Γεννήθηκα στη Νάουσα, μεγάλωσα στη Γερμανία και ξεκίνησα να ζω στην Αθήνα από 18 χρόνων. Το σχολείο δεν το τελείωσα. Πήγα μέχρι τη B΄Δημοτικού, επειδή μπήκε μέσα μου το σαράκι για το τραγούδι και ο λαϊκός καημός της φωνής - από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι και οι γονείς μου έφευγαν νωρίς το πρωί απ' το σπίτι για να πάνε να δουλέψουν εργάτες σε εργοστάσια, λίγο έξω από τη Στουτγάρδη.
• Στη Γερμανία προσπαθήσαμε να ζήσουμε τον παράδεισο που δεν είχαμε στην Ελλάδα. Οι γονείς μου ξεκινούσαν από νωρίς το πρωί για το εργοστάσιο, εγώ έμενα στο σπίτι με τον αδελφό μου, επέστρεφαν κατάκοποι αργά το βράδυ, μέχρι που έγινα 13 χρόνων και πήγα να γίνω κι εγώ εργάτρια, για να συμβάλω στα οικονομικά της οικογένειας. Μεγάλες φτώχειες.
Η μόνη μου παρηγοριά τα βράδια που γυρνούσα κουρασμένη στο σπίτι ήταν ένα μικρό μαγνητόφωνο που είχα κάτω από το μαξιλάρι μου, όπου ηχογραφούσα τη φωνή μου να σιγοτραγουδάει, για να την ακούω μετά και να κάνω την αυτοκριτική μου. Για τα όνειρά μου να γίνω τραγουδίστρια, ούτε κουβέντα να γίνεται - άλλες ήταν οι προτεραιότητες τότε της ζωής μας. Λίγο πριν επιστρέψουμε στην Ελλάδα, είχα κάνει και τις πρώτες μου φίλες εκεί, κάτι Γερμανίδες απελευθερωμένες, που όλο ήθελαν να με πείσουν να κάνω το πρώτο μου τσιγάρο και όλο το απέφευγα.
Το «Μυστικέ μου έρωτα» ξεκίνησα να το τραγουδώ στις Τζιτζιφιές, στο μαγαζί του Κώστα του Καρουσάκη. Όταν το «χτύπησα» σε δίσκο, γινόταν χλαπαταγή: έφευγαν τραπέζια στην πίστα, πιάτα προσγειώνονταν στο κεφάλι και στα πόδια μου, τα φορέματά μου άλλαζαν χρώμα και γίνονταν κόκκινα απ' τα γαρίφαλα που με έλουζαν.. Τα πόδια μου έχουν ακόμα σημάδια από τα πιάτα που με μάτωσαν, χαρακιές βαθιές και μεγάλες. Παρ' όλα αυτά, ωραίες εποχές! Δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά. Κρίμα που δεν θα τις ζήσει η σημερινή νεολαία.
• Δεν το 'χα ποτέ μου απωθημένο που δεν ήμουνα εγγράμματη, γιατί κατάλαβα νωρίς ότι ο προορισμός του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετικός. Καμιά φορά χαζεύω στην τηλεόραση την κυρία Αρβελέρ, τον κύριο Μπαμπινιώτη, την Ηγουμένη Φιλοθέη και άλλους πολλούς σπουδαίους και τρανούς και σκέφτομαι «τι όμορφα που τα λένε!». Κι ας μην τα καταλαβαίνω όλα.
