«Εσύ το προκάλεσες όλο αυτό; Κάποιος το μαγνητίζει…» μου λέει από την άλλη γραμμή. Έχουμε τηλεφωνικό ραντεβού για τις 14:30, αλλά την έχουν πάρει 20 τηλέφωνα από το πρωί. Από Βερολίνο, από Κύπρο, από Θεσσαλονίκη, απ’ όπου θες. «Έτσι είμαστε εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Τη μια δεν έχουμε τι να κάνουμε και την άλλη πνιγόμαστε…».
Καλά τα λέει. Αυτές τις μέρες, η Λένα Πλάτωνος μελοποιεί ποιήματα της Emily Dickinson, στο πρωτότυπο. Εγώ, πάλι, έχω δει τυχαία πως στο ένθετο βιβλιαράκι του cd της Γκάλοπ, γράφει μέσα «Πρώτη έκδοση: Mάρτιος 1985». Άρα είναι ακριβώς 30 χρόνια. Άρα έχω κάθε λόγο να την πάρω τηλέφωνο και να της ζητήσω με την πρόφαση του δημοσιογράφου να μου μιλήσει για έναν από τους πιο αγαπημένους μου ελληνικούς δίσκους. Με μουσική, κείμενα, εκτέλεση και ερμηνεία όλα δικά της, το Γκάλοπ είναι κατά τη γνώμη μου το μεγάλο της αριστούργημα - ο ορισμός αυτού που λέμε «δίσκος μπροστά από την εποχή του».
«Στο Γκάλοπ έριξα λίγο νερό στο κρασί μου. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που το έκανα. Φρόντισα να είναι κάπως πιο προσιτό στο ευρύ κοινό, σε σχέση με τις Μάσκες Ηλίου που είχαν προηγηθεί. Πιο ποπ. Είμαι πάλι εγώ, όμως...».
Ηχογραφημένο αποκλειστικά με αναλογικό συνθεσάιζερ και το εμβληματικό Roland TR-808 drum machine, το Γκάλοπ προβλέπει τη διείσδυση των υπολογιστών στα σπίτια μας. Μιλάει αλληγορικά για τα προβλήματα της ιδιοκτησίας πολύ πριν αυτή ενοχοποιηθεί όψιμα με την οικονομική κρίση, αγκαλιάζει με ευαισθησία τους μετανάστες και αναφέρεται στο άπειρο των επιλογών, δηλαδή την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Για την ίδια τη Λένα Πλάτωνος, ήταν ένας συμβιβασμός: «Στο Γκάλοπ έριξα λίγο νερό στο κρασί μου» παραδέχεται, όπως έχει ξαναπεί και σε άλλες συνεντεύξεις. «Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που το έκανα. Φρόντισα να είναι κάπως πιο προσιτό στο ευρύ κοινό, σε σχέση με τις Μάσκες Ηλίου που είχαν προηγηθεί. Πιο ποπ. Είμαι πάλι εγώ, όμως...».
Κάτι που δεν ήξερα: Η Λένα Πλάτωνος με ενημερώνει με περηφάνια ότι στις 24 Μαρτίου το Γκάλοπ επανακυκλοφορεί διεθνώς από την αμερικάνικη εταιρία Dark Entries σε βινύλιο. Χαρούμενος που βρέθηκε ακόμα μια αφορμή η οποία δίνει στο άλμπουμ επικαιρότητα, της ζητώ να μου μιλήσει για ένα-ένα τραγούδι ξεχωριστά, με τη σειρά που είναι και στον δίσκο, χωρίς να πολυδιακόπτω:
Μια άσκηση φυσικής άλυτη
«To έγραψα το ’83 προς ’84. Ήταν μια προβολή προς έναν κόσμο λίγο πιο μελλοντικό από αυτόν που ζούσα τότε. Είδα φάτσες, είδα χτενίσματα, εστιατόρια, την παρουσία του υπολογιστή στη ζωή μας... Οι υπολογιστές τότε δεν είχαν μπει ακόμα στα σπίτια. Υπήρχαν μόνο στα γραφεία και στα εργοστάσια. Ε και υπάρχουν κάποια σημεία στο τραγούδι αυτό, όπως και σε όλα μου τα τραγούδια, που δεν μπορώ να τα εξηγήσω ούτε ‘γω. Λόγια καθέτως ερχόμενα σε ‘μένα, εξ ουρανού δηλαδή - και δεν εννοώ υπερφυσικά. Σαν να τα έχει γράψει κάποιος άλλος».
