Αν ο Τζον Λι Χάνκοκ εργαζόταν μισό αιώνα πριν, στο Χόλιγουντ των studios, θα ήταν περιζήτητος, ένας τύπου Μάικλ Κερτίζ ικανός μισθοφόρος, ειδικευμένος στα «αρσενικά» δράματα –με εξαίρεση το Blind Side–, που φλερτάρουν με την περιπέτεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκίνησε γράφοντας τα σενάρια για τον Τέλειο Κόσμο και το Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού, για λογαριασμό του Κλιντ Ίστγουντ.
Ο Χάνκοκ του The Founder, αλλά και του ωραίου Saving Mr. Banks (τον αδικώ λίγο, αλλά βασικά οι άνδρες τον ενδιαφέρουν στις ταινίες που υπογράφει), είχε εδώ και μια 30ετία ένα καλλιτεχνικό απωθημένο: η ιστορία ενός serial killer στο Λος Άντζελες, τοποθετημένη στα τέλη των '90s για να μην κουδουνίζουν έξυπνα κινητά, που εμπλέκει έναν βετεράνο αστυνομικό με βαρύ παρελθόν, έναν φουριόζο νεότερο συνάδελφό του με διάθεση να λύσει το μυστήριο, κι έναν ύποπτο που κανείς δεν ξέρει αν όντως έχει διαπράξει τα εγκλήματα με θύματα νέες γυναίκες, ξεροστάλιαζε στα γραφεία διάσημων σκηνοθετών, όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Γουόρεν Μπίτι και ο φίλος του ο Κλιντ από το 1993, όταν είχε σοβαρά αναγγελθεί ως επερχόμενο project.
Τελικά, ο Χάνκοκ πήρε το σενάριό του στα χέρια του και με την έγκριση της Warner, το σκηνοθέτησε ο ίδιος, αφού πρώτα εξασφάλισε τον Ντένζελ Γουόσινγκτον, τον Ράμι Μάλεκ και τον Τζάρεντ Λέτο στον ρόλο του μυστηριώδους Άλμπερτ Σπάρμα. Μεγάλα ονόματα, ευρύχωρη σκηνοθεσία, πιασάρικο θέμα... Τότε;
Η έλλειψη δράσης στα χέρια ενός σκηνοθέτη που δεν βρίσκει τρόπους να την αναπληρώσει με ίντριγκα αναμονής στον κενό χώρο, που λένε και στα σπορ, φαίνεται στο The Little Things, μια ταινία που δεν θα μείνει αξέχαστη για την ατμόσφαιρα ή για την πρωτοτυπία της, αλλά μένει στον νου και επανέρχεται, όχι σαν εφιάλτης, αλλά για το ζόρι των τριών πρωταγωνιστικών ρόλων.
Η αλήθεια είναι πως το The Little Things δεν είναι αυτό που θα περίμεναν οι Απόστολοι του Φίντσερ, δηλαδή ένα ειδεχθές, τεχνίτικο, ιλουστρασιόν υβρίδιο horror και αγωνίας. Δεν είναι το Seven. Διαδικασία εμπεριέχει, το περίφημο procedural που εντείνει τον χρόνο σύλληψης του εύρηκα αλλά και του φονικού τέρατος, όχι όμως στο εξαντλητικό αδιέξοδο του Zodiac. Ούτε γαργαλάει αναδρομικά το μυαλό όπως οι Συνήθεις Ύποπτοι, όχι του Φίντσερ βέβαια, αλλά και πάλι με τον Σπέισι.
Η διαφορά του The Little Things με το αναμενόμενο δείγμα του είδους είναι πως η προσοχή του πέφτει στις λεπτομέρειες των χαρακτήρων, κι όχι της πλοκής. Ίσως γι' αυτό και δεν απογειώθηκε τόσα χρόνια. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, αν και ακούγεται αντιτουριστικό για ένα προφίλ ταινίας που συνήθως επιδιώκει να δείρει τις αισθήσεις του θεατή. Ο Χάνκοκ, τελικά, υποκύπτει στις ευαισθησίες του, επιδιώκει humanist σινεμά, ακούει ανθρώπους, υπονοεί δράση – ίσως και να το παρακάνει στη διακριτική απαξίωση της.
