Το βράδυ πριν από τη συνάντησή μας η κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είχε πάει στις «Νύχτες Πρεμιέρας» και είχε δει το Σώμα με Σώμα. «Σκληρή ταινία, αλλά εξαιρετική», μου είπε την επομένη, στο γραφείο της. Λίγες ημέρες πιο πριν είχε πάει και στον νέο Γούντι Άλεν, με τον οποίο ενθουσιάστηκε. Λατρεύει το σινεμά και συχνά, αφού τελειώσει με τις υποχρεώσεις της, τρέχει σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα του κέντρου.
Συναντηθήκαμε μεσημέρι, για να «μη μας ενοχλούν τα τηλέφωνα». Έδειχνε ξεκούραστη και ακμαία. Προσπάθησα να την παρασύρω σε μια συζήτηση πάνω στις διαταραχές ύπνου – κοινώς, αν ξυπνάει μέσα στη νύχτα από το άγχος, από το βάρος των ευθυνών. Με κοίταξε μάλλον παραξενεμένη και ως δασκάλα που είναι στο βάθος («πάντα προτιμούσα το “δασκάλα” απ’ το “καθηγήτρια”», διευκρινίζει), προσπάθησε να με νουθετήσει: «Δεν πρέπει να χάνεις τον ύπνο σου, δεν κάνει». Σκέφτηκα ότι ακόμα κι αν ο ύπνος της είναι διαταραγμένος, δεν υπήρχε περίπτωση να το παραδεχτεί.
Πάντως, θα ήταν πολύ ανθρώπινο να χάνει κάθε τόσο τον ύπνο της, ειδικά μετά απ’ όλα όσα έγιναν και ειπώθηκαν φέτος: τη λεγόμενη «διάρρηξη του αιώνα» (όταν τον περασμένο Ιανουάριο εκλάπησαν από την Εθνική Πινακοθήκη έργα Πικάσο, Μοντριάν, Μοντάλβο), τη βοή γύρω από την ανανέωση της θητείας της, το γεγονός ότι τελικά, μετά από είκοσι συναπτά έτη στη θέση της διευθύντριας της Εθνικής μας Πινακοθήκης, ανανέωσε για μία ακόμη πενταετία, μάλλον με συνοπτικές διαδικασίες. Οι διάφορες γλώσσες, κακές και μη, σχολίασαν ότι οι ιθύνοντες στο υπουργείο Πολιτισμού θέλουν τις παλαιές, σίγουρες συνταγές.
Από την άλλη, γιατί σε καιρούς τόσο αβέβαιους να μην προτιμήσουν τη Λαμπράκη-Πλάκα, για την οποία έχει ειπωθεί ότι το μεγαλύτερό της ταλέντο είναι να πείθει αυτούς που έχουν χρήματα να τα δίνουν για την Πινακοθήκη; Η ίδια χαμογελάει με νόημα όταν τη ρωτάω: «Το Ίδρυμα Νιάρχου θα έδινε στην Πινακοθήκη 13 εκατομμύρια ευρώ, αν στη θέση της διεύθυνσης δεν ήταν η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα;». «Ειλικρινά, πιστεύω ότι οι άνθρωποι θα τα έδιναν», αποκρίνεται. «Όντως, εγώ έκανα όλη την προσπάθεια, υπάρχει εμπιστοσύνη σ’ εμένα κι έχω κάνει πολύ μεγάλο αγώνα για να εξασφαλίσω αυτά τα χρήματα. Η αλήθεια είναι ότι… εξήντλησα τη ρητορική μου δεινότητα». Κάνει μια στιγμιαία παύση. «Κοίταξε, το ταλέντο για το οποίο μιλάς δεν υπάρχει πια. Οι χορηγίες πλέον είναι είδος υπό αφανισμό. Η ικανότητα να προσεγγίζεις ανθρώπους έχει ένα όριο, όταν η οικονομική κατάσταση είναι αυτή που είναι. Ωστόσο, συνεχίζω και ψάχνω τον χορηγό που θα χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο, εθνικό πρόγραμμα που έχω βάλει μπροστά: όσο θα χτίζεται η Πινακοθήκη, να ταξιδέψουν τα καλύτερα έργα των συλλογών μας σε μεγάλα, ξένα μουσεία. Αυτό όμως θέλει λεφτά, όχι αφού κλείσω τα μουσεία, αλλά πριν κάνω τις διαπραγματεύσεις. Πιστεύω ότι αυτές οι δουλειές πρέπει να γίνονται με κρατική παρέμβαση. Αλλά θέλει τρόπο.
