Η “americana” σαν όρος δεν είναι πολύ παλιός –θυμάμαι να διαβάζω γι’ αυτήν στα ξένα περιοδικά περί τα μέσα των nineties– όμως σαν περιεχόμενο είναι παμπάλαιος. Και ακριβώς σ’ αυτήν την «παλαιότητα» στηρίχτηκε η σχετικώς πρόσφατη εμπορική επιτυχία ενός είδους που κρατάει από τις πρώτες απόπειρες του country blues και του λευκού blues της δεκαετίας του ’20, πριν επεκταθεί προς τις Dust Bowl Ballads του Woody Guthrie, το bluegrass των Απαλαχίων (late forties), το rock n’ roll, το country-rock του ’60 και του ’70, το desert rock του ’80, μα και προς ό,τι άλλο σε επίπεδο sub-genre θα μπορούσε να παρεισφρήσει ανάμεσα.
Φυσικά, ο όρος βοήθησε και στο εμπορικό ξεπέταγμα των συγκεκριμένων μουσικών –γι’ αυτό εξάλλου επινοήθηκε– αφού κάτω από την νέα ταμπέλα θα μπορούσε να καταχωριστούν εκατοντάδες καλλιτέχνες και συγκροτήματα, απ’ όλο το διάβα της αμερικάνικης μουσικής ιστορίας.
Αρχικά και τελείως χοντρικά θα έλεγα πως τα country ηχοχρώματα, που αποτελούν το Α και το Ω της americana, υπήρξαν για χρόνια αντιδημοφιλή στην Ελλάδα.
Έτσι, κάποιος που άκουγε τους Dream Syndicate ας πούμε ή τους Green on Red στα χρόνια του ’80, θα μπορούσε, με λίγη καλή θέληση, ν’ ακούσει τον προπολεμικό θρύλο Jimmie Rodgers (ίσως τον πιο επιδραστικό καλλιτέχνη της country), τους πατεράδες του bluegrass (της… μανιασμένης country) Bill Monroe και Earl Scruggs, ψάχνοντας τις ιστορικές συλλογές του Harry Smith (Anthology of American Folk Music) ή ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο ξεχασμένους δίσκους και συγκροτήματα από τα sixties και τα seventies. Δεν χρειάζεται να πω πως όλη αυτή η μόχλευση υπήρξε υπεύθυνη για μια από τις πιο ωραίες μουσικές φάσεις των τελευταίων 20 χρόνων.
Αυτά στην Αμερική (και αλλαχού). Στην Ελλάδα, όμως, τι γινότανε από παλιά έως πρόσφατα; Είναι ένα θέμα αυτό…
Αρχικά και τελείως χοντρικά θα έλεγα πως τα country ηχοχρώματα, που αποτελούν το Α και το Ω της americana, υπήρξαν για χρόνια αντιδημοφιλή στην Ελλάδα. Η γενικότερη αδιαφορία, η ελλιπής πληροφόρηση, η ανυπαρξία συναυλιών, η προκατάληψη… ότι η country είναι, τάχα, συντηρητική μουσική (δεν υπάρχουν συντηρητικές μουσικές, υπάρχουν τραγούδια που εκφράζουν συντηρητικές απόψεις, και τέτοια τραγούδια μπορεί να συναντήσεις και στο ροκ και στην τζαζ και στην ποπ και οπουδήποτε αλλού)… όλα αυτά μαζί ή χώρια δημιούργησαν, τέλος πάντων, μέσα στα χρόνια, στον τόπο μας, ένα σκηνικό αδιαφορίας ή ακόμη χειρότερα απαξίωσης της country, του τύπου… η μουσική που ακούνε οι βλαχοαμερικάνοι. Απόδειξη τούτου; Στα δισκάδικα, ακόμη και σήμερα, η country music είναι στα παραπεταμένα και βασικά στις «ευκαιρίες», στις ντάνες με τα φτηνά. Ευτυχώς, από μια πλευρά…
Στην πράξη, δηλαδή, η country (μια σπουδαία, πηγαία μουσική που, σε πρώτη φάση, σου φτιάχνει αμέσως το κέφι, αφήνω τη δεύτερη…) εξακολουθεί να έχει λίγους φανατικούς φίλους στην Ελλάδα.
