Prurient: Ο απόηχος απ’ το σκοτεινό δωμάτιο
Απ’ όταν ξεκίνησε να ηχογραφεί ως Prurient, ο Dominick Fernow φρόντισε να τοποθετήσει με τον πιο ευδιάκριτο τρόπο την περσόνα του στα άκρα. Πάντα με άξονα το noise, ηχογραφεί ασταμάτητα άλμπουμ που βάζουν τον ακροατή σε δίλημμα: είναι ένας ηχητικός γρίφος ή απλώς ένα θορυβώδες βασανιστήριο; Ένα κράμα ουρλιαχτών που παραπέμπουν σε metal ηχογραφήσεις, industrial βόμβων που στη λάθος ένταση καίνε ηχεία, ακροτήτων αλά Merzbow που καταλήγουν σε ασπρόμαυρους drone εφιάλτες. Στο παρελθόν έχει πειραματιστεί με στίχους από τον Πέρση sufi μυστικιστή και ποιητή Ρουμί (στο «History of Aids») κι έχει κάνει συνεργασίες με άλλους ηχητικούς εξτρεμιστές, όπως ο Carlos Giffoni, οι Wolf Eyes κι ο Kevin Drumm. Η μουσική του Prurient σίγουρα δεν είναι για τον μέσο όρο. Είναι το μουσικό αντίστοιχο μιας διαδικασίας εφαρμογής piercing στο δέρμα. Όσο θορυβώδες και να είναι αυτό που ακούς, όσο κι αν νιώθεις πως βασανίζει τ’ αυτιά σου, με την πάροδο του χρόνου γίνεται τόσο εθιστικό, που θες ν’ ανεβάσεις την ένταση στο 10. Ασταμάτητα ενεργητικός, o Fernow μετράει μέσα σε μια δεκαπενταετία πάνω από 40 άλμπουμ (χώρια τα singles και τα EPs)! Το φετινό του «Bermuda Drain» είναι το πιο προσβάσιμο ολόκληρης της δισκογραφίας του, σε σημείο που οι φανατικοί οπαδοί του να μιλούν για «ξεπούλημα». Το «Bermuda Drain», χωρίς να χάνει τη θορυβώδη ταυτότητα προηγούμενων δίσκων του, βρίσκει τον Prurient να φλερτάρει έντονα με την ambient και τα synths αλλά και με το dark wave (δεν είναι καθόλου τυχαίο που είναι μέλος των new wavers, Cold Cave). Οι στίχοι έγιναν πιο προσωπικοί (στην ουσία απαγγέλλονται), τα bpm έπεσαν, εμφανίστηκαν κρυμμένες μελωδίες απ’ το πουθενά. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν συνιστά ξεπούλημα σε μεγαλύτερα ακροατήρια, αλλά εξέλιξη. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι ο δίσκος που θ’ αφήσεις κατά λάθος στο cd-player των γονιών σου ή θα επιλέξεις για να παίξεις σε κάποιο πάρτι. Εκτός αν έχεις σκοπό το πάρτι να καταλήξει σε s&m γιορτή.
Pinch & Shackleton:
Κρουστά από άλλη διάσταση
Υπό άλλες (χρονικά) συνθήκες, η συνεργασία Pinch και Shackleton θα προκαλούσε ρίγη ενθουσιασμού στους underground ηλεκτρονικούς κύκλους. Οι δυο παραγωγοί έχουν βάλει το χέρι τους για τα καλά στο οικοδόμημα που ονομάζεται «dubstep». Ο Pinch πιο «κλασικός» στη φόρμα του είδους, ο Shackleton σαφέστατα πιο αφαιρετικός, με εμφανείς επιρροές κι από άλλα παρακλάδια του χώρου.
Στο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν από κοινού πρόσφατα στην Honest Jons είναι φανερό πως το πάνω χέρι το έχει ο Shackleton: τα percussions είναι το χαρακτηριστικό του δίσκου, απλώνοντας στα κομμάτια μια αίσθηση κλειστοφοβική, σαν κάποιος να έκλεισε κάθε πόρτα και να σε κλείδωσε σε δωμάτιο χωρίς παράθυρα («Rooms within a room»). Είναι εμφανές πως ο Shackleton έχει φρενάρει την dancehall φόρα του Pinch, κάνοντας το ομώνυμό τους άλμπουμ ένα παράξενο φρούτο, στυφό, πικρό, σχεδόν ακατάλληλο για το dancefloor. Απόλυτα, όμως, εθιστικό και μυστηριώδες.
σχόλια