Η έκθεση «Σώματα και ψυχές» («Corps et âmes») στο μουσείο Bourse de Commerce στο Παρίσι θα διαρκέσει μέχρι και τον Αύγουστο και αποτελεί μια εξερεύνηση της αναπαράστασης του σώματος στη σύγχρονη τέχνη. Περιλαμβάνει περίπου εκατό έργα από τη συλλογή Pinault. Από τον Auguste Rodin στον Duane Hanson, από τον Georg Baselitz στην Ana Mendieta, από τον David Hammons στη Marlene Dumas, από τον Arthur Jafa στην Ali Cherri, περίπου σαράντα καλλιτέχνες εξερευνούν, μέσα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη φωτογραφία, το βίντεο και το σχέδιο, τους δεσμούς μεταξύ σώματος και ψυχής.
Η έκθεση «Corps et âmes» διερευνά την αναπαράσταση του σώματος στη σύγχρονη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τη γλυπτική, δίνοντας στην τέχνη μια ουσιαστική οργανικότητα που της επιτρέπει να συνδέσει, σαν ομφάλιος λώρος, τον παλμό του ανθρώπινου σώματος με την ψυχή.
Στη ροτόντα του Bourse de Commerce, το έργο του Arthur Jafa «Love is the Message, the Message is Death» μεταμορφώνει τον χώρο σε θάλαμο αντήχησης για τη μουσική και την παρουσία εμβληματικών αφροαμερικανικών μορφών όπως οι Martin Luther King Jr, Jimi Hendrix, Barack Obama, Beyoncé, δημιουργώντας ένα πολυφωνικό γεγονός. Οι ταινίες του Jafa ταλαντεύονται μεταξύ ζωής και θανάτου, βίας και υπέρβασης και εμπνέονται από την γκόσπελ, την τζαζ και τη μαύρη μουσική, σχηματίζοντας μια ροή εικόνων και ήχων που επιβάλλει τον ρυθμό της σε όλη τη διαδρομή και μια χορογραφία όπου τα σώματα μαρτυρούν τους δεσμούς που διατηρεί η τέχνη με τη ζωή.
Στην έκθεση «Corps et âmes» παρουσιάζονται και έργα που απελευθερώνονται από την πρώτη ύλη του σώματος για να επενδύσουν στον ονειρικό χαρακτήρα του. Έτσι, η σύγχρονη ζωγραφική δεν διστάζει να εξερευνήσει μια πιο συμβολική και πνευματική διάσταση, για να μιλήσει για τα φαντάσματα που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις κοινωνίες μας.
«Μερικές φορές, τα έργα απελευθερώνονται από τη σωματική υλικότητα για να λάβουν έναν φασματικό χαρακτήρα, το σώμα επιβεβαιώνεται ως το σαρκικό περίβλημα, η ενσάρκωση της ψυχής. Αυτά τα έργα επανασυνδέονται με τα αρχέγονα αρχέτυπα της μυθολογίας και των τελετουργιών ή γονιμοποιούνται από τη συνείδηση της φθοράς της ύπαρξης», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Έμα Λαβίν. «Η τέχνη είναι ένα αντίδοτο στην εύθραυστη ανθρώπινη φύση και στον αφανισμό των σωμάτων», συνεχίζει.
Η έκθεση ξεκινά με ένα έργο του Georg Baselitz, που είναι εγκατεστημένο στον προθάλαμο του Bourse de Commerce. Μια φιγούρα που φαίνεται αθώα από μπροστά, απειλητική από πίσω, αυτό το γλυπτό από ξύλο κέδρου που είναι χρωματισμένο με λαδομπογιά είναι μια κολοσσιαία αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη, που αναπαριστά τον ίδιο ως παιδί το οποίο κρατά ένα κρανίο στα χέρια του. Το «Meine neue Mütze» (2003) είναι το πρώτο του γλυπτό-αυτοπροσωπογραφία που υψώνεται πάνω από τον θεατή, με τα πόδια του σταθερά στο έδαφος.