Δεν τους ζήλεψα, όμως, ποτέ. Μου φτάνει που εγώ είμαι κυρίαρχη στο δικό μου «σπίτι», στην πίστα. Εκεί δεν μπορεί να με κοντράρει κανένας τους, μόνο εγώ κάνω κουμάντο. Ξέρεις τι σημαίνει να έρχεται στο μαγαζί ένας από τους σημαντικότερους πανεπιστημιακούς καθηγητές στην Ελλάδα, να γονατίζει μπροστά στα πόδια σου και να σε λούζει με πανέρια από γαρίφαλα, επειδή του τραγούδησες το «Σ' έχω κάνει Θεό!» μοναχά για την πάρτη του;
• Την Αθήνα την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην πόλη. Μου άρεσε, ρε παιδί μου, αυτό το αλισβερίσι που είχε με τον κόσμο, που ήταν όλοι με όλα, που τίποτα δεν ήταν καλά οργανωμένο όπως συνέβαινε στη Γερμανία, που οι μορφωμένοι περπατούσαν δίπλα στους τεχνίτες, που οι κυρίες που θα έρχονταν στη «Φαντασία» περνούσαν προηγουμένως, με τα αυτοκίνητά τους, από τις πιάτσες των τραβεστί στη Συγγρού και στην Καβάλας αργότερα. Κι όλα ήταν φυσιολογικά. Και με νοστιμιά. Από τότε αγάπησα κι εγώ το original κι έλεγα «εγώ θα τραγουδώ για τον κόσμο, θα λέω απλά και λαϊκά τραγούδια, δεν με ενδιαφέρει το κουλτουριάρικο». Δεν το μετάνιωσα ποτέ.
• Το τραγούδι ήταν πάντα η χαρά μου, η λύπη μου, η στενοχώρια μου, το μαράζι μου, το ντέρτι μου. Ξεκίνησα να τραγουδώ στη Λάρισα, 18 χρόνων κοριτσάκι, στο Mocambo. Σπουδαίο μαγαζί! Μετά, επειδή έκανα σουξέ, μου έκαναν πρόταση, ήρθα στην Αθήνα και άρχισα να τραγουδώ σε ένα μαγαζί κοντά στον Φλοίσβο, στο «Χίλια Φώτα». Πρώτο όνομα εκεί ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου, μετέπειτα πεθερά μου.
Κάποιοι άντρες που έρχονταν στο μαγαζί με παρεξηγούσαν. Το δικαιολογώ, όμως, γιατί λειτουργούσαν κάπως διαφορετικά τα πράγματα στη διασκέδαση τότε - και όχι μόνο στην Αθήνα. Κάνα δυο που θεώρησαν ότι εκεί δεν ήμουνα για να τραγουδάω αλλά για να κάνω κονσομασιόν, με το που άπλωναν το δάχτυλό τους για να μου πιάσουν το πόδι, τους έδινα μία με το χέρι μου και τους άφηνα σύξυλους. Τραγουδίστρια ήμουν και πήγαινα για να βγάλω το μεροκάματο ώστε να ζήσω εγώ και η οικογένειά μου - δεν ήμουνα καμιά πουτάνα.
• Όταν γνωρίστηκα με τη Ρίτα, εκείνη τότε ήταν «η μεγάλη φίρμα», το πρώτο όνομα. Ενώ με τον κόσμο ήταν πολύ φιλική, μ' εμένα, από την αρχή της γνωριμίας μας, ήταν απόμακρη. Και αυτό συνεχίστηκε και μετά τον γάμο μου με το γιο της, με τον οποίο μείναμε παντρεμένοι 14 χρόνια.
Δεν με συμπαθούσε η Ρίτα. Και μου το έδειχνε. Υπήρχε αντιζηλία, ανταγωνισμός και αντιπάθεια μεγάλη - και μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει ποτέ τον λόγο. Κάποιοι, μάλιστα, θεωρούσαν ότι, επειδή ήμουνα «η νύφη της Σακελλαρίου», θα εκτοξευόταν και η καριέρα μου. Δεν έγιναν, όμως, έτσι τα πράγματα και ούτε είχα ποτέ μου τέτοιον σκοπό - δεν θα το καταδεχόμουν, άλλωστε. Για πολλά χρόνια, λοιπόν, ήταν συνεχώς στάσιμη η καριέρα μου. Μέχρι που χώρισα.