Μαθαίνω ότι θα πάει στο Κατάρ η έκθεση της Ολυμπίας, των Ολυμπιακών Αγώνων, που τώρα είναι στο Βερολίνο. Ελπίζουν ότι με αυτή την έκθεση οι Άραβες θα κάνουν επενδύσεις. Μα, αυτοί, είτε θα κάνουν είτε δεν θα κάνουν επενδύσεις εδώ. Θα μπορούσε η συμφωνία να είναι, ναι, να σας δώσουμε την έκθεση, αλλά θα χρηματοδοτήσετε, π.χ., δύο ελληνικές εκθέσεις στο εξωτερικό». Ρωτάω τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αν τα λέει αυτά στους υπεύθυνους του υπουργείου. «Και που τους τα λέω, με ακούνε; Κάνουμε εκθέσεις στο εξωτερικό για την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, αλλά η σύγχρονη Ελλάδα είναι άγνωστη.
Δεν ξέρουν ότι η Ελλάδα έχει σύγχρονη τέχνη. Είμαστε απόντες. Ξέρουν τον Κουνέλη, τον Τάκη, τη Χρύσα, ενδεχομένως τον Αντωνάκο, πέντε ονόματα. Η Ελλάδα είναι απούσα. Θα έπρεπε με κάθε τρόπο να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Αν δεν έχουμε ουσιαστικές συνεργασίες στην εξωτερική πολιτιστική πολιτική, η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αρκεί».
Με την κ. Λαμπράκη-Πλάκα είχαμε συμπέσει πριν από τρία χρόνια στη Σίφνο, με αφορμή την έκθεση «Νέα αποκτήματα της Εθνικής Πινακοθήκης, 1992-2009». Εκεί γνωριστήκαμε πρώτη φορά. Είχαμε να μιλήσουμε από τότε – με εξαίρεση έναν σύντομο χαιρετισμό στη Γλυπτοθήκη, τον περασμένο Ιανουάριο. Όλο αυτό τον καιρό, και ειδικά από το γεγονός της ληστείας και μετά, διάβαζα δηλώσεις και συνεντεύξεις της για το δυσάρεστο αυτό γεγονός και τις επικρίσεις που δέχτηκε. Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν τον περασμένο Απρίλιο δήλωνε στο «Βήμα»: «Η ληστεία ήταν στοχευμένη, διότι έληγε η θητεία μου». Αναρωτήθηκα αν η συνωμοσιολογία αυτή ήταν λόγια εν βρασμώ. Ακούγεται αμέσως κάθετη:
«Το πιστεύω απόλυτα ότι η ληστεία ήταν στημένη! Το τάιμινγκ δεν ήταν καθόλου τυχαίο». « Έχετε κάποιους ανθρώπους υπόψη σας που μπορεί να κρύβονται από πίσω;», Έχει, αλλά, όπως τονίζει, «φυσικά και δεν πρόκειται να σου πω ονόματα. Κάποιοι δεν ήθελαν να συνεχίσω. Άνθρωποι με προσωπικές φιλοδοξίες. Κοίταξε, εγώ τη βρήκα έτσι αυτή την κατασκευή όταν ήρθα στο μουσείο και πίστευα κι εγώ ότι ήταν ασφαλής, δεν ήξερα ότι ήταν τρωτό το σημείο, αλλά αυτό ακριβώς είναι που με βάζει σε υποψία: ήταν κάποιος που ήξερε την Πινακοθήκη – και, βέβαια, τα έργα που εκλάπησαν δεν μπορούν να πωληθούν πουθενά. Και αυτό με κάνει να υποπτεύομαι ανθρώπους που είναι στον χώρο μας. Μπορώ να καταλάβω γιατί να κλέψουν τον Πικάσο, αλλά τον μικρό Μοντριάν; Ποιος τον έβαλε στο μάτι; Ο ληστής ήταν φιλότεχνος και ήξερε τι να κλέψει; Επιμένω, λοιπόν, σε εκείνη τη δήλωση. Έληγε η θητεία μου σε πέντε μέρες. Δεν είναι κοινοί κλέφτες –αυτοί, τουλάχιστον, που συνέλαβαν το σχέδιο». Οk, αλλά υπάρχει κι ένα θέμα ασφάλειας του κτιρίου. Το πόρισμα Ρακιντζή ήταν καταδικαστικό για τα μέτρα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης. «Το πόρισμα του Ρακιντζή ήταν άδικο και επιπόλαιο», λέει αμέσως, προσθέτοντας: «Συγγνώμη που το λέω έτσι. Ήταν, όμως, επιπόλαια διατυπωμένο, για τον απλούστατο λόγο ότι ήρθαν οι άνθρωποι του Ρακιντζή εδώ και δεν εξήτασαν
καθόλου τους πραγματικούς υπευθύνους, εμένα, τον κύριο Αρβανιτάκη, που είναι υπεύθυνος ασφαλείας, δεν περίμεναν το πόρισμα του υπουργείου, που κράτησε έναν μήνα και ήταν εξονυχιστικό, τις ένορκες καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων, ήταν υπόθεση δύο ημερών και αν περίμεναν θα είχαν κάτι συγκεκριμένο στα χέρια τους. Βιάστηκαν και το πόρισμα ήταν άδικο, για να μη χρησιμοποιήσω κάποια χειρότερη έκφραση. Βιαστικό και άδικο».
