«Ο Μάρτιν Σκορσέζε τους γνωρίζει καλά αυτούς τους άντρες. Άντρες με γυαλιστερά μαλλιά και κουστούμια, άντρες που ψιθυρίζουν υποσχέσεις βίας. Έχουν γεράσει πλέον, οι φωνές τους εμφανώς κλονισμένες κι ευάλωτες. Βαδίζουν σα να μην συνδέονται πια τα κόκκαλά τους. Το νιώθουν το βάρος, το διαισθάνονται το αναπόφευκτο να πλήσιάζει. Έχουν σκοτώσει κόσμο εδώ και τόσες δεκαετίες, από τη μία ταινία στην άλλη. Τώρα όμως, όπως κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αντικρίζουν κατάματα τη θνητότητα και αναρωτιούνται, κάπου μεταξύ τελικού ξεκαθαρίσματος και λύτρωσης, πώς ήρθαν και πέρασαν όλα τόσο γρήγορα. Οι ταινίες του Σκορσέζε βαδίζουν στο μονοπάτι ανάμεσα στην οσιότητα και την κτηνωδία σαν βιβλικές ιστορίες γραμμένες από εκπεσόντες αγγέλους και μαφιόζους. Ποιο είναι το κόστος του πόθου; Πότε απογυμνώνεται κάποιος μέχρι να μείνει μόνο μια βαθιά ουσία του; Μπορεί να δοθεί άφεση αν δεν έχει αναζητηθεί η συγχώρεση;»
Μ' αυτά τα λόγια προλογίζει ο Jeffrey Fleishman, επιφανής αρθρογράφος των Los Angeles Times και συγγραφέας, την κουβέντα του με τον 76χρονο σκηνοθέτη, με αφορμή βεβαίως το επικό "The Irishman", την τελευταία ταινία του Σκορσέζε στην οποία εξερευνά ερωτήματα όπως τα παραπάνω σε μια κινηματογραφική παραβολή γεμάτη μαφιόζους, συνδικάτα, τις αμαρτίες ενός ολόκληρου έθνους και τους επικίνδυνους τρόπους με τους οποίους μας εξαπατούν η πίστη και η αφοσίωσή μας σε ανθρώπους και δόγματα.
Οι ταινίες του Σκορσέζε βαδίζουν στο μονοπάτι ανάμεσα στην οσιότητα και την κτηνωδία σαν βιβλικές ιστορίες γραμμένες από εκπεσόντες αγγέλους και μαφιόζους.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αναφέρεται στην ταινία ως ένα είδος επικήδειου ή επιμνημόσυνης τελετουργίας που έπρεπε να γίνει την κατάλληλη ώρα:
«Δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψω σ' αυτόν τον κόσμο πριν ανακαλύψω εκεί ένα κομμάτι του εαυτού μου. Ποιο είναι αυτό ακριβώς, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Έχει να κάνει με τον χρόνο, με τις αλλαγές στη ζωή, με τα παιδιά, με την οικογένεια. Με όλα αυτά. Κατά κάποιο τρόπο, είμαστε πολυκαιρισμένοι πια. Εγώ δηλαδή, ίσως κι ο Μπομπ [Ντε Νίρο]. Μετά από τόση οργή και τόσον αγώνα στη ζωή, όλα τελικά καταλήγουν στον τρόπο εξόδου απ' αυτή. Μαθαίνοντας να πεθαίνεις, περί αυτού πρόκειται».
Στη συνέχεια, ανακαλεί ένα μυθιστόρημα του Σελίν όπου την ώρα που χωρίζει ένα ζευγάρι, η γυναίκα βγάζει πιστόλι στον άντρα και τον ρωτά τι του συνέβη στη ζωή και γιατί άλλαξε. «Κι εκείνος της απαντά», λέει ο Σκορσέζε, «μου συνέβη μια ολόκληρη ζωή – αυτό μου συνέβη. Και τότε ακριβώς, εκείνη τον πυροβολεί». Ακολούθως, του έρχεται στο μυαλό μια άλλη παραβολή, αυτή τη φορά από τα «Δοκίμια της Οκνηρίας» του Γιοσίντα Κένκο, Γιαπωνέζου μοναχού του 14ου αιώνα, ο οποίος είχε γράψει ότι στον θάνατο λιγοστεύουμε βαθμιαία ώσπου το όνομά μας δεν αναφέρεται πια και η ύπαρξή μας σκεπάζεται και χάνεται.
Αυτός είναι ο τόνος που κυριαρχεί στην ταινία που υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται και λειτουργεί ως διαλογισμός στη φιλία, την αφοσίωση και στις εγκληματικές πράξεις δεκαετιών που δεν καταλήγουν στη λύτρωση και στη σωτηρία της ψυχής, αλλά σε μια κούφια, επίπεδη αποδοχή του τι έχει κάνει κάποιος στη ζωή του.
«Είμαστε όλοι ίσοι – είτε πρόκειται για τον Πρόεδρο, τον κλήρο, την μαφία – σε ένα πράγμα», λέει ο Σκορσέζε. «Στο ότι είμαστε ανθρώπινα όντα και ό,τι και να γίνει, κάποια στιγμή θα έρθουμε αντιμέτωποι με τους λογαριασμούς μας. Μ' αυτή τη σκέψη έγινε η ταινία. Αυτό που βλέπεις στο 'The Irishman' είναι το ποιοι γίνονται ο Φρανκ και ο Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο) σε διάστημα 45 χρόνων. Η ταινία είναι η σχέση τους».
«Οι πανίσχυρες συναισθηματικές εμπειρίες που βίωνα μικρός βλέποντας σινεμά ήταν σα να εκφράζουν ανομολόγητες εμπειρίες ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα μου ή τη μητέρα μου ή τον αδελφό μου», λέει στη συνέντευξη ο Μάρτιν Σκορσέζε για τις ταινίες που γαλούχησαν το κινηματογραφικό του όραμα. «Είτε επρόκειτο για κάποιο φιλμ του Ροσελίνι είτε για τα 'Κόκκινα Παπούτσια' είτε για τη 'Λεωφόρο της Δύσης', δεν τις συζητάγαμε πολύ αλλά ήταν σα να βιώνουμε από κοινού μια υπερβατική αντίδραση σ' αυτό που συνέβαινε στην οθόνη. Ξέρω ότι εκείνα τα χρόνια έχουν περάσει. Ακολούθησα μια διαδρομή, ένα ταξίδι τρόπος του λέγειν, που με κάποιο τρόπο με οδήγησε εδώ».
Με στοιχεία από τους Los Angeles Times