Δεν λέω πως δεν υπήρξαν απόπειρες, κατά καιρούς, να γίνει πιο γνωστή και κατανοητή στον κόσμο μέσω του ραδιοφώνου, κάποιων live ή κάποιων δημοσιογραφικών κειμένων, λέω πως ποτέ η μουσική αυτή δεν απέκτησε από τα μέσα και τον Τύπο (τον μουσικό πρώτα-πρώτα) εκείνο το ισχυρό status, που θα πήγαινε παράλληλα με την ιστορία της. Τι εννοώ; Πεθαίνει τον προηγούμενο Απρίλιο μια μέγιστη μορφή της, o Merle Haggard, και στην Ελλάδα δεν τρέχει τίποτα…
Παρά ταύτα επιρροές από country και country-rock ανιχνεύονται στα ελληνικά συγκροτήματα τού ποπ/ροκ ήδη από τη δεκαετία του ’60. Το ζηλευτό “Lonely rider” των Saints για παράδειγμα θα μπορούσε να ταρακουνήσει ακόμη και Αμερικάνους, ενώ ο μουσικός εκείνος που θ’ αποδείξει μια κάπως πιο μακρόχρονη σχέση με τα εν λόγω ηχοχρώματα, ξεκινώντας από τα sixties και φθάνοντας έως τις μέρες μας, δεν είναι άλλος από τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου.
Ο Κιουρκτσόγλου είχε ακούσει και Dylan και Band και Al Kooper κι είχε αρπάξει εκείνο το country-rock feeling από νωρίς, ενσωματώνοντάς το στα τραγούδια του. Ίσως όχι σ’ εκείνα των Πελόμα Μποκιού, αλλά σίγουρα σ’ εκείνα των Ανάδελτα («Η Μαριάννα απ’ την Κοζάνη»). Ακόμη, ο Κιουρκτσόγλου παίζει μπάντζο (το όργανο σύμβολο της country) στο δίσκο του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη «Σε Άλλους Κόσμους» (1976) που είχε και… americana ηχοχρώματα, ενώ ο Τριανταφυλλίδης παίζει μπάντζο στο “Media Luz” (1976) του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που περνάει και αυτό από το στυλ. Η πιο country ηχογράφηση του Ηρακλή ήταν βεβαίως η «Σακραφλατία», με τον Κιουρκτσόγλου να δίνει country-rock και στα μεταγενέστερα άλμπουμ του, από τα eighties πια, όταν ηχογραφούσε ως Ιωάννης ο V και Άλλοι Επίσημοι. Λεπτομέρειες… θα μου πείτε. Που έχουν όμως τη, μικρή έστω, σημασία τους… θα απαντούσα.
Ένας φανερός πυρήνας της εγχώριας americana, από τον οποίο ξεπετάχτηκαν διάφορα συγκροτήματα και ηχογραφήσεις στην πορεία (αγγλόφωνες βασικά), ήταν οπωσδήποτε οι Last Drive.
Οι Last Drive μπορεί να μην ξεκίνησαν ως ένα γκρουπ που ήταν επηρεασμένο σώνει και καλά από τους Band ή τους Flying Burrito Brothers, αλλά στην πορεία μετεξελίχθηκε σε τέτοιο μέσω διαφόρων projects (κύριων ή παράπλευρων). Μέλη των Last Drive συναντάμε, όπως έχουμε ξαναγράψει, σε ηχογραφήσεις των The Earthbound, των Distortion Tamers, των Thee Holy Strangers και των Spiral Drift, με τον Alex K. (των Last Drive) να παίζει μπάσο και φυσαρμόνικα στο κορυφαίο άλμπουμ ελληνόφωνης americana, που δεν είναι άλλο από το «Δηλητήριο Ποτισμένο από Αγάπη» [G.O.D, 2015] του Λάμπρου Παπαλέξη και τους συγκροτήματος Οι Χτισμένες… των Θεμελίων.
Εσχάτως τρία ακόμη… ελληνοαμερικάνα άλμπουμ τυπώθηκαν και κυκλοφορούν (σε βινύλιο ή CD) και γι’ αυτά θα πούμε τώρα τα σχετικά… Ξεκινάμε με το βαρύ πυροβολικό…
______________________________________________________________
Appalachian Cobra Worshipers: "Appalachian Cobra Worshipers”
Ανεξάρτητη Παραγωγή/ Inner Ear, 2016
Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που άκουσα τον τελευταίο καιρό. Ο λόγος για το έξοχο φερώνυμο LP των Appalachian Cobra Worshipers, τους οποίους αποτελούν οι Μανώλης Αγγελάκης φωνή, ακουστικές & ηλεκτρικές κιθάρες, μαντόλα, Στάθης Ιωάννου μπάντζο, ακουστικές & ηλεκτρικές κιθάρες, φωνητικά, Μάριος Σαρακηνός κρουστά και Γιώργος Τσαλκίδης κοντραμπάσο, φωνητικά.