Τι νέα ψιψίνα;
«Αυτό είναι ένα τραγούδι για την αριστερά, στο εφέ του. Τραγούδι διαμαρτυρίας και μαρτυρίας. Λέει σε ένα σημείο “ανυπότακτος στην επιτήρηση, μάρτυρας ειλικρινής”. Ο τίτλος του τραγουδιού δεν έχει τόση σημασία. Το βάρος πέφτει στο ρεφρέν. Μάλιστα η “κόκκινη καρφίτσα”, έγινε πρόσφατα τίτλος ενός ενθέτου στην εφημερίδα “Αυγή”. Το πήραν είδηση, κατάλαβαν για τι πράγμα μιλάει και τους το έδωσα. Μέσα στο τραγούδι λέω και κάτι για την περιπτερού της γειτονιάς μου, που ήταν άρρωστος ο άντρας της και δεν ήξερε τι θα του βρουν. Είναι αληθινή ιστορία. Σπανίως γράφω ιστορίες που δεν είναι αληθινές».
Κι ακούμε σ’ αγαπώ
«Είχε έρθει μια στιγμή που ήθελα να ακούσω πάρα πολύ από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ότι μ’ αγαπάει και να του το πω και εγώ. Και αυτό συνέβη. Χτύπησε το τηλέφωνο και είπαμε ταυτόχρονα ο ένας στον άλλον “σ’ αγαπώ”. Την ίδια στιγμή! Το έκανα λοιπόν τραγούδι.
»Στο δεύτερο σκέλος, εκφράζω μια διαμαρτυρία για τον τρόπο που μεγαλώσαμε. Και προσπαθώ να δικαιολογήσω γιατί έχουμε μείνει τόσο αβοήθητοι στο θέμα της αγάπης. Γιατί δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Λέω “σκίζεται το χαρτί μόνο του/ αγοράζεις μετά σελοτέιπ και το κολλάς”. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθούμε μόνοι μας να διορθώσουμε το πρόβλημα, με διαβάσματα, με φίλους, με μπλα-μπλα, με κανέναν ψυχίατρο - αλλά έχει γίνει ζημιά. Και η ζημιά έχει γίνει στα παιδικά μας χρόνια».
Μάρκος
«Μου είχαν αφήσει να προσέχω ένα σκυλί, τον Μάρκο. Οι πραγματικοί του ιδιοκτήτες, οι πρώτοι, ήταν κάτι παιδιά που είχαν φύγει οριστικά. Ο Μάρκος λοιπόν μετά έμεινε με τη γιαγιά του. Και έπαθε μεγάλη μελαγχολία. Κάποτε η γιαγιά έφυγε για ένα ταξίδι στο εξωτερικό και με παρακαλέσανε να το πάρω για κάποιες μέρες υπό την επιτήρησή μου. Γνωριστήκαμε με τον Μάρκο. Έμενε στο σπίτι μου. Δεν έκλαιγε, δε γάβγιζε, με κοιτούσε με τα φοβερά μάτια του. Ήταν ένα σκυλί όχι ράτσας, του δρόμου που λέμε. Αλλά ήταν ωραιότατο. Ψιλόλιγνο, καφέ, με καταπληκτικά μάτια. Εγώ του μιλούσα κανονικά. Του έλεγα “πεινάς;” ή “θέλεις να σου πω μια ιστορία;”. O Mάρκος, λοιπόν, τα ένιωσε όλα αυτά. Και σιγά-σιγά, συνήλθε. Άρχισε να ψιλογαβγίζει, να έρχεται πάνω μου, να θέλει χάδια κλπ… Μετά το πήρανε ξανά οι ιδιοκτήτες του. Και δεν ήταν καθόλου ντόμπροι, που λέμε. Η συμπεριφορά τους δεν ήταν σταθερή. Ήταν μια στο καρφί και μια στο πέταλο, πότε έτσι και πότε αλλιώς. Αυτό που λέμε αμφιθυμία. Πότε του έδιναν να φάει, πότε τον άφηναν νηστικό. Τελικά τον ανάγκασαν να γίνει κλέφτης και να βγαίνει έξω στο δρόμο για να βρει φαί.
»Εδώ λοιπόν κάνω έναν παραλληλισμό. Αυτή η αμφιθυμία, μοιάζει αφενός μεν με την αμφιθυμία πολλών γονιών, που καταστρέφει το παιδί (την είχα βιώσει κι εγώ κατά κάποιον τρόπο από έναν γονέα), αλλά και αφ’ ετέρου με την αμφιθυμία των ιδιοκτητών, των αφεντικών, των κυβερνήσεων απέναντι στο λαό. Τη μια μας χαϊδεύουν και τη μια μας χτυπάνε. Το είδαμε και το βλέπουμε και τώρα, στην κρίση. Αυτή η συμπεριφορά ακινητοποιεί και παραλύει τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση την κοινωνία. Και στο τέλος γινόμαστε όλοι θύματα των ιδιοκτητών, παράλυτοι ή κλέφτες.