Ανάμεσα στα έργα που δεν θα περάσουν καθόλου απαρατήρητα βρίσκουμε το δίπτυχο του Gideon Appah «The Confidant και The Woman Bathing» (2021). Εμπνευσμένο από τα έργα του Σεζάν, του Ματίς και του Γκογκέν, όπου οι φιγούρες των λουομένων κουλουριάζονται σε ειδυλλιακά τοπία, παραπέμποντας σε μια χρυσή εποχή που απειλείται από τη νεωτερικότητα, το έργο του Gideon Appah ανατρέπει αυτή την οπτική, απεικονίζοντας ένα σύμπαν ταυτόχρονα ονειρικό και πραγματικό.
Στο έργο της Ana Mendieta «Silueta Sangrienta» (1975) με το βαθύ κόκκινο χρώμα, το αρχαϊκό σώμα φιλοδοξεί να επανασυνδεθεί με τους πρωταρχικούς μύθους, να γίνει ένα με τη Μητέρα Γη, μετά τον ξεριζωμό της καλλιτέχνιδας λόγω της εξορίας της από την Κούβα στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1961. Στο έργο της Mendieta το σώμα συγχωνεύεται με την ύλη, προτού επανεμφανιστεί με τη μορφή μιας σιλουέτας από κόκκινη λάβα.


«Εμπνευσμένοι από τους αγώνες της δεκαετίας του 1960 που συνδέονται με τα πολιτικά δικαιώματα και τα φεμινιστικά και αντιμιλιταριστικά κινήματα, οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν το σώμα ως σεισμογράφο και προνομιακό μάρτυρα μιας τέχνης που ασχολείται με την οργή του σημερινού κόσμου και τις συνεχιζόμενες απειλές κατά της ατομικής ακεραιότητας. Τα έργα φέρουν τα ίχνη των ουλών της ιστορίας», λέει η Έμα Λαβίν.
Ο Philip Guston είναι ένας καλλιτέχνης που τον έχει απασχολήσει ιδιαίτερα η βία και ο ρατσισμός, από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έως τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι, από τις φυλετικές ταραχές στο Σικάγο και το Λος Άντζελες μέχρι τα λιντσαρίσματα της Κου Κλουξ Κλαν. Στα έργα του εγκαταλείπει τον λυρισμό της αφαίρεσης, που του φαίνεται αποκομμένη από το παρόν, και μας προκαλεί να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά στη ματαιότητα της πραγματικότητας ή στον βλάσφημο και γκροτέσκο κόσμο των κινουμένων σχεδίων για να απεικονίσουμε την αηδία. «Ζωγραφίστε αυτό που σας αηδιάζει» είχε πει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, που ψηλαφίζει το σκοτάδι του κόσμου −όπως ο Γκόγια μέσα από τα «μαύρα» έργα του− και τις ροζ αποχρώσεις της σάρκας.
Την ίδια βαθιά μελαγχολία απηχούν και οι υπερρεαλιστικές σκηνές του Duane Hanson στα έργα του από τη δεκαετία του 1960, όπως ο «Πόλεμος» (1967) ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ ή το «Riot» (1968), που δεν μας προσφέρουν άλλη διαφυγή από την «πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με τον άλλον». Μόνο τότε συνειδητοποιούμε τη θνητότητα και την ευαλωτότητά του αλλά και τη συνενοχή μας στον θάνατό του.



Τα κείμενα του James Baldwin και οι φωτογραφίες του Richard Avedon διαπλέκονται στο έργο «Nothing Personal» (1964), το οποίο χρησιμεύει ως μανιφέστο και προσφέρει μιαν άλλη εικόνα της Αμερικής από αυτήν που έχει να κάνει με τη λάμψη της ματαιότητας μιας καταναλωτικής κοινωνίας, η οποία προσπαθεί να αγνοήσει την ελαττωματική όψη του αμερικανικού ονείρου. Η οδυνηρή οδύσσεια που συνθέτει ο συγγραφέας των «Nobody Knows My Name» (1961) και «The Fire Next Time» (1963) μαζί με τον παιδικό του φίλο Avedon, ο οποίος απομακρύνεται από τη μόδα για να εστιάσει στους ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δίνει σχήμα σε αυτό που δεν θέλουμε να δούμε, στην Αμερική όσων έμειναν εκτός αμερικανικού ονείρου.
Η κληρονομιά των πολιτικών αγώνων είναι πιο ξεκάθαρη στο έργο άλλων καλλιτεχνών, όπως ο Kerry James Marshall ή ο Terry Adkins, που αιωρούνται στο μεταίχμιο μεταξύ ορατού και αόρατου και στο έργο «Cloudscape» (2004) της Lorna Simpsons. Τα έργα του David Hammons, από την άλλη, επανασυνδέονται με την αρχέγονη μορφή του σώματος για να ενεργοποιήσουν το συναίσθημα του να ανήκεις σε μια κοινότητα.
Ταυτόχρονα, τα σχέδια των Kara Walker, William Kentridge, Rhobin Rhode και Anne Imhof, αντίθετα με την ακαδημαϊκή παράδοση του ζωγραφισμένου πορτρέτου, αποτυπώνουν την ευθραυστότητα των σωμάτων μέσα από τις γραμμές με τις οποίες σχεδιάζουν στο χαρτί τις ανεπαίσθητες φλέβες των σωμάτων. Με την καθημερινή πρακτική του σχεδίου, οι δημιουργοί προετοιμάζουν τα μελλοντικά τους παραστατικά έργα, και η σάρκα γίνεται το απόλυτο πλαστικό υλικό μέσω του οποίου εκδηλώνεται η ζωή.