Το άλμπουμ τυπώθηκε μόλις σε διακόσια αντίτυπα, ενώ θα έπρεπε να τυπωθεί σε χίλια. Τουλάχιστον… Αν δεν υπάρχουν χίλιοι Έλληνες που να έχουν πικάπ, και που να μπορούν ν’ απολαύσουν την καλύτερη americana, που δύναται να παιχτεί από μη Αμερικάνους (εφάμιλλης ή και ανώτερης αξίας από τη δική τους), τότε δεν πάμε πουθενά. Θα μετριόμαστε, θα ξαναμετριόμαστε και μπορεί να βγαίνουμε λιγότεροι κι από διακόσιοι… Ας το σκεφθούμε αυτό… Όλοι μας… Σε πόσους τελικά απευθυνόμαστε…
Γνωστά από χίλιες-δυο μεριές (Illegal Operation, Sigmatropic, προσωπικές δουλειές, συνεργασίες κ.λπ.), τα μέλη των Appalachian Cobra Worshipers (ACW) δείχνει πού πατάνε ήδη από την αρχή – από το όνομά τους, ου μην αλλά και από το εξώφυλλο τού άλμπουμ τους. Γουστάρουν τη λαϊκή αμερικανική μουσική, την country μπαλάντα και το bluegrass των Απαλαχίων και βεβαίως την ανάμειξη εκείνων με το blues (μαύρο ή λευκό) – γιατί υπάρχει και παλιό λευκό blues (ο Frank Hutchison να πούμε), που βγήκε στους δρόμους χρόνια πριν γεννηθούν ο John Mayall ή ο Paul Butterfield.
Δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ποιοι ακριβώς είναι οι «ήρωες» των ACW – αν και υπάρχουν τα τραγούδια που αποδίδουν στο LP τους, και που δίνουν τις πρώτες βασικές πληροφορίες. Skip James, Otis Taylor, Woody Guthrie, “House of the rising sun”, “The cuckoo”, “Gallows pole”, όπως και κάποια νεότερα ονόματα (Nick Cave, Glenn Danzig)… παρότι δεν αποκλείεται η μεγαλύτερη «αναφορά» των αθηναίων φίλων μας να είναι κάποιος άλλος, ο Harry Smith ας πούμε και οι κλασικές «Ανθολογίες» του – κυρίως για τον τρόπο που μεταφέρεται εκείνο το «μυστικό» πνεύμα των αρχέγονων εγγραφών στο δικό μας τώρα.
Τι σημασία, όμως, έχουν όλα τούτα μπροστά στο άκουσμα τού δίσκου; Πιθανώς… κάποια, αλλά, ίσως, και καμία. Η μπάντα παίζει με τέτοιο δόσιμο, με τέτοια εσωτερική πίστη στο τραγούδι και τα ιδανικά της λαϊκής Αμερικής (να κολλήσω και το «προοδευτικής» στο «λαϊκής Αμερικής» για να είμαστε ok;), ώστε κάθε δεύτερη κουβέντα να περνάει κατ’ ευθείαν στο περιθώριο.
Εδώ, απλώς ακούμε…
___________________________________________________________
Robert sin & The Huckleberries: “…and the Ghosts in Between”
G.O.D. Records, 2016
Κάτι παίζει λοιπόν με την americana στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό. Διάφορα γκρουπ και τραγουδοποιοί, που ξεπετάγονται από ’δω κι από ’κει, γράφουν και συνθέτουν πάνω σ’ αυτό το στυλ, που διακόνησαν ο Dylan, οι Byrds, οι Band, οι Crazy Horse, ο Neil Young, ο Gram Parsons και άλλοι πολλοί εκεί μετά τα μέσα του ’60. Αναφερόμαστε σ’ έναν ήχο, όπως γράψαμε και πιο πάνω, με πολύ βαθιές ρίζες, που ανακατεύει το rock (ψυχεδελικό ή άλλο), με την country μπαλάντα, το folk και το blues (και άλλα επιμέρους είδη) και ο οποίος, επί της ουσίας, ποτέ δεν υπέστη φθορά στην Αμερική.
