Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962), γεγονός που δίνει αφορμή για μία συναυλία αφιερωμένη στο έργο του. Για την έναρξη της συναυλίας της 28ης Ιουνίου επελέγη το «Τρίπτυχο» για ορχήστρα, με το οποίο ο σπουδαίος συνθέτης, «πατριάρχης της ελληνικής εθνικής σχολής» κατά τον Βασίλη Χριστόπουλο, καλλιτεχνικό διευθυντή της ΚΟΑ απέδωσε φόρο τιμής στη μνήμη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη στην εναρκτήρια συναυλία της νεοσύστατης τότε Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών μεσούσης της γερμανικής κατοχής στις 28 Φεβρουαρίου 1943. Την ίδια ημέρα κηδεύτηκε ο Κωστής Παλαμάς, τον οποίο ο Καλομοίρης θεωρούσε πνευματικό του δάσκαλο και του οποίου ποίηση είχε μελοποιήσει. Ο Μανώλης Καλομοίρης, σύμφωνα με τον Χριστόπουλο, που θα διευθύνει την συναυλία, δεν υπήρξε μόνο «σημαντικός συνθέτης που, εμπνευσμένος από τη γερμανική σχολή και ιδιαίτερα τον Βάγκνερ, επηρέασε αποφασιστικά τη διαμόρφωση ενός νέου ελληνικού μουσικού ιδιώματος, σε αντιδιαστολή με την ιταλίζουσα μουσική γλώσσα των Επτανήσιων συνθετών. Επιπλέον, άφησε σημαντική παρακαταθήκη για τη μουσική παιδεία των επομένων γενεών μέσω των ωδείων που ίδρυσε».
Η δεύτερη επιλογή έχει να κάνει με τον σολίστα στο πιάνο Βασίλη Βαρβαρέσο. Ήταν δική του πρόταση το Κονσέρτο αρ. 2 για πιάνο και ορχήστρα σε σολ ελάσσονα, έργο 16 του Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953), έργο ιδιαίτερα απαιτητικό τόσο για το πιάνο, λόγω και της περίφημης δυσκολότατης «καντέντζας» του (μέρους σολιστικής δεξιοτεχνίας χωρίς τη συμμετοχή της ορχήστρας), όσο και για την ορχήστρα. Γραμμένο από τον Ρώσο συνθέτη το 1912-1913 για έναν φίλο του που αυτοκτόνησε, δίχασε κοινό και κριτικούς στην πρώτη του εκτέλεση και χαρακτηρίστηκε «φουτουριστικό». Το χειρόγραφο χάθηκε κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση και ο Προκόφιεφ το ξαναέγραψε δέκα χρόνια μετά από μνήμης. Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας θα παρουσιαστεί η Συμφωνία αρ. 4 σε φα ελάσσονα, έργο 36 του Τσαϊκόφσκι (1840-1893). Ποια η σύνδεση των έργων της συναυλίας; Ο Βασίλης Χριστόπουλος εξηγεί: «Καταρχάς υπάρχει ο συνδετικός κρίκος, που είναι το παιχνίδι της μοίρας. Η μεγαλειώδης Τέταρτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι διέπεται από έντονο μεταφυσικό στοιχείο. Το έργο ξεκινάει με ένα απειλητικό σάλπισμα με τρομπέτες που διακόπτεται απότομα από την ορχήστρα, αφήνοντας μια εκκωφαντική σιωπή. Το ίδιο θέμα επανέρχεται στην τελική κορύφωση, διακόπτοντας τη θορυβώδη γιορτή του τέταρτου μέρους, ένα μουσικό “πανηγύρι” σχεδόν κινηματογραφικού χαρακτήρα, αποτελώντας ένα σαφές μουσικό μήνυμα του συνθέτη ότι το πεπρωμένο έρχεται για όλους αμείλικτο, ακόμα και αν καταφέρουμε να το αγνοήσουμε για λίγο». Η Συμφωνία ενσωματώνει παραδοσιακά μοτίβα της παραδοσιακής μουσικής της χώρας του συνθέτη (ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ Τσαϊκόφσκι και Καλομοίρη) π.χ. στην πανέμορφη λυρική καντσονέτα του δευτέρου μέρους. Το έργο γράφτηκε το 1877-1878, εποχή που ο σπουδαίος Ρώσος συνθέτης ταλανιζόταν από την εσωτερική του μάχη με την ομοφυλοφιλία του, όταν, στέλνοντας την παρτιτούρα στην πάμπλουτη χορηγό του που ποτέ δεν συνάντησε, Ναντέζντα φον Μεκ, της έγραψε «εδώ διατυπώνεται ο απόηχος των πιο προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων» και ότι μουσικά εκφράζεται όλη «η μοιραία δύναμη που εμποδίζει τον άνθρωπο να κατακτήσει την ευτυχία». Ένα έργο το οποίο «υπερβαίνει τα αυστηρά δομικά πρότυπα της γερμανικής συμφωνικής γραφής, προτείνοντας μια μελαγχολική μουσική αυτοβιογραφία στην οποία δεσπόζουν το ακραίο ρομαντικό πάθος και το υπερχειλίζον μελωδικό υλικό», όπως σημειώνει ο Γιάννης Σβώλος.