Το έργο τέχνης δεν είναι πλέον σκηνοθετημένο και διαχωρισμένο από την πραγματικότητα, αλλά πεδίο συνειδητοποίησης της ικανότητας της τέχνης να μας κάνει πιο ανθρώπινους. Με μία μόνο κίνηση, η Lynette Yiadom-Boakye δημιουργεί υβρίδια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Βρίσκοντας την έμπνευσή της στους Μανέ, Ντεγκά και Γκόγια, δημιουργεί στιβαρά πορτρέτα μαύρων ανθρώπων των οποίων τα ρούχα ή η εμφάνιση δεν δίνουν καμία ένδειξη των κοινωνικών συνθηκών ή της εποχής στην οποία ζουν, εμποτίζοντας αυτά τα σώματα με μια αξιοπρέπεια που τους την έχουν αρνηθεί εδώ και αιώνες.
«Εμπνευσμένοι από την επαναστατική “Olympia” (1863) του Εντουάρ Μανέ, που δυναμίτισε την ακαδημαϊκή άποψη για το γυναικείο γυμνό για να δημιουργήσει ένα πολιτικό μανιφέστο, οι καλλιτέχνες απελευθερώνουν την αναπαράσταση των σωμάτων από τα δεσμά της ιστορίας της τέχνης», λέει η Έμα Λέβιν.
Η έκθεση παρουσιάζει ακόμα μια από τις πρώτες «Nanas» της Niki de Saint Phalle, τη «Nana Noire» (1965), εμπνευσμένη από τη Rosa Parks, μια εμβληματική μορφή του αντιρατσιστικού αγώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φανατική με την τζαζ, η καλλιτέχνις αναφέρεται και στην τραγουδίστρια Billie Holiday, η οποία, όπως και εκείνη, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη σεξουαλική βία σε πολύ νεαρή ηλικία.
Η απελευθερωτική δύναμη της έκθεσης των σωμάτων διακρίνεται επίσης και στα έργα του Auguste Rodin, όπως η «Ίριδα, αγγελιοφόρος των Θεών» (1891), που αντιπροσωπεύει την ομώνυμη ελληνική θεότητα, χωρίς κεφάλι και χωρίς θεϊκές ιδιότητες. Το γυμνό σώμα της με τα πόδια ανοιχτά παραπέμπει στο έργο του Gustave Courbet «Η προέλευση του κόσμου»


Η Marlene Dumas, η οποία σύχναζε σε κλαμπ με στριπτίζ, εμπνεύστηκε για τον πίνακά της «Candle Burning» (2000) από φωτογραφίες Polaroid μιας χορεύτριας που ήταν διάσημη επειδή χόρευε με αναμμένα κεριά. Η σχέση της Marlene Dumas με το σώμα είναι απελευθερωμένη από κάθε ηθική αντίληψη, καθώς συνδέεται με την επιθυμία. Ταυτόχρονα, αμφισβητεί το ξεπερασμένο μοντέλο του γυναικείου γυμνού στην ιστορία της τέχνης.
Αντίστοιχα, οι αυτοπροσωπογραφίες της φωτογράφου Zanele Muholi αποτελούν μέρος μιας μαχητικής επανοικειοποίησης της αναπαράστασης σωμάτων και ταυτοτήτων. Όσο για την Αμερικανίδα Senga Nengudi, δημιουργεί γλυπτά χρησιμοποιώντας καλσόν και εκτελεί περφόρμανς όπως το «R.S.V.P» (1976-1978), που αποτελούνται από χορογραφημένες κινήσεις.
Στην έκθεση «Corps et âmes» παρουσιάζονται και έργα που απελευθερώνονται από την πρώτη ύλη του σώματος για να επενδύσουν στον ονειρικό χαρακτήρα του. Έτσι, η σύγχρονη ζωγραφική δεν διστάζει να εξερευνήσει μια πιο συμβολική και πνευματική διάσταση, για να μιλήσει για τα φαντάσματα που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις κοινωνίες μας.
Δείτε το slideshow εδώ
Η έκθεση «Corps et âmes» («Ψυχές και σώματα») στο Bourse de Commerce στο Παρίσι θα διαρκέσει έως τις 25 Αυγούστου 2025.