Είδα την τελευταία μέρα του Μάη, σε «οικογενειακή» προβολή στο Μικρόκοσμο, την ταινία του Μιχάλη Καφαντάρη, σε σενάριο Θανάση Γιαννόπουλου «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο», μια ταινία αφιερωμένη στο αθηναϊκό new wave και το punk των eighties.
Να πω κατ’ αρχάς, και εξ όσων εσχάτως διαπίστωσα, πως η ταινία ή... τα της ταινίας καλύτερα έχουν κάνει ήδη διαδικτυακή εντύπωση πριν ακόμη αυτή προβληθεί κανονικά, κάτι που αποδεικνύεται και από την πραγματικότητα. Όχι μόνο από τη συναυλία, το Μάρτιο του ’14 στο Gagarin 205, όταν έγινε ο σχετικός πανικός (τα έσοδα θα πήγαιναν στην ολοκλήρωσή της), αλλά, όπως έμαθα, και από τις φισκαρισμένες προβολές στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του «17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ» τον προηγούμενο Μάρτιο.
Το «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο» δεν είναι μια ταινία νοσταλγίας για την ανεξάρτητη αθηναϊκή new wave και punk σκηνή των eighties, αλλά μια ταινία μνήμης. Υπάρχει διαφορά σε τούτο. Δεν αποτελεί δηλαδή μιαν ωραιοποίηση της πραγματικότητας, αλλά μιαν απόπειρα να ιδωθεί αυτή σαν μια... κάπως τρεμάμενη ανάμνηση. Σαν κάτι που συνέβη κάποτε, άξιο ή λιγότερο άξιο, και παράλληλα σύντομο στο χρόνο.
Τα συγκεκριμένα eighties, το αθηναϊκό punk και new wave εννοώ –δύο είδη που εν πάση περιπτώσει δεν ταυτίζονταν, όπως δεν ταυτίζονταν και οι θιασώτες τους– για όσους τα έζησαν και νοιάζονται να τα ανασυνθέσουν, αποτελούν πια «παρελθόν», που σημαίνει πως δεν έχουν απλώς περατώσει τον κύκλο τους, αλλά και πως έχει μεσολαβήσει από τότε όλο εκείνο το απαιτούμενο διάστημα ώστε να καταστούν… ιστορία, εσωτερικώς ανεξιχνίαστη στην ολότητά της. Να ανασύρονται δηλαδή από τη λήθη άπαντα τα σχετικά υλικά και άυλα παραφερνάλια και να τοποθετούνται σε μια τάξη, συμπληρώνοντας το ψηφιδωτό.
Θολές αναμνήσεις, περισσότερο ή λιγότερο ξεθωριασμένες εντυπώσεις, κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, τσαλακωμένα προγράμματα και αφίσες συναυλιών, φθαρμένοι δίσκοι και φαγωμένες κασέτες και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε, τέλος πάντων, να βάλει σε μια σειρά εκείνο που συνέβη.
Το «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο» είναι μια ιδιαίτερη ταινία, που ισορροπεί, θα έλεγα με μαεστρία, αληθινή μαεστρία, ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ, που είναι η πραγματικότητα (οι μουσικοί, τα συγκροτήματα κ.λπ.) και στο fiction, που είναι στηριγμένο σε δύο δραματουργικούς άξονες.
Ο ένας, ο πιο στέρεος (και απολαυστικός θα έλεγα) περιστρέφεται γύρω από έναν ανώτερο αξιωματικό της αστυνομίας και τον τρόπο μέσω του οποίου βιώνει εκείνος τη δική του καθημερινή… εϊτίλα, που σχετίζεται εννοείται και με τη συγκεκριμένη μουσική (φοβερός ο Στάθης Σταμουλακάτος), ενώ ο δεύτερος, που εμένα με άφησε κάπως μετέωρο, είναι εκείνος της μητέρας και της κόρης (με την πρώτη να πεθαίνει, και με τη δεύτερη να επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή της μέσω μιας κασέτας). Ανάμεσα σ’ αυτούς του δύο άξονες έρχεται να εισχωρήσει η πραγματικότητα, κάτι από εκείνο που συνέβη, και όχι κάτι από εκείνο που νομίσαμε ότι συνέβη όσοι εξ ημών ήμασταν κοντά στη φάση, στα eighties.