Τη βραδιά της 5ης Ιουλίου θα διευθύνει ένας αρχιμουσικός με σημαντική πορεία στη Γερμανία, ο Στέφανος Τσιαλής, με σολίστ τον μόλις 22 χρόνων κλαρινετίστα Διονύση Γραμμένο. Η συναυλία θα αποτελείται από την εισαγωγή της ηρωικής όπερας «Ευρυάνθη» του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ (1786-1826), σε συνδυασμό με ένα από τα ωριμότερα και αριστουργηματικότερα έργα του Μότσαρτ (1756-1791), το Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα, KV 622, που έγραψε λίγο πριν από τον θάνατό του και, τέλος, τη Συμφωνία αρ.9 σε μι ελάσσονα, έργο 95 «Του νέου κόσμου», που έγραψε το 1893 ο Τσέχος Αντονίν Ντβόρζακ (1841-1904) κατά την παραμονή του στην Αμερική. Ο Τσιαλής εξηγεί: «Η επιλογή των έργων έχει μια δραματουργική συνοχή, ίσως περισσότερο γεωγραφική, παρά ιστορική. Και οι τρεις συνθέτες είναι κορυφαίοι εκπρόσωποι μιας ευρέως εννοούμενης γερμανικής μουσικής παράδοσης, ενώ και οι τρεις τους είχαν στενές σχέσεις με τη Βιέννη, που συνδέεται περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη πόλη με την παράδοση αυτή. Εκεί έζησε τα πιο δημιουργικά του χρόνια ο Μότσαρτ, η “Ευρυάνθη” πρωτοπαρουσιάστηκε εκεί, πολλά έργα του Ντβόρζακ πρωτοπαίχτηκαν επίσης στη Βιέννη. Το Kοντσέρτο για κλαρινέτο, που ανήκει στα ύστατα έργα του Μότσαρτ, είναι στραμμένο ήδη προς τον γερμανικό ρομαντισμό, όπως και ο “Μαγικός Αυλός” της ίδιας περιόδου (1791). Η επιρροή του, ειδικά της όπερας, είναι σαφής στον Βέμπερ. Ενώ, παρά τη σαφή επίδραση της τσέχικης λαϊκής μουσικής στη “Συμφωνία του Νέου Κόσμου”, ο Ντβόρζακ δεν παύει να έχει τις καταβολές του στη γερμανική ρομαντική μουσική παράδοση. Για μένα προσωπικά αυτή η συμφωνία έχει ξεχωριστή σημασία. Παρά τον τίτλο, στο έργο είναι πασίδηλη η νοσταλγία του συνθέτη για τον τόπο του. Γνωρίζουμε ότι ο Ντβόρζακ, παρά τις μεγάλες του επιτυχίες στην Αμερική, υπέφερε πολύ από το γεγονός ότι ζούσε μακριά από την πατρίδα του. Αν και οι αποστάσεις σήμερα έχουν εκμηδενιστεί, μπορώ εξ ιδίας πείρας να πω ότι κατανοώ πλήρως τι θέλει να πει με τη μουσική αυτή της ξενιτιάς ο Ντβόρζακ». Πρόκειται για έργο κατασταλαγμένης συμφωνικής μουσικής, εμπνευσμένης από έναν νέο τόπο βιομηχανικής προόδου, όπου η τεχνολογία αντικατοπτρίζεται στη μουσική με μηχανικούς ρυθμούς κι επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα. «Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια νοητή μουσική γραμμή που ενώνει τη σκοτεινή ύστερη ενορχήστρωση του Μότσαρτ με το σλαβικό ιδίωμα του Ντβόρζακ. Αλλά, επιτέλους, ας μην τα αναλύουμε όλα εγκεφαλικά και δραματουργικά. Σημασία έχει ότι θ’ ακουστεί ωραία μουσική!», καταλήγει ο Βασίλης Χριστόπουλος.
σχόλια