«Δώσε βάση στα μικρά πράγματα» συμβουλεύει ο ενστικτώδης παλιός Ντίκον το κολεγιόπαιδο Μπάξτερ, που τον έχει αντικαταστήσει στη θέση του λαγωνικού ντετέκτιβ στα κεντρικά της Αστυνομίας στο Λος Άντζελες. Ο Ντίκον πλέον εργάζεται στην άκρη του πουθενά, κάπου στην Καλιφόρνια, και η δράση ενός serial killer που κυκλοφορεί ελεύθερος και πονοκεφαλιάζει τις Αρχές κεντρίζει το ενδιαφέρον του και φέρνει στην επιφάνεια παλιές, άσχημες μνήμες. Ο τρόπος και ο λόγος που ξηλώθηκε παραμένουν σε εκκρεμότητα σε όλη τη διάρκεια του έργου, Είχε, όπως λένε, πάθει εμμονή με μια παρόμοια περίπτωση παλιά, πήρε διαζύγιο, έπαθε καρδιακή προσβολή, έγινε άλλος άνθρωπος – ίσως, όμως δεν αρκούν, κάτι άλλο συμβαίνει, αλλά πρέπει να κάνετε υπομονή μέχρι το τελευταίο τέταρτο.
Ο Ντίκον εμπιστεύεται τη διαίσθησή του σε δύσκολες υποθέσεις. Αφουγκράζεται, και δουλεύει ανορθόδοξα πάνω στα στοιχεία που διαθέτει. Έτσι εντοπίζει έναν βασικό ύποπτο. Και επηρεάζει σημαντικά τον Μπάξτερ, ενώ οι συνάδελφοί του στο τμήμα του λένε να μην εξαρτάται από την καθοδήγησή του. Για διαφορετικούς λόγους, όλοι θέλουν τόσο πολύ να σταματήσει ο τρόμος στην περιοχή, που βιάζονται για να βρεθεί ο ένοχος. Ή κάποιος που να τον υποδύεται τέλεια.
Η έλλειψη δράσης στα χέρια ενός σκηνοθέτη που δεν βρίσκει τρόπους να την αναπληρώσει με ίντριγκα αναμονής στον κενό χώρο, που λένε και στα σπορ, φαίνεται στο The Little Things, μια ταινία που δεν θα μείνει αξέχαστη για την ατμόσφαιρα ή για την πρωτοτυπία της, αλλά μένει στον νου και επανέρχεται, όχι σαν εφιάλτης, αλλά για το ζόρι των τριών πρωταγωνιστικών ρόλων.
Ο χειρισμός του Χάνκοκ δείχνει αυτοπεποίθηση, μια άνεση με το δίωρο που κρίνει απαραίτητο για την αφήγησή του, και την ιδέα ότι σημασία δεν έχει τι γίνεται με την έρευνα ή πόσες και ποιες είναι οι πληροφορίες που σωρεύονται αλλά πώς αντηχεί η διαδικασία στο μυαλό και την καρδιά του επίδοξου λυτρωτή, του ένστολου σωτήρα.
Θα πείτε, αυτό προσπαθούν να πετύχουν οι περισσότερες ταινίες του είδους; Η διαφορά είναι πως ο Χάνκοκ δεν το κάνει θέμα ή θέαμα. Δεν κυνηγά το στιλ. Καλή φωτογραφία, ανοιχτά πλάνα, focus στους ηθοποιούς: το μη-ύφος του Ίστγουντ. Εξαφανισμένος. Παλιά σχολής, περίπου, και όσο μπορεί. Έτσι βοηθά το σενάριό του να ξεδιπλωθεί χωρίς οπτικά σημάδια, αυτά τα καμπανάκια που πονηρεύουν αμέσως τους aficionados και προειδοποιούν σαν κώδικας κινηματογραφικής κυκλοφορίας προς εμπέδωση.
Τραβάει η ταινία σε μήκος, δεν είναι και τόσα πολλά τα μικροπράγματα του τίτλου, οι σημαντικές λεπτομέρειες για τη διάκριση, και πρωτοτυπεί. Ο Ντένζελ Γουόσινγκτον επιτέλους επιλέγει, εκτός ρεπερτορίου Όγκουστ Γουίλσον, έναν ρόλο που δεν πέρασε από την έγκριση του κατηχητικού, και είναι εξαιρετικός όπως πάντα. Χωρίς να είναι εκτός κλίματος, ο Μάλεκ και ο Λέτο βγαίνουν μονοκόμματοι, στον τύπο που προσπαθούν να κεντράρουν, μέσα από χαρακτήρες που δεν τους προσφέρουν πολλά στοιχεία για να ψάξουν κάτι παραπάνω.
Το «The Little Things» προβάλλεται από τις 29 Ιανουαρίου στο HBO Max
σχόλια