Θέλω να πω πως το πιο δύσκολο και μεγαλύτερο εμπόδιο, που είναι αυτό ακριβώς, η ταινία το υπερπηδά παλικαρίσια. Κι εδώ έγκειται η αξία της. Το «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο» στο ντοκιμαντερίστικο κομμάτι του δεν είναι μια ταινία νοσταλγίας, αλλά μια ταινία μνήμης. Υπάρχει διαφορά σε τούτο. Δεν αποτελεί δηλαδή μιαν ωραιοποίηση της πραγματικότητας, αλλά μιαν απόπειρα να ιδωθεί αυτή σαν μια… κάπως τρεμάμενη ανάμνηση. Σαν κάτι που συνέβη κάποτε, άξιο ή λιγότερο άξιο, και παράλληλα σύντομο στο χρόνο.
Αυτό είναι για μένα είναι το ουσιαστικό. Και βγαίνει στην ταινία. Όταν κάτι το έχεις ζήσει, το έχεις βιώσει στα νεανικά σου χρόνια, είσαι υποχρεωμένος, κάνοντας την υπέρβαση, να το δείξεις όπως ήταν (πράγμα δύσκολο) και όχι όπως φαίνεται να είναι (όπως το ωραιοποίησε ο χρόνος). Μ’ αυτό το ανεπαίσθητο «ήταν» ασχολείται η ταινία, μένοντας περίκλειστη σ’ εκείνα που την αφορούν.
Το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, θέλω να πω, πρωταγωνιστεί στο βαθμό που την ενδιαφέρει. Και το γεγονός πως ο λόγος της δεν είναι καταγγελτικός, ενώ θα μπορούσε να ήταν παρασύροντάς την στη δημαγωγία, είναι κάτι που τιμά τους δημιουργούς της. Γιατί η ταινία δεν είναι βιβλίο. Δεν είναι δοκίμιο. Η ταινία δεν μπορεί να πιάσει τα πάντα, ούτε υποχρεούται να δώσει ίσο χώρο στην άλλη άποψη, ώστε να είναι «εντάξει». Τι μπορεί να κάνει; Απλώς να την σεβαστεί (την άλλη άποψη). Ή να αδιαφορήσει…
Ένα άλλο που μένει από το «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο», από τις σεμνές αφηγήσεις των μουσικών, είναι πως σε πρώτο χρόνο, για όλο το αθηναϊκό punk και new wave των eighties, υπήρξε γενική αδιαφορία. Και αυτό είναι η πικρή αλήθεια. Το λέει κάποια στιγμή ο Λούης (των Stress) νομίζω: τότε μας άκουγαν 50-100 και σήμερα 1500! Να μη μας διαφεύγει αυτό.