»Το πολύ ενδιαφέρον, που δεν έχω πει ποτέ, είναι ότι ένα πρωί είχα ξυπνήσει κλαίγοντας (γιατί περνούσα έναν μεγάλο χωρισμό τότε) και έλεγα μέσα μου: «τώρα τα μάτια μου είναι τα μάτια του Μάρκου». Επαναλάμβανα μέσα μου αυτή τη φράση, δεν ξέρω γιατί... Σηκώθηκα, ντύθηκα, μου πέρασε, συναντάω την ιδιοκτήτρια του Μάρκου και μου λέει “πάει ο Μάρκος. Στις έξι το πρωί, του βάλανε φόλα και τον βρήκαν νεκρό”. Ψόφιο, δηλαδή, αλλά εγώ θέλω να τον λέω νεκρό. Ήταν ακριβώς η ώρα που είχα ξυπνήσει μέσα στην ταραχή και έλεγα χωρίς να ξέρω γιατί “τα μάτια μου είναι τα μάτια του Μάρκου”. Την ίδια μέρα, κάθισα στα μηχανήματα και έφτιαξα τον “Μάρκο”, γράφοντας λόγια και μουσική ταυτόχρονα».
Έρωτες το καλοκαίρι
«Όταν έκανα το Γκάλοπ, περνούσα έναν μεγάλο ερωτικό χωρισμό, όπως είπα. Δεν ήμουν καλά. Και μέσα από το άλμπουμ αυτό, αναγεννιόμουνα. Καθώς το έγραφα, δηλαδή, γινόμουν καλά. Στην ηχογράφηση του «Έρωτες το καλοκαίρι», θυμάμαι, μέσα στο στούντιο, με είχε πιάσει ένας τρομερός πανικός. Στα καλά καθούμενα! Με γύρισαν σπίτι με ένα μηχανάκι και τηλεφώνησα κατευθείαν στην ψυχολόγο που μου έκανε θεραπεία εκείνη την εποχή.
»Το τραγούδι αυτό μιλάει για έναν έρωτα, ο οποίος καταλήγει να βρίσκεται αποκλεισμένος μέσα στα Μέσα Ενημέρωσης. Βλέπαμε με τον φίλο μου ένα σήριαλ στην τηλεόραση, που διαδραματιζόταν στη Νορμανδία. “Οι Κυρίες της Ακτής” νομίζω ήταν ο τίτλος του και έπαιζε η Fanny Ardant. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, αποσύρομαι, πηγαίνω στα μηχανήματα και γράφω το τραγούδι απευθείας. Επειδή ο φίλος μου ήταν μουσικός και είχε και ωραία φωνή, τον κάλεσα να το πούμε μαζί. Στο δίσκο γράψαμε “ο συμμετέχων στην ερμηνεία επιθυμεί την ανωνυμία”, αλλά τώρα μπορώ να αποκαλύψω πως ήταν ο Πάνος Δράκος, που είχε αναλάβει και την ηχοληψία. Ιδιοκτήτης του στούντιο PDR, στο οποίο κάναμε τον δίσκο. Και το Σαμποτάζ και ο Καρυωτάκης και οι Μάσκες Ηλίου εκεί ηχογραφήθηκαν, με αυτό τον άνθρωπο».
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας
«Οι στίχοι γράφτηκαν λίγα χρόνια πριν. Αληθινή ιστορία. Έμενα πίσω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία στην οδό Τιμολέοντος Φιλήμονος και είχα πάει λίγο παρακάτω, στο σπίτι της Σαββίνας Γιαννάτου στην πλατεία Μαβίλη, όπου έμενε τότε και μένει ακόμα. Φτιάχναμε τον Καρυωτάκη, νομίζω. Οι Ρουμάνοι, λοιπόν, ήταν στο σπίτι της Σαββίνας. Στον επάνω όροφο. Φτάνω εκεί και ακούω το πιάνο, έβλεπα από την πίσω βεράντα τα τοξοτά μπαλκόνια του μαιευτηρίου της “Έλενας” και είχα την αίσθηση ότι ήμουν κοντά και στην Αμερικάνικη Πρεσβεία. Το παιδάκι των Ρουμάνων, μια μέρα έχασε το κοτοπουλάκι του και το έψαχνε και μας χτύπησε την πόρτα. Είχε κάτι μάτια μεγάλα, φανταστικά. Η γλώσσα που μιλούσαν οι Ρουμάνοι με τραβούσε πάρα πολύ να την ακούω. Κι έτσι έγραψα τους “Εμιγκρέδες της Ρουμανίας”, που κάποιοι μου λένε ότι είναι το πιο ευαίσθητο ελληνικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ για τους μετανάστες».
