ΣΤΙΣ 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1975 ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ο Keith Jarrett έφτασε στην Κολωνία της τότε Δυτικής Γερμανίας, εξαντλημένος και πεινασμένος μετά από ένα μακρύ ταξίδι με αυτοκίνητο από την Ελβετία. Δεν είχε κοιμηθεί για δύο ημέρες. Το κονσέρτο του στην όπερα της πόλης, που είχε διοργανώσει η 17χρονη Vera Brandes, δεν ήταν προγραμματισμένο να αρχίσει πριν από τις 11 μ.μ. Το μεγάλο πιάνο Bösendorfer Imperial που του είχαν υποσχεθεί δεν υπήρχε. Στη θέση του βρισκόταν ένα ταλαιπωρημένο, κακοκουρδισμένο πιάνο πρόβας. Βλέποντας τον εξοπλισμό ηχογράφησης να έχει ήδη στηθεί και την κατάμεστη από 1.400 άτομα αίθουσα, ο Jarrett συμφώνησε απρόθυμα να εμφανιστεί. Αλλά, όπως θα έλεγε αργότερα, «ήμουν εντελώς ζαλισμένος και έτοιμος να καταρρεύσω».
Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας θρίαμβος ενάντια στις αντιξοότητες, ένα αυτοσχεδιαστικό θαύμα που βασίστηκε σε χρόνια μουσικής μαεστρίας. Γεννημένος στο Άλενταουν της Πενσυλβάνια το 1945, ο Jarrett ήταν ένα παιδί θαύμα, με δημόσιες εμφανίσεις από την ηλικία των 5 ετών. Αφού σπούδασε στην έγκριτη Μουσική Σχολή Berklee της Βοστώνης, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έπαιξε με τους θρύλους της τζαζ Art Blakey, Charles Lloyd και Miles Davis. Το 1971 άρχισε να ηχογραφεί για την νεοσύστατη γερμανική εταιρεία ECM, που ιδρύθηκε από τον Manfred Eicher, η οποία θα προσέφερε στον βιρτουόζο την ελευθερία να ηχογραφήσει με τζαζ τρίο και κουαρτέτο, να απαθανατίσει τις σόλο εμφανίσεις και συνθέσεις του και να (επαν)ερμηνεύσει έργα του Μπαχ και του Μότσαρτ.
Το κονσέρτο της Κολωνίας είναι ένα θαύμα αυθορμητισμού και δημιουργικότητας με τον Jarrett να βυθίζεται βαθιά στην εσωτερική ροή των συναισθημάτων και των σκέψεών του που μοιάζει να τρέχει γύρω από βράχους, να βρίσκει ήρεμες δίνες, να χορεύει στο φεγγαρόφως και να υπερβαίνει καταρράκτες.
Εκείνη την παγωμένη νύχτα στην Κολωνία, ο Jarrett έπαιξε πιάνο για μια ώρα, με δύο μόνο διακοπές για χειροκρότημα. Ούτε ένα φύλλο παρτιτούρας δεν εμφανίστηκε μπροστά του. Ο ίδιος είχε πει κάποτε ότι τα σόλο κονσέρτα του απαιτούσαν από αυτόν να είναι τρεις διαφορετικοί άνθρωποι συγχρόνως: αυτοσχεδιαστικός ερμηνευτής, αυθόρμητος συνθέτης και προσεκτικός ακροατής. Ερωτηθείς πώς το επιτυγχάνει αυτό, έλεγε το 2003: «Δεν ξέρω. Απλώς το κάνω. Όταν λειτουργεί, είναι ανεξήγητο». Είναι άλλο πράγμα να αυτοσχεδιάζεις μια μελωδία πάνω στις συγχορδίες ενός κλασικού κομματιού όπως το «Round Midnight». Είναι εντελώς διαφορετικό να πλησιάζεις το πιάνο χωρίς προκατασκευασμένα μοτίβα ή δομές, σαν να είναι λευκό χαρτί.
Το κονσέρτο της Κολωνίας είναι ένα θαύμα αυθορμητισμού και δημιουργικότητας με τον Jarrett να βυθίζεται βαθιά στην εσωτερική ροή των συναισθημάτων και των σκέψεών του που μοιάζει να τρέχει γύρω από βράχους, να βρίσκει ήρεμες δίνες, να χορεύει στο φεγγαρόφως και να υπερβαίνει καταρράκτες. Αποχρώσεις από το γκόσπελ και τα μπλουζ, αρμονίες σαν αυτές του Ντεμπισί, εφέ άρπας, ρυθμικές αντιθέσεις και ανεπαίσθητα μεταβαλλόμενες επαναλήψεις διαπλέκουν μια μοναδική ερμηνεία. Το εξαίσιο άγγιγμά του ενισχύει διαθέσεις που κυμαίνονται από στοχαστικές και υπνωτικές έως επείγουσες και παθιασμένες.
Keith Jarrett – The Köln Concert [Full Album 1975]
Δεν υπάρχει βίντεο από το κονσέρτο της Κολωνίας, αλλά η χαρακτηριστική ένταση του Jarrett κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών του είναι καλά τεκμηριωμένη. Γονατίζει, σκύβει, καμπουριάζει και στέκεται στο πιάνο, με τα μάτια ερμητικά κλειστά, απηχώντας αναστεναγμούς, κραυγές και γρυλίσματα. Τη μια στιγμή αποσπά την πιο λεπτή ομορφιά από τα πλήκτρα, την επόμενη προστάζει το πιάνο να γίνει δύναμη της φύσης. Οι ερμηνείες του ήταν εκστατικές ασκήσεις για το σώμα και το μυαλό.
Ο διπλός δίσκος που προέκυψε από το κονσέρτο αποθεώθηκε από τους κριτικούς και αγκαλιάστηκε από το κοινό, ενώ μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περίπου τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα – κάτι σχεδόν πρωτοφανές για άλμπουμ που σχετίζεται με την τζαζ. Ενάντια στις επιθυμίες του Jarrett, ωστόσο, κάποιοι συνέδεσαν αυθαιρέτως τον δίσκο με τη New Age μουσική και κουλτούρα. Το γεγονός είναι ότι πολλοί κλασικοί πιανίστες ερωτεύτηκαν την «αυθόρμητη έκφραση» της ερμηνείας του Jarrett, και επιχειρούν να την αναπαραστήσουν πιστά, παίζοντας τη μουσική του «Κονσέρτου στην Κολωνία» νότα προς νότα. Πράγμα που εγείρει το ερώτημα: Πού ανήκει το άλμπουμ; Στην «κλασική» μουσική ή στην τζαζ; Θα λέγαμε ούτε στη μία ούτε στην άλλη, αλλά και στις δύο παραδόσεις. Ή ακόμα καλύτερα, για να δανειστούμε μια φράση του Duke Ellington, θα λέγαμε ότι είναι «πέρα από κατηγορίες».
Με στοιχεία από The Wall Street Journal