Απεναντίας, ξαναγνώρισε μεγάλη άνθηση, εκεί, μετά τα μέσα του ’90 και στις αρχές των 00s με συγκροτήματα όπως οι Lambchop, οι Wilco, οι Drive-By Truckers και δεκάδες άλλα…
Τώρα, τα τελευταία χρόνια, «παίζει» πολύ και στην Ελλάδα. Σ’ αυτή λοιπόν την ομάδα των συγκροτημάτων εντάσσεται και ο Robert Sin (Λάμπρος Καράμπαλης) με τους Huckleberries δηλ. τους Στέλιο Χαμπίπη ηλεκτρικές κιθάρες, Θοδωρή «Θείο» Καράμπαλη πλήκτρα, Εύη Χασαπίδου-Watson μπάσο, φωνή και Δημήτρη Μπουρούσα ντραμς. Κάποια απ’ αυτά τα ονόματα δεν είναι άγνωστα στους φίλους του ελληνικού ροκ. Ο Χαμπίπης π.χ. έπαιζε κιθάρα στους Libido Blume, η Εύη Χασαπίδου είναι φυσικά η Εύη των No Man’s Land, Echo Tattoo κ.λπ., ενώ ο Μπουρούσας ήταν κι αυτός στους Libido Blume…
Το “…and the Ghosts in Between” [G.O.D. Records, 2016] είναι η πρώτη κατάθεση τού Robert Sin και σ’ αυτήν όλα τα τραγούδια (και τα εννέα) είναι δικά του (μουσικές και στίχοι).
Τα στιχάκια κατ’ αρχάς, που είναι γραμμένα στην αγγλική, είναι απλά και κατανοητά. Χωρίς περισπούδαστες διατυπώσεις μιλάνε για προσωπικές καταστάσεις, ερωτικά και υπαρξιακά ζητήματα, βγάζοντας μια θετική απόκριση και όχι μια… κλάψα. Είναι με την… σωστά καλιμπραρισμένη ζυγαριά αισιόδοξα, αφήνοντας μιαν αληθινή σιγουριά και μιαν απλότητα.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι μουσικές βεβαίως. Παρότι τα κομμάτια έχουν ποικίλες διάρκειες (από 4λεπτα μέχρι σχεδόν 11λεπτα), που σημαίνει πως ο τραγουδοποιός δεν ακολουθεί μια στάνταρ γραμμή ανάπτυξης, εντούτοις είναι όλα μελετημένα – δίχως να λείπει κάτι από τα μικρότερης διάρκειας και δίχως να χάσκουν τα μεγαλύτερα.
Τα tempi είναι συνήθως mid ή αργά, κάτι που ευνοεί την τραγουδοποιητική ηρεμία και αφηγηματικότητα, με τις ερμηνείες να κρίνονται ως επαρκείς (που σημαίνει ότι εκεί μπορεί να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο τα πράγματα) και με τα παιξίματα να μην εντυπωσιάζουν μέσα από τα soli (παρότι αυτά δεν απουσιάζουν) όσο κυρίως από την στρωτή συνοδευτική παρουσία τους. Το όργανο, ας πούμε, κάνει πολύ καλή «πίσω» δουλειά, γεμίζοντας χώρους, ενώ και η ηλεκτρική κιθάρα, όταν βγαίνει μπροστά από την ακουστική ή την lap steel, ξέρει να παρασύρει – στο “At her mercy now” π.χ. ή κυρίως στο “You and my ghost”, που είναι το περισσότερο τύπου psych κομμάτι του άλμπουμ. Πάντως το κορυφαίο track του CD είναι το προτελευταίο “Will-o-the-wisp”, ένα haunted blues, κάπως σαν αυτά που έλεγε ο Tony Joe White (αν και λιγότερο swamp και περισσότερο «χαμένο»).
