ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ, η Lily Allen ανακοίνωσε ότι θα αναγκαστεί να κάνει ένα διάλειμμα από το «Miss Me?», το επιτυχημένο podcast που παρουσιάζει στο BBC λόγω των επίμονων προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει. «Δυσκολεύομαι να ενδιαφερθώ για οτιδήποτε. Πραγματικά δεν βρίσκομαι σε καλό μέρος», δήλωσε. «Ξέρω ότι μιλάω γι' αυτό εδώ και μήνες, αλλά είμαι σε μια καθοδική πορεία που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο».
Η Allen αποκάλυψε ότι οι κρίσεις πανικού την οδήγησαν να ακυρώσει διάφορες κοινωνικές υποχρεώσεις και μίλησε για την πίεση που δέχεται από τον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τα υποτιθέμενα συζυγικά της προβλήματα και τον εθισμό της στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακοινώνει μια «προσωρινή διακοπή». Η Allen, που έχει μακρύ ιστορικό προβλημάτων ψυχικής υγείας κυκλοφόρησε τέσσερα άλμπουμ μεταξύ 2006 και 2018, αλλά από τότε, δεν έχει καταφέρει να επιστρέψει στη μουσική, παρά τις πολλαπλές ανακοινώσεις για επερχόμενα πρότζεκτ.
Τρεις στις πέντε γυναίκες στη μουσική βιομηχανία έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση και μία στις πέντε έχει υποστεί σεξουαλική επίθεση. Ωστόσο, η κουλτούρα της σιωπής παραμένει διάχυτη: το 70% των θυμάτων δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά, φοβούμενο επαγγελματικά αντίποινα ή απόλυση.
Ένα κοινό νήμα συνδέει κάποιες από τις πιο επιτυχημένες Βρετανίδες τραγουδίστριες αυτής της γενιάς –όπως η Amy Winehouse (γεννημένη το 1983), η Lily Allen (1985), η Duffy (1984), η Florence Welch (1986) και η Adele (1988)– καθώς καθεμία τους αντιμετώπισε, σε κάποιο σημείο της καριέρας της, προβλήματα ψυχικής υγείας διαφορετικών αποχρώσεων. Προφανώς η πιο τραγική περίπτωση είναι αυτή της Winehouse, η οποία πέθανε το 2011. Από πολλές απόψεις, ο θάνατός της λειτούργησε ως μια κλήση αφύπνισης για τις συναδέλφους της, προκαλώντας έντονο προβληματισμό για τη σημασία της ψυχικής ευεξίας σε μια βιομηχανία που, εκείνη την εποχή, έδινε ελάχιστη σημασία σε τέτοια ζητήματα.
Στο βιβλίο της Touring and Mental Health: A Handbook for the Music Industry” η Βρετανίδα ψυχοθεραπεύτρια Tamsin Embleton γράφει: «Η κατανόηση και η αντίδρασή μας στην κατάθλιψη διαμορφώνεται, εν μέρει, από το πολιτισμικό πλαίσιο. Τη βλέπουμε να συμβολίζεται στην τέχνη ή μέσα από τις τραγικές ιστορίες εκείνων που χάθηκαν στη λαβή αυτής της δυνητικά θανατηφόρας ασθένειας. Βρίσκεται επίσης στο μύθο του «βασανισμένου καλλιτέχνη» που ρομαντικοποιεί τον πόνο και προωθεί την πλάνη ότι ο πόνος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μεγάλης τέχνης. Τέτοιες παρανοήσεις αποπροσανατολίζουν από τη ζοφερή πραγματικότητα ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους πέθαναν ως αποτέλεσμα ψυχικής ασθένειας, η οποία θα μπορούσε να έχει αντιμετωπιστεί».
Η Florence Welch –της οποίας το ντεμπούτο άλμπουμ Lungs (2009) έφτασε στο νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο, κέρδισε το Brit Award και έθεσε τις βάσεις για μια καριέρα που παραμένει σταθερά επιτυχημένη– έχει μιλήσει με ειλικρίνεια για τους αγώνες της με τον αλκοολισμό, τις διατροφικές διαταραχές και το μετατραυματικό στρες.
Σε αντίθεση με την τάση της βιομηχανίας να ρομαντικοποιεί τον πόνο, η ίδια έχει επικρίνει ανοιχτά αυτή την αφήγηση. «Κατάφερα να είμαι επιτυχημένη παρά τους δαίμονές μου, όχι εξαιτίας τους», δήλωσε στη Vogue το 2019.
