To ταξί που μας πάει στο σημείο που γίνονται τα γυρίσματα του Μαχαιροβγάλτη στα Άνω Λιόσια μάς αφήνει στο γήπεδο του Τάε Κβο Ντο, σε μια περιοχή που θυμίζει φαβέλες: τροχόσπιτα μαντρωμένα, παράγκες με απλωμένες μπουγάδες, μεγάλα άδεια οικόπεδα και κυκλικοί δρόμοι που οδηγούν στο… άγνωστο. Το ραντεβού ήταν στο Γήπεδο της Πάλης, κανά δυο χιλιόμετρα παρακάτω, στην οδό Νικηφόρου Φωκά. Δεν τη γνωρίζει κανείς. Είναι Πέμπτη μεσημέρι και νέκρα, αν εξαιρέσεις τα ελάχιστα αυτοκίνητα τσιγγάνων που διασχίζουν τη λεωφόρο και την άσχημη μυρωδιά που απλώνεται στον αέρα. Μυρωδιά χωματερής.
Το δυώροφο σπίτι που γίνονται τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη -στους πρόποδες ενός λόφου- ξεχωρίζει ανάμεσα στα χαμόσπιτα, μαντρωμένο με φράχτη και συρματοπλέγματα, σαν φρούριο. Προφανώς για προστασία. Οι συνθήκες στο «Λιος Άντζελες» σκληρές, και η επιλογή του χώρου καθόλου τυχαία. Η σκηνή που παρακολουθήσαμε να γυρίζεται -και κράτησε περισσότερο από 6 ώρες- «είναι κομβική», όπως μας εξηγεί ο Γ. Οικονομίδης. «Είναι το παιχνίδι της καύλας» ανάμεσα στον Νίκο και στη Γωγώ, δύο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, που ξεκινούν μια παράνομη σχέση. Ο Νίκος είναι ο ανιψιός, η Γωγώ η γυναίκα του θείου του και η συγκεκριμένη σκηνή στο μπάνιο είναι η στιγμή της πρώτης σεξουαλικής έλξης ανάμεσά τους. Η Γωγώ επιστρέφει φορτωμένη με ψώνια στο σπίτι, τα αφήνει στον πάγκο της κουζίνας και, ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου, βλέπει τον Νίκο να κάνει ντους και να αυνανίζεται. Συναισθήματα έντονα, σιωπές κι ένα συνεργείο πολυάριθμο που στήνει τα πάντα με μεγάλη ακρίβεια. Το πλάνο με την επιστροφή στο σπίτι γυρίζεται πέντε φορές μέχρι να ικανοποιηθεί ο σκηνοθέτης, το ίδιο και η δύσκολη (και αμήχανη για κάποιον που παρακολουθεί) σκηνή του αυνανισμού.
Είναι η δέκατη μέρα γυρισμάτων και η ομάδα έχει αρχίσει να δένει - «είναι το καλύτερο συνεργείο που είχα ποτέ», μου λέει ο Οικονομίδης. Έχει πάει 6 το απόγευμα όταν ακούγεται το stop και προσφέρεται γαλακτομπούρεκο στους παρόντες. Η κούραση είναι εμφανής. Σε όλους.
«Ο Νίκος ζει βόρεια, επαρχία, κοντά σε μία βιομηχανική πόλη» λέει ο Στάθης Σταμουλακάτος που τον υποδύεται. «Περνάει μια σχετικά ρέμπελη ζωή, δεν δουλεύει, δεν κάνει τίποτα, τον ζούσαν ο πατέρας του και οι φίλοι του. Με αφορμή το θάνατο του πατέρα του ανεβαίνει στην πόλη ο θείος του, βρίσκονται στην κηδεία και του προτείνει να κατέβει μαζί του στην Αθήνα. Μετά από κάποια περιστατικά ο Νίκος αναγκάζεται να φύγει, να δεχτεί την πρόταση του θείου, ενώ στην πραγματικότητα δεν τον συμπαθεί καθόλου. Έρχεται στην Αθήνα, αλλά ο θείος του δεν τον παίρνει να δουλέψει στην κάβα που έχει, του ετοιμάζει μια έκπληξη, μια δουλειά που δεν την περιμένει και τον απογοητεύει. Νομίζει ότι θείος θα τον κάνει συνιδιοκτήτη, αφεντικό, αλλά τον φυλακίζει ουσιαστικά μέσα σε ένα σπίτι, σε μία αυλή. Έχει μια έπαρση ο Νίκος, αντιπροσωπεύει τον αυθάδη, ρατσιστή Έλληνα. Οικειοποιείται πράγματα που δεν είναι δικά του. Δεν είναι κακός, αλλά είναι σίγουρα λούμπεν. Δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει, πας να του κάνεις το καλό και σε βρίζει. Πας να του απλώσεις το χέρι και σου ρίχνει χαστούκι και δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί το κάνει».
«Όταν παντρεύτηκε η Γωγώ τον θείο τον αγαπούσε», εξηγεί η Μαρία Καλλιμάνη, «αλλά η σχέση τους περνάει κρίση, είναι οξυμένα τα πράγματα, γι’ αυτό και κάνει σχέση με τον ανιψιό. Ο Νίκος μένει στην γκαρσονιέρα ακριβώς από κάτω και τα πράγματα προκύπτουν. Η σχέση του με τη θεία είναι τεταμένη στην αρχή, τίποτα δεν δείχνει τι μπορεί να γίνει. Ο Νίκος είναι χωριάτης, δεν έχει τρόπους. Είναι αγριάνθρωπος. Η σχέση που δημιουργείται μεταξύ τους δεν είναι μια σχέση έρωτα, είναι περισσότερο μια σεξουαλική έλξη»…
Τα ασπρόμαυρα πλάνα τσεκάρονται μέσα απ’ το μόνιτορ, ο πρωταγωνιστής σκουπίζεται απ’ τα νερά και οι κάμερες, οι προβολείς και τα μικρόφωνα μαζεύονται με προσοχή. Η επόμενη μέρα έχει εξωτερικό γύρισμα και προβλέπεται το ίδιο κουραστική...
σχόλια