Ένα από τα πράγματα που μάθαμε για τη φύλαξη της Πινακοθήκης εξαιτίας της ληστείας ήταν ότι τη νύχτα όλο το κτίριο φρουρούνταν από έναν νυχτοφύλακα. Δύο συνολικά νυχτοφύλακες εργάζονται στην Πινακοθήκη και, φυσικά, οι άνθρωποι δουλεύουν με βάρδιες. Δεν αντέχω και της το λέω: «Συγγνώμη, αλλά αν ήξερα ότι η Εθνική Πινακοθήκη φυλάσσεται τις νύχτες από έναν άνθρωπο μόνο, κι εγώ θα ερχόμουν να κλέψω». Και ρωτώ: «Γιατί δεν κλείσατε την Πινακοθήκη σε μια προσπάθεια πίεσης προς τους υπευθύνους να σας ενισχύσουν με προσωπικό;». «Και λοιπόν; Να το έκανα, αλλά και πάλι δεν θα υπήρχε θέμα φύλαξης; Δηλαδή, να κλείσω την Πινακοθήκη και να μην έχουμε κανέναν να τη φυλάει;».
Μια άλλη δήλωση της κ. Λαμπράκη-Πλάκα, λίγες ημέρες μετά τη ληστεία, αυτήν τη φορά στο « Έθνος», που είχε προκαλέσει συζητήσεις, ήταν αυτή: «Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα αποτελούσε στόχο η Εθνική Πινακοθήκη». Εμμένει και σε αυτήν τη στάση. «Φυσικά και δεν την περίμενα τη ληστεία. Έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα τέτοια ληστεία; Και να σου πω κάτι;
Μουσεία σαν κι αυτό δεν είχαν κατασκευαστεί ως οχυρά. Είναι ανοιχτά προς τον έξω κόσμο, είναι γεμάτα τζαμαρίες. Άλλες εποχές ήταν όταν σχεδιάστηκε η Πινακοθήκη. Κοίταξε γύρω σου», κάνει και μου δείχνει την ωραία τζαμαρία του γραφείου της. «Τι άλλο να κάνω; Βεβαίως, τώρα πια έχουμε λάβει επιπρόσθετα μέτρα και σαφώς, τώρα που σχεδιάζουμε το νέο μουσείο, θα είναι σαν οχυρό».
Όταν, πάντως, πληροφορήθηκε το συμβάν, λέει ότι παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό. « Ίσως είναι ύβρις, αλλά θα το πω: νομίζω ότι ανάλογα αισθήματα δοκίμασα όταν μου είπαν ότι ο άνδρας μου έχει καρκίνο. Η ληστεία ήταν ένας θάνατος. Πέρασα είκοσι χρόνια εδώ μέσα, έζησα μεγάλες στιγμές, αλλά ήταν διάρκεια όλο αυτό, σε αντίθεση με τη ληστεία, που ήταν μια τομή στον χρόνο. Δεν θα ησυχάσω παρά μόνον όταν βρεθούν τα έργα».
Το θέμα της ληστείας έγινε ακόμα πιο δυσάρεστο όταν συνδέθηκε με τη λήξη της θητείας της κ. Λαμπράκη-Πλάκα. «Πρέπει να πω ότι θα ήταν πιο στενόχωρο αν με κατηγορούσαν ότι είμαι αδρανής, ότι καταχράστηκα κ.λπ. Αλλά αυτό δεν μπορεί κανείς να το πει, οπότε απλώς άρχισαν να λένε “η Λαμπράκη πολύ καιρό κάθισε, να έρθει άλλος, κάποιος νέος”».