Ηδύποτο ρουμπινί
«Καθόμουν σε ένα μπαράκι. Το μπαράκι αυτό ήταν μαύρο μέσα, σκοτεινό, αλλά είχε και κάποιες αφίσες, οι οποίες του έδιναν φως, χρώμα, λάμψη. Μία από αυτές, τεράστια και φωτισμένη από πίσω, έδειχνε ένα ποτήρι σε μια παραλία. Εγώ ταξίδεψα πολύ μέσα σε αυτή την αφίσα. Μέσα από αυτό το ποτήρι και σε συνδυασμό με το να το πιεις (που σε ζαλίζει κάπως, φτερουγίζεις και πας αλλού), είδα το άπειρο των επιλογών. Πιστεύω πολύ σε αυτό. Πιστεύω πως όσο κι αν αισθανόμαστε περιορισμένοι από πράγματα και καταστάσεις, οι επιλογές μας είναι άπειρες».
Μάγισσες
«Είχα ρωτήσει τρεις φίλους μου (και πιθανόν εραστές, ας πούμε), ποια ήταν η πιο βαθειά τους επιθυμία. Πώς έχουν την εικόνα της ευτυχίας στο μυαλό τους. Και μου έδωσε ο καθένας από μία εικόνα. Ο ένας, που ήταν μουσικός, μου μίλησε για μια λίμνη γεμάτη κοχύλια και ένα πιάνο με το οποίο έδινε συναυλία. Το έγραψα. Ο δεύτερος, ονειρευόταν να κάνει όργια ρωμαϊκού τύπου. Το έγραψα κι αυτό, με τον τρόπο μου. Ο τρίτος, να ταξιδεύει σε άσπρα άλογα και τα άλογα αυτά σχεδόν να πετάνε. Και το κλου το δικό μου, ήταν πως, ό,τι και να θέλανε αυτοί οι άνθρωποι, αυτό που πραγματικά θέλανε ήταν μια αγκαλιά. Όπως κι εγώ, όπως και όλοι μας. Τo τραγούδι, λοιπόν, είναι η γνώση αυτού το πράγματος και η ευχή να το αποκτήσουμε.
»Η Ντο, που αναφέρω στο τέλος, είναι μια φίλη μου η οποία λέγεται Ντόρια. Ήταν να πάει για μια χρονιά στη Σαντορίνη. Της εύχομαι να πάει εκεί και να βρίσκεται “στην αγκαλιά ενός παιδιού”. Και πραγματικά αυτή η γυναίκα πήγε στη Σαντορίνη και σε μεγάλη ηλικία συνέλαβε ένα παιδί το οποίο, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ξέρω, το μεγάλωσε μόνη της, μακριά από την Αθήνα, ούσα με πολλά προβλήματα».
Το 9
«Εδώ απαγγέλει ο Πάνος Δράκος, με μπάσα φωνή. Εκείνη την εποχή, που ήμουν αναστατωμένη και περνούσα τα ζόρια τα ερωτικά, τα οποία μετά έγιναν και υπαρξιακά (καταλαβαίνεις…), είχα ένα αγγλοαγλλικό λεξικό της Οξφόρδης, το οποίο είχα μετατρέψει σε εργαλείο μεταφυσικό. Έκανα ερωτήσεις και με βάση τον αριθμό εννέα πάντα (που ήταν ένας σημαντικός αριθμός στη ζωή μου και είναι γενικά ένας μαγικός αριθμός), το άνοιγα τυχαία σε μια σελίδα, ακουμπούσα το δάχτυλό μου και έβλεπα τι έγραφε. Τo άνοιξα εννέα φορές και μου βγήκαν αυτά τα εννέα διαφορετικά και σε πρώτη ανάγνωση ασύνδετα πράγματα, που ακούγονται στο τραγούδι. Η αρχή του τραγουδιού, μιλάει για δανειστές. Λέει “αυτός που δανείζεται, πληρώνει κάθε ζημιά που προκαλεί η αμέλειά του”. Και αμέσως μετά λέει “Σκέτη προφητεία”. Δεν είναι τρομερό; Δεν τα είπα εγώ αυτά τα λόγια. Τα διάβασα!»