• Ό,τι τραγούδησα το έχω ζήσει. Έχω φάει πολύ ξύλο από δύο άντρες που ήμουνα μαζί τους, υπήρξα τρίτο πρόσωπο σε σχέση, έρχονταν έξω από το σπίτι μου και μου έκαναν σκηνές, με απειλούσαν άλλοι ότι θα αυτοκτονούσαν αν δεν έμενα μαζί τους, κάποιοι με παρακαλούσαν να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε επειδή ήμουνα περιποιητική, είχα και σχέση με παντρεμένο. Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο βασανιστικό απ' όλα. Χειρότερο και από το ξύλο που μου έδιναν κάποιοι και που, αναγκαστικά, μ' έκαναν να βγαίνω στην πίστα με ματωμένα τα πόδια μου - ένα κουρέλι, ένα σκυθρωπό, αγέλαστο κορίτσι.
Ξέρεις τι σημαίνει να είναι Χριστούγεννα, να μπαίνει ο νέος χρόνος ή να είναι Κυριακή του Πάσχα και να κρεμιέσαι πάνω από το τηλέφωνο μπας και βρει χρόνο να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του για να σου μιλήσει; Ξέρεις τι σημαίνει να σου λέει «θα χωρίσω, σ' το υπόσχομαι, εσένα θέλω και αγαπώ, δεν τη θέλω τη γυναίκα μου, δώσε μου λίγο χρόνο να το τακτοποιήσω», να περνάει ο καιρός και να καταλαβαίνεις ότι σε κοροϊδεύει; Και το χειρότερο, να συναντιέσαι τυχαία με τη γυναίκα του στο σούπερ μάρκετ και να σου λέει «Συγγνώμη, κυρία Στανίση, γνωρίζετε τον άντρα μου; Όλο για σας μιλάει στο σπίτι!». Α πα πα, μακριά από μένα αυτά!
• Το «Μυστικέ μου έρωτα» ξεκίνησα να το τραγουδώ στις Τζιτζιφιές, στο μαγαζί του Κώστα του Καρουσάκη. Όταν το «χτύπησα» σε δίσκο, γινόταν χλαπαταγή: έφευγαν τραπέζια στην πίστα, πιάτα προσγειώνονταν στο κεφάλι και στα πόδια μου, τα φορέματά μου άλλαζαν χρώμα και γίνονταν κόκκινα απ' τα γαρίφαλα που με έλουζαν, σχηματίζονταν ουρές στην πόρτα του καμαρινιού μου για να με δει ο κόσμος και να τους δώσω αυτόγραφο. Τα πόδια μου έχουν ακόμα σημάδια από τα πιάτα που με μάτωσαν, χαρακιές βαθιές και μεγάλες. Παρ' όλα αυτά, ωραίες εποχές! Δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά. Κρίμα που δεν θα τις ζήσει η σημερινή νεολαία.
• Αγαπώ πολύ τη ζωή μου, έτσι όπως έχει γίνει σήμερα. Είναι πιο ήρεμη, πιο χαλαρή, πιο φυσιολογική, πιο «κανονική». Μέσα στο σπίτι μου είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Μένω στη Γλυφάδα, ξυπνάω το πρωί και κάνω περατζάδα στη Βουλιαγμένης, μετά θα μαζέψω λίγο το σπίτι, το μεσημέρι θα φτιάξω φαγητό -κοκκινιστό, παστίτσιο, κεφτεδάκια με σαλτσούλα και ζαρζαβατικά, ωραίες μακαρονάδες-, ύστερα θα διαβάσω χωρία από το Ευαγγέλιο, Βίους Αγίων και Ιερά Σύνοψη, και το απογευματάκι κάνω ταβανοθεραπεία. Μου κάνει καλό αυτό. Είναι σαν μια γλυκιά μελαγχολία. Σκέφτεσαι αυτά που έχεις βιώσει, εκείνα που σε πείραξαν, τα λάθη σου, τα πάθη σου και τα σωστά σου. Καλύτερο και απ' τον ψυχολόγο είναι. Όλα είναι γραμμένα, άλλωστε - κι ό,τι γράφεται, δεν ξεγράφεται.
σχόλια