Το Montage of Heck/ μια χαμένη ιστορία του Σάλιντζερ/ τη μια είναι σαν όνειρο/ την άλλη σαν εφιάλτης/ και διαρκώς προξενεί μια αίσθηση αποξένωσης/ αποπροσωποποίησης/ οι άνθρωποι που μιλάνε/ με την εξαίρεση του Κρις Νοβοσέλικ/ μοιάζουν να απουσιάζουν/ κάποιοι είναι τόσο παγωμένοι/ τόσο αποστασιοποιημένοι από τον Κομπέιν/ ακόμα και σήμερα/ η μάνα του κι ο πατέρας του ας πούμε/ που αναρωτιέσαι τι σκατά/ τρέχει μες στις φλέβες τους/ είναι έπειτα η ίδια η φιγούρα του Κερτ/ σε παλιά home-made ταινιάκια ή ως animation/ μόνος ενάντια σ’ όλους τους κάλπηδες του κόσμου/ η εντύπωση πως κανείς δεν τον κατάλαβε/ που φέρνει στο νου τον Χόλντεν και τον Σίμορ/ κι είναι κι αυτό το άλυτο αίνιγμα/ το αδιαπέραστο σκοτάδι που περιβάλλει την ιδιοφυΐα του/ το τραγικό του τέλος/ εκ των υστέρων/ όλα μπορεί να διαβαστούν ως σημάδια/ μα ακόμα κι αν βάλεις τα υποτιθέμενα στοιχεία δίπλα δίπλα/ πάλι δε βγαίνει άθροισμα/ το Montage of Heck/ ξανά με τον τρόπο του Σάλιντζερ/ δεν επιχειρεί κάποια ερμηνεία/ άλλωστε δεν πρόκειται καλά καλά για ντοκιμαντέρ/ περισσότερο για μια ιστορία εμπνευσμένη/ από την τέχνη και τη ζωή του Κομπέιν/ όμως τα γεγονότα που παρουσιάζει/ έχουν συμβεί πραγματικά/ βασική διαφορά/ στην περίπτωση του Σάλιντζερ/ κλείνεις το βιβλίο και ξεχνάς/ και τον Χόλντεν/ και τον Σίμορ/ και την τρελάρα τους/ με το Montage of Heck/ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά/
Πότε θα πάψουν οι Nirvana/ να με κάνουν να νιώθω αμήχανα;/ όταν τους πρωτογνώρισα/ πιτσιρίκι/ δεν ήξερα τι ήταν αυτό που άκουγα/ δεν ήταν πανκ/ δεν ήταν μέταλ/ ούτε και ροκ έτσι απλά το έλεγες/ αργότερα θα μάθαινα πως ήταν γκραντζ/ και τι υποτίθεται πως ήταν αυτό;/ γκραντζ ήταν κι οι Pearl Jam/ κι οι Soundgarden/ κι οι Alice in Chains/ κι ένα σωρό παλιοροκάδες/ που δεν είχαν καμία σχέση με τους Nirvana/ μα ανεξάρτητα από ταμπέλες/ δεν ήταν πολύ κουλ έτσι κι αλλιώς/ να παραδέχεσαι πως σ’ αρέσει η μπάντα του Κομπέιν/ μέχρι την αυτοκτονία του/ ήτανε “corporate rock whores”/
για έναν έφηβο που έσκαβε όλο και πιο underground/ για να βρει την αλήθεια/ μπα/ δε μου έφταναν οι Sex Pistols/ ήταν μάλλον αντιφατικό/ να είναι φαν των Nirvana/ κι άλλωστε Nirvana/ ακόμα και το όνομα δεν ήταν κουλ/ έπειτα η ρετσινιά του πουλημένου έσβησε/ μα σ’ αυτά τα τραγούδια/ προστέθηκε βαρύτερο φορτίο/ της αυτοχειρίας/ τραγούδια που γούσταρες/ που τραγούδησες/ που χόρεψες/ στο κάτω κάτω ροκ εν ρολ ήταν/ αποκτούσαν τώρα άλλο νόημα/ να παραδεχτείς ότι ακούς Nirvana/ σήμαινε ότι ήσουν και λιγάκι/ μανιοκαταθλιπτικός/ αυτοκαταστροφικός/ κτλ τύπος/ πέρασαν κάμποσα χρόνια/ έγκριτοι μουσικομπουρδολόγοι/ αποφάνθηκαν πως οι Nirvana/ δε γνώρισαν επιτυχία χάρη στους δίσκους τους/ ήταν ένα σημείο των καιρών/ τα τραγούδια τους δεν άντεξαν στο χρόνο/ για όλα φταίει το MTV/ και πάει λέγοντας/ βλ. π.χ. το Pitchfork/ που ανακήρυξε σημαντικότερη μπάντα των ’90s/ τους Pavement/