Γιατί, ναι, σε μαγαζιά με 50-100 άτομα έπαιζαν οι Stress και οι Χωρίς Περιδέραιο και όλα τα υπόλοιπα σχετικά συγκροτήματα της εποχής – άιντε σε λίγο περισσότερα σε κανα αμφιθέατρο, σε κανένα πολιτικό φεστιβάλ, ή σε καμιά κατάληψη, ενώ τόσο πουλούσαν πάνω-κάτω και οι δίσκοι τους. Κανένας ποτέ δεν έκανε δεύτερη εκτύπωση (κι αν έκαναν, ένας ή δύο, δεν λέει τίποτα), ενώ αντίτυπα εύρισκες σε αστείες τιμές μέχρι και στα μέσα του ’90, ή και αργότερα (κι ας κοστίζουν σήμερα μια περιουσία). Το χέρι δεν έμπαινε εύκολα στην τσέπη για τα ελληνικά ανεξάρτητα συγκροτήματα. Αλήθεια κι αυτό. Όχι γιατί δεν υπήρχαν (κάποια) λεφτά, αλλά γιατί οι πολλοί τα αγνοούσαν ή τα υποτιμούσαν, ενώ και για τους λίγους περίσσευε η τζαμπατζίδικη νοοτροπία…
Σήμερα, άνθρωποι που ήταν αγέννητοι ή μωρά το ’85 έχουν φέρει όλα αυτά τα γκρουπ, και τις μουσικές τους, ξανά στο προσκήνιο. Και καλά κάνουν δηλαδή! Γιατί, το ίδιο δεν συνέβη με τους αγέννητους ή τα μωρά των mid-sixties;
Έτσι, οι Χωρίς Περιδέραιο παθαίνουν πλάκα επειδή σήμερα τους αποθεώνουν, ενώ τριάντα χρόνια πριν δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τους «έφτυναν». Ουδείς προφήτης στο χρόνο του… Και, όμως, οι Villa 21, οι Metro Decay, οι Cpt Neφos, οι Stress, οι South of Νo North, οι Panx Romana και όποιοι άλλοι έπαιζαν πραγματικά καλά, αφήνοντας δυνατά τραγούδια, γεγονός που, όπως προείπαμε, δεν εκτιμήθηκε στην εποχή του.
Το «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο» δεν είναι μια ταινία για τα eighties γενικά –θα πρέπει να το ξανατονίσουμε αυτό– ούτε συνολικά για το ελληνικό ροκ, πανκ, new wave και τα ρέστα. Επικεντρώνεται στην Αθήνα και κυρίως επικεντρώνεται στη λεγόμενη «ανεξάρτητη σκηνή» (γι’ αυτό δε χωράνε στην ταινία οι Τρύπες, οι Sharp Ties ας πούμε, ή οι Λευκή Συμφωνία).
Η ταινία είναι τίμια με τον εαυτό της και κυρίως με το αντικείμενό της. Δεν καταφέρεται εναντίον του άλλου πόλου τού ελληνικού ροκ (εκείνου της ευρείας αποδοχής), δεν ξιφουλκεί ούτε εναντίον της γενικότερης «πασοκικής» πραγματικότητας των eighties – που σε τελευταία ανάλυση έφερε στην Αθήνα τους Clash και τους Stranglers (γελάμε και κλαίμε μαζί…), αποβάλλοντας σε… προτελευταία ανάλυση τους πάνκηδες, τους jazzheads και τα φρικιά από της Πλάκας τα στενά. Δεν πέφτει στην παγίδα τού «εμείς κι εκείνοι». Δεν υπερβάλλει. Έχει μέτρο και κατεύθυνση. Λέει αυτά που θέλει να πει (Χημείο, Εξάρχεια, Πεδίον του Άρεως…), εφόσον «εξυπηρετούν» το πιο βασικό της στόρι, και τα συμπεράσματα εξάγονται…
Είναι σεμνή θέλω να πω και ουσιαστική η ταινία, δίχως να είναι άνευ λόγου και αιτίας προκλητική και διχαστική, ενώ έχει και καλλιτεχνική αύρα (μαζί με χιούμορ και μετρημένη συγκίνηση), που μπορεί, ενδεχομένως, να ξενίσει τους σκληροπυρηνικούς και τα «βαριά πεπόνια».
Σε γενικές γραμμές το «Εδώ δεν υπάρχει άσυλο» είναι μια ταινία, που, παρόλο το ειδικό θέμα της, απευθύνεται στον πολύ κόσμο, σε όλους τους αληθινούς μουσικόφιλους και όχι στη «φάρα». Και αυτή θα είναι η επιτυχία της.
Γιατί θα πρέπει κάποτε, έστω και μετά από 30 χρόνια, ο κόσμος να βάλει το χέρι στην τσέπη, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, και γι’ αυτά τα ελληνικά συγκροτήματα (γιατί περί αυτού πρόκειται), που μέσα σε συνθήκες γενικότερης αδιαφορίας μπόρεσαν και κατέγραψαν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μερικά καταπληκτικά τραγούδια…
σχόλια