Η Lily Allen και η Florence Welch μπήκαν στη μουσική βιομηχανία κουβαλώντας αυτά τα προσωπικά βάρη, αλλά οι γυναίκες στον χώρο συχνά αντιμετωπίζουν πρόσθετες πιέσεις σε σύγκριση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Ο διαρκής έλεγχος σχετικά με τη σωματική τους εμφάνιση καθώς και ζητήματα όπως η επιλόχειος κατάθλιψη –που βίωσαν τόσο η Allen όσο και η Adele– είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που επηρεάζουν δυσανάλογα τις καλλιτέχνιδες συγκριτικά με τους άρρενες συναδέλφους τους.
Η πιο συνταρακτική περίπτωση είναι αυτή της Aimée Ann Duffy, γνωστής απλά ως Duffy, που ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες τραγουδίστριες της γενιάς της. Το ντεμπούτο άλμπουμ της, Rockferry, ήταν το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις του 2008 στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία και τη Δανία, κατέκτησε την κορυφή των charts σε έξι χώρες και της χάρισε τρία Brit Awards και ένα Grammy. Ωστόσο, δεν επανέλαβε αυτή την επιτυχία με το επόμενο άλμπουμ της, Endlessly, το 2010, το οποίο παρήγαγε μόλις ένα single πριν εκείνη εξαφανιστεί από τη δημόσια ζωή.
Για σχεδόν μια δεκαετία, η εξαφάνισή της παρέμεινε μυστήριο – μέχρι το 2020, όταν αποκάλυψε η ίδια τον λόγο της απουσίας της. Σε μια βαθιά προσωπική ανάρτηση στο Instagram και σε μια μακροσκελή ανοιχτή επιστολή στην ιστοσελίδα της, η Duffy αποκάλυψε ότι ενώ γιόρταζε τα γενέθλιά της, είχε ναρκωθεί και απαχθεί, κρατήθηκε αιχμάλωτη σε ένα ξενοδοχείο σε μια ξένη χώρα και βιάστηκε επανειλημμένα από τον ίδιο δράστη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στη συνέχεια, τη νάρκωσαν ξανά στο σπίτι της για τέσσερις εβδομάδες. Η τραγουδίστρια δεν αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα του δράστη ούτε πήγε στην αστυνομία, εξηγώντας ότι της είπαν ότι θα τη σκότωναν αν μιλούσε ποτέ. Μετά το τραυματικό επεισόδιο, η Duffy δήλωσε ότι έμεινε εντελώς μόνη για 10 χρόνια και σκέφτηκε ακόμη και την αυτοκτονία, προτού αναζητήσει ψυχολογική βοήθεια.
Η περίπτωση της Duffy –αν και μεμονωμένο γεγονός– εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, ανησυχητικό μοτίβο έμφυλης βίας και εκμετάλλευσης στη μουσική βιομηχανία. Η Lily Allen, για παράδειγμα, υπέστη χρόνια συστηματικής παρενόχλησης από έναν διώκτη που αρχικά επικοινωνούσε μαζί της στο Twitter πριν κλιμακώσει την επιθετική συμπεριφορά του, επιχειρώντας τελικά να εισβάλει στο σπίτι της και απειλώντας να τη σκοτώσει.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της περσινής μελέτης της οργάνωσης «Be The Change» για την ισότητα των φύλων, τρεις στις πέντε γυναίκες στη μουσική βιομηχανία έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση και μία στις πέντε έχει υποστεί σεξουαλική επίθεση. Ωστόσο, η κουλτούρα της σιωπής παραμένει διάχυτη: το 70% των θυμάτων δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά, φοβούμενο επαγγελματικά αντίποινα ή απόλυση. Μεταξύ εκείνων που μίλησαν, το 56% δηλώνει ότι οι καταγγελίες τους αγνοήθηκαν και το 38% αναφέρει ότι μπήκαν στη «μαύρη λίστα».
Γράφει σχετικά η Embleton στο βιβλίο της: «Η φήμη αυξάνει τον κίνδυνο ανεπιθύμητης και παρεμβατικής προσοχής εκ μέρους του κοινού, όπως οι έντονες και αυτόκλητες αλληλεπιδράσεις με τους θαυμαστές. Μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχουμε κάνει τους καλλιτέχνες πολύ πιο προσιτούς στους θαυμαστές, δίνοντάς τους προηγουμένως αθέατες πληροφορίες για την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη. Οι σύμβουλοί τους συχνά ενθαρρύνουν τους καλλιτέχνες να δημοσιεύουν τακτικά και να μοιράζονται πτυχές της ιδιωτικής τους ζωής. Αυτό μπορεί να εντείνει τις παρακοινωνικές σχέσεις, οι οποίες είναι έντονες και μονόπλευρες, καθοδηγούμενες από τη φαντασίωση ενός ατόμου για το ποιος είναι ή θα μπορούσε να είναι ο καλλιτέχνης γι' αυτόν…».
Με στοιχεία από El Pais