Αιμάτινες σκιές από απόσταση
«Η απάντηση στο γράμμα ενός φίλου μου, ο οποίος ήταν πολύ μπερδεμένος και με το ηθικό του πεσμένο. Όταν διάβασα το γράμμα, αισθάνθηκα πως δεν μπορούσα να του απαντήσω απευθείας. Έπρεπε όμως να γράψω μια απάντηση και για τον εαυτό μου και για τους άλλους γύρω μου, που θα βρίσκονταν σε μια ανάλογη κατάσταση. Το “από απόσταση”, είναι η απόσταση που παίρνει κανείς για να δει ορισμένα πράγματα. Τα πράγματα τα βλέπουμε και από μέσα τους, βέβαια, αλλά χρειάζεται να πάρουμε και μια απόσταση, για να αντέξουμε να τα περιγράψουμε. Και “αιμάτινες σκιές” είναι τα πρόσωπα. Γράφω για τα “μακριά δάχτυλα που αγγίζουν τον αρχικό πόνο”, τη φυγή προς το άπειρο και από εκεί (να η απόσταση), βλέπω ότι όλοι είμαστε επώνυμοι συνθέτες ενός μεγάλου επιτραπέζιου παιχνιδιού».
Γκάλοπ
«Κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω κάτι και η περιπτερού έκανε λάθη στις συναλλαγές της, από την πολλή ζέστη. Ήταν Σεπτέμβρης. Γυρνάω σπίτι και από το ραδιόφωνο ακούω ένα γκάλοπ, όπου είχαν φέρει το χειμώνα. Λέγανε “Σας αρέσει το καλοκαίρι;”, “σε πόσους αρέσει το καλοκαίρι και σε πόσους ο χειμώνας που έρχεται;”. Κάτι σαχλαμάρες… Μέσα σε αυτό το φτιαχτό, χαζό γκάλοπ που άκουγα, λοιπόν, αισθάνθηκα μια ασφυξία και άρχισα να ταξιδεύω με το μυαλό μου. Βρέθηκα σε μια ευτυχή μελλοντική πολιτεία, όπου από τα σπίτια έβγαινε φως. Το φως δεν το έβγαζαν οι λάμπες, αλλά τα ίδια τα σπίτια, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα. Επίσης, φως έβγαζαν και οι άνθρωποι, σαν φωτοστέφανο. “Αυτοί μοιράζονται ακόμα και το τίποτα” λέω. Είναι ένας στίχος για τους ανθρώπους που είναι φτωχοί, ταπεινοί. Έτσι γεννιόμαστε και έτσι φεύγουμε…».
Τη ρωτάω γιατί ονόμασε «Γκάλοπ» τον δίσκο: «Αυτό το τελευταίο τραγούδι, το αγαπώ πολύ. Ονόμασα έτσι ολόκληρο τον δίσκο επειδή όλοι ξέρουμε πόση ψευτιά κρύβουν από πίσω τα γκάλοπ και πόσο σχετικά είναι… Μου άρεσε και σαν λέξη, να σου πω την αλήθεια... Θα μπορούσα να το είχα πει “Δημοσκόπηση”», αλλά είναι μια κάπως αυταρχική στον ήχο της λέξη, ενώ το γκάλοπ ηχεί πιο γλυκά».
30 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του, το Γκάλοπ παραμένει ένα κρυμμένο μυστικό, ένας δίσκος που λίγοι άνθρωποι έχουν ακούσει, δεδομένης της αξίας του. Την ρωτάω αν είχε πουλήσει στην εποχή του και ακούω ένα απαλό «αααααααχ»: «Μόλις μου έβαλαν στη μύτη φρέζιες, τις έφερε μια γειτόνισσα. Είναι εκπληκτικό το συναίσθημα, χαλάρωσα. Λοιπόν, ποια ήταν η τελευταία σου ερώτηση; Α ναι… Ο δίσκος πήγε καλά. Με δικαίωσε. Τα τραγούδια μου δεν παίζονται πολύ στα ραδιόφωνα, αλλά έχουν επιτυχία σε άλλους κύκλους, εσωτερική και υπόγεια».
Και κάπου εδώ την αφήνω να απολαύσει έναν καφέ με την γειτόνισσά της, μυρίζοντας φρέζιες.
Στις 24/3 τo Γκάλοπ της Λένας Πλάτωνος επανεκδίδεται από την αμερικανική Dark Entries σε βινύλιο. Μπορείτε να το παραγγείλετε εδώ: http://www.darkentriesrecords.com/
σχόλια