Αυτά και άλλα πολλά στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου/ ενώ ακόμα παρακολουθούσα/ το πρώτο μισάωρο του Montage of Heck/ το κομμάτι που αφορά/ την παιδική και εφηβική ηλικία του Κομπέιν/ εικόνες περνούσαν και χάνονταν/ με αστραπιαία ταχύτητα/ κι εγώ σκεφτόμουν πως όλη η τέχνη του/ στηρίχτηκε σ’ αυτή την απόχρωση/ την αμηχανία/ το embarrassment αν θέλετε/ για να χρησιμοποιήσω μια λέξη/ της μητρικής του γλώσσας/ ο Κερτ καθώς μεγάλωνε/ ήταν embarrassment για όλους/ για τη μάνα του/ τον πατέρα του/ τα αδέρφια του/ τον περίγυρό τους/ και ένιωθε embarrassed διαρκώς/ τον έκαναν να νιώθει έτσι/ το διαζύγιο των γονιών του/ στην ηλικία των εννιά/ οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί/ κάθε μέρα στο σχολείο/ ο διωγμός από το σπίτι/ και η απόρριψη απ’ όλο το συγγενολόι/ θείοι και θείες/ παππούδες και γιαγιάδες/ μητριές και θετά αδέρφια/ δεν άντεχαν να τον φιλοξενήσουν/ πάνω από μερικούς μήνες/ άλλο ένα θέμα από τον Σάλιντζερ/ το ευτυχισμένο αμερικάνικο σπιτικό/ ως χαμένος παράδεισος/ κι οι φίλοι/ ποιοι φίλοι;/ δεν είχε κανέναν/ πριν από τους Nirvana/ όσο για τους πρώτους έρωτες/ αυτούς έπρεπε να τους επινοήσει/ για να μην περιθωριοποιηθεί περισσότερο/ “Come as you are” θα τραγουδούσε/ κάποια χρόνια αργότερα/ μα είχε προηγηθεί τουλάχιστον μια δεκαετία/ όπου κανείς δεν τον δεχόταν/ έτσι όπως ήταν/
Η αμηχανία δε λιγόστεψε/ καθώς το ντοκιμαντέρ προχωρούσε/ ξαφνικά ήρθε η δόξα/ και το χρήμα/ ο Κομπέιν στο ημερολόγιό του έγραφε συγγνώμη/ “Δεν ήθελα να γίνω διάσημος”/ “Ο κόσμος θέλει να πεθάνω γιατί έτσι θα γραφτεί μια κλασική ροκ εν ρολ ιστορία”/ τόσα χρόνια δεν είχα διαβάσει/ δεν είχα δει τίποτα σχετικά με το θέμα/ κάτι ήξερα/ κι άλλες στιγμές αμηχανίας/ οι σκηνές με τη μικρή Φράνσις/ θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος/ θα μπορούσε λες;/ έχω χάσει το λογαριασμό/ πόσες φορές έχω βουρκώσει/ τι διάλο/ απ’ το πρώτο λεπτό/ τις εικόνες από super 8/ που έδειχναν τον Κερτ δύο χρονών/ με μια πλαστική κιθάρα/ σαν ένα βίντεο των Nirvana/ που δε γυρίστηκε ποτέ/ όχι/ δεν είναι ευχάριστο θέαμα/ αυτό το ντοκιμαντέρ/ δεν προσφέρεται για ποπ κορν και κόκα κόλα/ ευτυχώς υπάρχει η μουσική/ κι αυτή τη φορά είναι ό,τι απομένει/ στο Montage of Heck/ παίζει σχεδόν ολόκληρο το Nevermind/ και τα τραγούδια του/ είχα κάμποσο καιρό να τ’ ακούσω/ μου φάνηκαν/ ωμά/ δυνατά/ ζωντανά/ καθαρτήρια/ ο Κερτ Κομπέιν είναι ο μεγαλύτερος ροκ μουσικός/ που πέρασε από τον πλανήτη/ τα τελευταία είκοσι χρόνια/ και βάλε/ η φωνή του είναι συγκλονιστική/ όταν τραγουδάει/ όταν ουρλιάζει/ όταν ψιθυρίζει/ οι στίχοι του είναι ανοιχτοί/ τους ερμηνεύει ο καθένας όπως θέλει/ την ίδια στιγμή/ που τα λένε έξω απ’ τα δόντια/ οι συνθέσεις του/ οι ιδέες που είχε πάνω στην κιθάρα/ ιδιοφυείς/ έχουν δικιά τους φύση/ πώς το λένε/ γι’ αυτό άλλωστε δεν είχε κανέναν άξιο συνεχιστή/ μόνο κακούς μιμητές/ αν αφαιρέσεις από τα τραγούδια του/ τα ντράιβ και τα εφέ/ ήταν μια σκέψη που έκανα από παλιά/ αποδείχτηκε με το Unplugged/ η μαγεία/ η μαγεία αυτών των τραγουδιών/ αν τ’ απογυμνώσεις/ δε χάνεται/ αυξάνει//