Να μην έρθει κάποιος νέος και ικανός, λοιπόν; Είκοσι χρόνια δεν είναι αρκετά; «Δεν πιστεύω ότι είμαστε μοναδικοί ή αναντικατάστατοι», απαντά. «Πιστεύω, επίσης, ότι πρέπει να υπάρχει συνέχεια στο έργο ενός ανθρώπου. Αλλά επειδή αυτό ήταν δικό μου όραμα και δικός μου αγώνας, είναι δίκαιο να το τελειώσω εγώ. Βεβαίως και θα αποχωρούσα από μόνη μου αν δεν υπήρχε η επέκταση του κτιρίου της Πινακοθήκης, αυτό το τεράστιο έργο, και φυσικά, αν δεν είχε γίνει η κλοπή, διότι δεν είναι ωραίο να φεύγεις με μια κλοπή. Δηλαδή, το επιστέγασμα μιας θριαμβευτικής πορείας –διότι ήταν θριαμβευτική η πορεία μου εδώ μέσα–, που ξεκίνησε με μια έκθεση που είχε 600.000 επισκέπτες και που τελειώνει με τις επεκτάσεις, με το Μουσείο Καπράλου στην Αίγινα, με το άνοιγμα στο εξωτερικό, τελικά να ολοκληρώνεται με ένα στίγμα; Η παραμονή μου στην Πινακοθήκη ήταν και είναι ένα στοίχημα για μένα, λοιπόν. Δεν είχα αγωνία αϋπνίας, όμως. Η ληστεία μονάχα με αρρώστησε.
Αλλά είμαι ήρεμη, διότι, εντάξει, ρε παιδιά, δεν χάθηκε ο κόσμος, να φύγω: οικονομικό όφελος ως διευθύντρια δεν έχω περισσότερο από το να έπαιρνα τη σύνταξή μου, έχω σχέδια και πράγματα να κάνω, ταξίδια και βιβλία, αφήστε που θα γλίτωνα από τις σκοτούρες. Αλλά το στοίχημα ήταν να μην τελειώσει η καριέρα μου με την κλοπή, και δεύτερο είναι ότι αυτό το έργο, που με τόσο μόχθο κατάφερα να δρομολογήσω, είτε να μην προχωρήσει είτε, σε τελευταία ανάλυση, να το καρπωθεί κάποιος άλλος. Αν τα σχέδια αυτά ολοκληρωθούν πιο γρήγορα, αν εγκαινιαστεί το νέο μουσείο, θα φύγω από μόνη μου, προτού λήξει η θητεία μου». Oση ώρα μιλάμε, έχει μια ηρεμία στη φωνή της. Η μοναδική στιγμή που δείχνει, κάπως, να αντιδρά είναι όταν αμφισβητώ τον τεχνολογικό, ψηφιακό εκσυγχρονισμό της Πινακοθήκης. Υπερασπίζεται το έργο που έχει επιτελέσει με την ενίσχυση της Κοινωνίας της Πληροφορίας, όπως αντιδρά όταν της λέω ότι πολύς κόσμος την επικρίνει ως «συντηρητική» στις επιλογές της. «Δεν είναι δουλειά της Εθνικής Πινακοθήκης να εκθέσει, π.χ., την κομμένη αγελάδα του Χιρστ.
Εκεί, όντως, μπορεί να έχω κι εγώ προσωπικά μια κριτική στάση. Αλλά ο Χιρστ είναι δουλειά του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Εμείς προχωράμε στον κλασικό μοντερνισμό και φτάνουμε στον μινιμαλισμό, στον Γιαννάκο, στον Δανιήλ κ.λπ. Ας πούμε, έναν Τζεφ Κουνς, ναι, θα τον έβαζα στην Πινακοθήκη. Την αγελάδα
στη φορμόλη, όμως, όχι. Θα είχαμε και πρόβλημα συντήρησης», λέει και γελάει.
Κοιμάται καλά, λοιπόν, η κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Ξυπνάει νωρίς, καταστρώνει το πρόγραμμά της, ακούει τους αγαπημένους της προκλασικούς, πάει σινεμά, διαβάζει πολλή ποίηση αλλά και ποπ μυθοπλασία, Νταν Μπράουν και το Κορίτσι με το τατουάζ, και δεν θυμώνει ποτέ. «Πολλοί με μισούν ή απλώς δεν με θέλουν. Και εδώ μέσα ακόμα. Κανένας, όμως, δεν θα βρεθεί να πει ότι τον προσέβαλα, ότι φωνάζω στους διαδρόμους. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει ο Παντελής ο Πρεβελάκης: ότι η μεγαλύτερη αρετή στον άνθρωπο είναι η ισοθυμία. Να είσαι ισόθυμος, το θυμικό σου να είναι ελεγχόμενο, να μην έχεις σκαμπανεβάσματα, αλλά να είσαι σταθερός. Αυτό, όμως, κατορθώνεται με κόπο. Δεν γεννιέται έτσι ο άνθρωπος».
σχόλια