Έναν ακόμη σημαντικό υπέρμαχο για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα αποκτά η χώρα μας, τον Βρετανό αρθρογράφο Τζόναθαν Τζόουνς, ο οποίος, με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη Guardian, εκθείασε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και υπογράμμισε την ανάγκη να επιστραφούν τα γλυπτά στον τόπο από τον οποίο αποσπάστηκαν.
Με τον τίτλο ''τα πιο όμορφα έργα τέχνης του κόσμου'', ο Τζόουνς έγραψε ένα άρθρο μέσω του οποίου διερωτάται για το που ανήκουν και για το που και πως πρέπει να εκτίθενται τα Μάρμαρα. Αντιπαραβάλει, μάλιστα, την αντίστοιχη αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου, η οποία ''πλακώνει'' τα γλυπτά, με το ''εξαιρετικό'' νέο Μουσείο της Ακρόπολης.
«Τα γλυπτά δημιουργήθηκαν στην Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ. για να διακοσμήσουν τον Παρθενώνα, τον ναό της Αθηνάς, που ακόμα και σήμερα δεσπόζει στον ορίζοντα της ελληνικής πρωτεύουσας», ξεκινά το κείμενό του ο αρθρογράφος και συνεχίζει επισημαίνοντας: ''Είναι φανερό ότι ο Λόρδος Έλγιν αφαίρεσε τα καλύτερα διατηρημένα τμήματα που διασώθηκαν από τον ναό στις αρχές του 19ου αιώνα, και τα μετέφερε στο Λονδίνο, όπου από τότε συγκαταλέγονται στα εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου. Είναι επίσης εμφανές ότι η Ελλάδα θέλει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα πίσω και το 2009 άνοιξε ένα μουσείο -έργο τέχνης, κάτω από το λόφο της Αρκόπολης που στέκεται ο Παρθενώνας για να τα στεγάσει''.
Εν συνεχεία, προβληματίζεται με το ερώτημα του που ανήκουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα: ''Για να βρει όμως κανείς μια λογική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να σκεφτεί ότι πρόκειται για την πιο όμορφη τέχνη στον κόσμο. [...] Έχει μόνο ελάχιστους αντιπάλους – σκεφτείτε τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μιχαήλ Άγγελο. Εάν οι τοιχογραφίες της Καπέλα Σιστίνα είχαν αποσπαστεί από την οροφή τον 19ο αιώνα και εκθέτοντας στην Εθνική Πινακοθήκη (στο Λονδίνο) θα μπορούσαμε να τις εκτιμήσουμε τόσο; Όχι. Θα προσπαθούσαμε να φανταστούμε την πραγματική δύναμη του έργου του Μιχαήλ Αγγέλου στην φυσική του θέση. Θα χάναμε την συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν πονάει ο λαιμός του στην προσπάθεια να τα θαυμάσει στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα αλλά και τον ενθουσιασμό να διασχίζουμε το Βατικανό προκειμένου να τα θαυμάσουμε, ακόμη και μέσα από τη φασαρία της αναμονής''.
Σκληρή είναι η κριτική του αρθρογράφου προς την αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου που στεγάζει τα γλυπτά: ''...η θλιβερή αλήθεια είναι πως μέσα στο Βρετανικό Μουσείο, τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν μπορεί να τα θαυμάσει κανείς στην τελειότητά τους. Κυρίως για έναν λόγο, παρουσιάζονται σε μια γκρίζα, νεοκλασική αίθουσα όπου οι πέτρινοι τοίχοι της δεν κάνουν αντίθεση με αυτά τα λίθινα έργα τέχνης – είναι μια νεκρική αίθουσα που τα «πλακώνει» αντί να τα φωτίζει. Επομένως, αν το Βρετανικό Μουσείο θέλει να κρατήσει αυτά τα αριστουργήματα, πρέπει να βρει τα χρήματα να τα παρουσιάσει σε έναν χώρο με πιο μοντέρνα αισθητική. Ή, θα μπορούσε να τα επιστρέψει στην Ελλάδα, που έχει κατασκευάσει ήδη ένα υπέροχο σύγχρονο μουσείο για να το κάνει αυτό''.
''Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον Παρθενώνα μαγεύτηκα από την μοναδική φωτεινότητα και την τελειότητά του και σκέφτηκα ότι είναι απολύτως προφανές πως τα μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να βρίσκονται στην Αθήνα. Τότε έμαθα περισσότερα για την εκστρατεία επιστροφής τους. Φαινόταν να αφορά κυρίως την εθνική υπερηφάνεια και όχι τόσο την ίδια την τέχνη. Δεν με ενδιαφέρει ο εθνικισμός, μόνο ο καλύτερος τρόπος για να αναδειχθεί αυτό το καταπληκτικό έργο τέχνης, ώστε ο καθένας να μπορεί να αισθανθεί τη δύναμή του. Η Ελλάδα και όχι το Βρετανικό Μουσείο αξίζει να είναι ο θεματοφύλακας της μεγαλύτερης τέχνης του κόσμου. Για τον κόσμο. Και για την τέχνη'', καταλήγει δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση ο Τζόουνς.