουρι δεν πρέπει να το τραγουδάει, έστω κι αν είναι μικρό παιδί και θα μπορούσε να εξαιρεθεί.
Έχει τις ωραίες του στιγμές, αναδεικνύει την ευθύνη του Τίκβερ να δηλώσει κάτι σημαντικό για το παρόν και να το κάνει με κινηματογραφικούς όρους αντί ως σκέτη πολιτική ταινία (στο θρίλερ δεν είχε γράψει ιστορία, αν θυμάστε το «International» με τον Κλάιβ Όουεν και την Ναόμι Γουάτς), αλλά εξαντλεί τους θεατές και την 360 θεματική του και εξαντλείται από μια τελείως μετέωρη και μάλλον κακόγουστη σύνδεση της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας με το μεταφυσικό μυστήριο που φέρνει η ολόφωτη καταπακτή σε έναν άλλον κόσμο.
Δείτε ένα απόσπασμα της ταινίας