Με ένα από τα σκοτεινότερα κεφάλαια της σύγχρονης νορβηγικής ιστορίας ασχολείται στην τελευταία του ταινία ο διακεκριμένος Νορβηγός σκηνοθέτης και παραγωγός Μάριους Χολστ (Δεσμοί Αίματος). Η ιστορία του σωφρονιστικού ιδρύματος στη νήσο Bastøy, στα νότια του Όσλο, μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστή, πρόκειται όμως για μια σκληρή όψη της πραγματικότητας, σε μια χώρα που έχει έντονη ροπή στην ψυχολογική και την εσωτερική βία. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο εξαιρετικός Στέλαν Σκάρσγκαρντ (Μama Mia, Μelancholia, The Girl with the dragon tattoo) και ο Μπέντζαμιν Χέλσταντ (Τhe Angel).
Η ταινία εκτυλίσσεται τον χειμώνα του 1915, κατά τη διάρκεια του οποίου μια ομάδα από αγόρια ηλικίας 11 έως 18 ετών βιώνει καθημερινά συνθήκες εντονότατης σωματικής και ψυχολογικής βίας στο εν λόγω σωφρονιστικό ίδρυμα. Αντί να τους παρέχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση, ο διευθυντής του ιδρύματος και οι φύλακες τούς υποβάλλουν σε επίπονες χειρωνακτικές εργασίες και σε κάθε μορφής εξευτελισμούς. Όμως, η άφιξη του 17χρονου Έρλινγκ στο ίδρυμα πρόκειται ν’ αλλάξει τα πράγματα, καθώς η σφοδρή του επιθυμία ν’ αποδράσει θα οδηγήσει σταδιακά τον ίδιο και τους συγκρατούμενούς του σε μια βίαιη εξέγερση ενάντια στο απάνθρωπο καθεστώς…
Στηριγμένος σε μαρτυρίες ανθρώπων που εξέτισαν ποινές στο Ίδρυμα Bastøy, ο σκηνοθέτης έχτισε μια ατμοσφαιρική ιστορία επανάστασης, ένα δράμα που περιγράφει αριστοτεχνικά την υπέρβαση της νιότης αλλά και τη ζοφερότητα οποιασδήποτε μορφής εξουσίας. Όπως εξηγεί και ο ίδιος: «Ο θρύλος της νήσου Bastøy και των όσων αποτρόπαιων συνέβησαν εκεί στην αυγή του 20ού αιώνα με είχε στοιχειώσει για πολλά χρόνια. Ένιωθα πως είχα αναλάβει μια “ιερή” αποστολή απέναντι σε αυτά τ’ ανεπιθύμητα αγόρια, που η μοίρα τούς έπαιξε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι. Και αυτός είναι τελικά ο βασικός λόγος για τον οποίο γύρισα το “Βασιλιάς σε μια κόλαση”. Πρόκειται για ένα απ’ τα πλέον σκοτεινά κεφάλαια της σύγχρονης νορβηγικής ιστορίας, καθώς μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη χρειάστηκε να επέμβει προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία μιας ομάδας ανήλικων αγοριών. Αυτό το -σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό- συμβάν ήταν αρκετό για να με βοηθήσει να προσδώσω στην ταινία έναν επικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας όλη εκείνη τη δράση και την αγωνία που προσφέρει η επίπονη προσπάθεια των αγοριών ν’ αποδράσουν με την οικειότητα που εξασφαλίζει η λεπτομερής καταγραφή των μεταξύ τους σχέσεων κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους στο ίδρυμα. Πριν από 14 περίπου χρόνια γνώρισα έναν άνδρα, ο οποίος, όταν ήταν έφηβος, έζησε για ένα μεγάλο διάστημα στη νήσο Bastøy, βιώνοντας στο πετσί του όλη αυτήν τη σκληρότητα. Οι οδυνηρές αναμνήσεις του μ’ ενέπνευσαν να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα γύρω απ’ το περιβόητο αυτό σωφρονιστικό ίδρυμα. Κάποια στιγμή ωρίμασε στο μυαλό μου η ιδέα πως η τραγική ιστορία αυτών των αγοριών άξιζε να βγει προς τα έξω, για να λάβει την αναγνώριση που της αρμόζει. Η ταινία αποτελεί κατά βάση μια διαχρονική ιστορία παραλογισμού, καταπίεσης και ανταρσίας. Παράλληλα, όμως, ανιχνεύει το κακό που “φωλιάζει” σε ιδρύματα αποκομμένα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, εξετάζοντας πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί ο έλεγχος, όταν εκείνοι που θέτουν τους κανόνες καταφεύγουν σε κατάχρηση εξουσίας».
Το νορβηγικό σινεμά, παραμένοντας πιστό στην ανοδική πορεία που διαγράφει τα τελευταία χρόνια (είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε και στο ανάλογο αφιέρωμα στις Νύχτες Πρεμιέρας), παραδίδει στο κοινό ακόμη ένα αξιόλογο κινηματογραφικό δείγμα, αποδεικνύοντας πως η Νορβηγία είναι μια χώρα που έχει πολλούς λόγους για να βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς σκηνής, χωρίς να παρεμβάλλονται δυσάρεστα γεγονότα, όπως η τραγωδία του περασμένου καλοκαιριού.
- Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ NordicFilmDays του Λούμπεκ.
- AmandaAwards Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ανδρικού Ρόλου και Πρωτότυπης Μουσικής.
- Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Γκέτεμποργκ.
σχόλια