______________________________________________________________
Dustbowl: The Great Fandango
urban sounds/ Inner Ear, 2016
Στη σκηνή από το 2006 –άρα έκλεισαν/κλείνουν δεκαετία–, οι Dustbowl είναι ίσως το πιο πιστό, το πιο ταγμένο ελληνικό americana συγκρότημα που μπορείς να συναντήσεις τριγύρω. Λέω «το πιο ταγμένο», επειδή οι αναφορές τού γκρουπ είναι και καταγραμμένες και καταφανείς, ώστε να μην χρειάζεται εμείς να προσθέσουμε κάτι άλλο. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως όλα όσα απαιτούνται ακούγονται στις μουσικές τους, είναι γιατί τα λένε και οι ίδιοι. Δεν κρύβονται – και δεν έχουν κανένα λόγο να το κάνουν. Διαβάζουμε λοιπόν… Green On Red, Dream Syndicate, Neil Young & The Crazy Horse, Gram Parsons, The Byrds, Grateful Dead, Townes Van Zandt, The Band, Gene Clark, Long Ryders, Flying Burrito Brothers, Gun Club, Drive By-Truckers, Velvet Underground, Television, the “paisley underground”… Τι πιο σαφές;
Πάντως ακόμη και τις καλύτερες επιρροές να έχει κάποιος δεν σημαίνει πως, αυτομάτως, θα μπορέσει να γράψει καλά δικά του τραγούδια. Χρειάζεται και κάτι άλλο, κάτι λιγότερο εύκολο και καθημερινό, που, όμως, οι Dustbowl το διαθέτουν σε περίσσεια. Το ταλέντο να μεταστοιχειώνεις ό,τι θαυμάζεις και αγαπάς σε δικά σου αυθόρμητα και, γιατί όχι, σπουδαία κομμάτια.
Είναι, εν ολίγοις, αυτό που πράττει το αθηναϊκό συγκρότημα στο “The Great Fandango”, μιας και κατορθώνει να ολοκληρώσει ένα opus της americana που θα έκανε πολλούς να τα χάσουν. Και τούτο, γιατί το άλμπουμ έχει τέλεια οργανική ενότητα, με τα τραγούδια να είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, παρασύροντάς σε συν τω χρόνω.
Στην αρχή ξαφνιάζεσαι. Είναι ο ήχος, βασικά, που είναι τόσο… Band, τόσο Crazy Horse, τόσο… όλα αυτά που προαναφέρθηκαν. Όμως καθώς κυλάει η εγγραφή αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τι είναι εκείνο ακριβώς που κάνει το “great fandango” μοναδικό.
Είναι οι άψογες και ολοκληρωμένες μελωδίες, τα ωραία στιχάκια που είναι πλημμυρισμένα από το φυσικό στοιχείο και τις αδρές γραμμές της απλής ζωής, οπωσδήποτε τα παιξίματα, που είναι άπιαστα, και πάνω απ’ όλα (κι εδώ έχουμε αυτό το «κάτι», που τα συμπεριλαμβάνει όλα) η γνώση τού κώδικα τού country-rock, της βάσης της σύγχρονης americana.
Οι έξι βασικοί Dustbowl, δηλαδή ο Πάνος Μπίρμπας φωνή, ακουστικές κιθάρες, ο Νίκος Φυσάκης ηλεκτρικές, ακουστικές κιθάρες, ο Γιάννης Χουστουλάκης pedal steel, ο Μάκης Δρεμέτσικας ηλεκτρικές, ακουστικές κιθάρες, η Λυδία Γραμματικού μπάσο και ο Γιώτης Πετρέλης ντραμς συν οι guests σε φωνητικά, πιάνο/πλήκτρα και σιτάρ είναι σίγουρο πως δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, υπογράφοντας μόνο τραγουδάρες.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κομμάτι σ’ αυτό τον δίσκο, γιατί όλα έχουν μια σειρά – επιστημονικώς βρίσκονται εκεί όπου βρίσκονται. Από την εισαγωγή και το “Linger on” οι Dustbowl σε πιάνουν από τα μούτρα, όπως λέμε, και δεν σ’ αφήνουν μέχρι το εξόδιο “Lay me down easy”.
Στο ενδιάμεσο; Εκείνο το “The gracious exile” ή το “Harvest and remains”, που κοιτάνε κατάματα τα αριστουργήματα του είδους – τα τραγούδια του Danny Whitten φερ’ ειπείν (ναι, το ανατριχιαστικό “I don’t want to talk about it”) από ’κείνο το πρώτο LP των Crazy Horse.
Τι άλλο να πω;