Όταν συνάντησα τον Stuart Braithwaite, τον frontman των Mogwai και τον Ιρλανδό σκηνοθέτη Niall McCann, η Πανεπιστημίου μύριζε βροχή. «Αυτός ο καιρός με κάνει να νιώθω σαν στο σπίτι μου», μου εξομολογήθηκε ο τελευταίος. Η ταινία του, με τίτλο «Lost in France», θα προβαλλόταν σε λίγη ώρα στις Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που εξερευνά την ιστορία της ανεξάρτητης σκωτσέζικης δισκογραφικής εταιρείας Chemikal Underground με έναν πρωτότυπο τρόπο: ο McCann συγκέντρωσε μερικούς από τους πρωταγωνιστές ενός επικού ταξιδιού που είχε πραγματοποιηθεί το 1997 για ένα άσημο φεστιβάλ στο Μορόν της Γαλλίας και τους έβαλε σε ένα πούλμαν για να επισκεφτούν ξανά, μετά από δύο δεκαετίες, εκείνο το μέρος που σήμαινε κάτι για τις νεανικές τους ψυχές. Μέσα από το ταξίδι ξεδιπλώνεται όλη η ιστορία του label με έδρα τη Γλασκόβη, μέσα από μικρές συνεντεύξεις με ονόματα που τότε ακόμα έκαναν τα πρώτα βήματα στην καριέρα τους, όπως ο Alex Kapranos των Franz Ferdinand, η Emma Pollock των Delgados κ.ά.
«Mεγαλώνοντας, έγινα μεγάλος φαν της μουσικής, είχα πάθει εμμονή με την Chemikal Underground και τα ονόματά της», μας λέει ο Ιρλανδός. «Ένιωσα, λοιπόν, μια νοσταλγία γι' αυτή την περίοδο, με την έννοια του ότι κάτι είχε μείνει ανολοκλήρωτο. Κατά κάποιον τρόπο, η ταινία αποτελεί μια προσπάθειά μου να συγκεντρώσω όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν σημαντικοί για ένα παλιότερο κομμάτι της ζωής μου. Είναι ένας εορτασμός της πόλης της Γλασκόβης, της μουσικής και των ανθρώπων της». Ο Niall McCann μιλάει γρήγορα με χαρακτηριστική προφορά, φαίνεται όμως να επιλέγει πολύ προσεχτικά τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει. Γιατί όμως κατέληξε σε αυτή την προσέγγιση, που μοιάζει με road trip, για το ντοκιμαντέρ του; «Η ιδέα αυτή προέκυψε όταν ο Aidan Moffat (βασικό μέλος των Arab Strab) μου μίλησε για το αρχικό ταξίδι. Σκέφτηκα πως μόνο αν βρισκόμασταν μακριά από τη Γλασκόβη θα έπειθα τον Stewart Henderson, ιδιοκτήτη της δισκογραφικής, να μιλήσει ανοιχτά για όσα συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια».
Η ψηφιακή επανάσταση ήταν κάτι καλό για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, αλλά σημαίνει επίσης πως μαζί με τα καλά έρχονται και πολλές αηδίες. Σήμερα όλοι νομίζουν πως μπορούν να είναι κριτικοί τέχνης, ποιητές και συγγραφείς επειδή έχουν Facebook και πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η γνώμη σας δεν μετράει πραγματικά!
Πράγματι, αν δει κανείς την ταινία, συνειδητοποιεί πως ο Henderson ανοίγει πολλά μέτωπα και δίνει αφορμές για ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μία από αυτές αφορά τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στη μουσική βιομηχανία μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια. Ο Stuart Braithwaite, ως μέλος των Mogwai, έχει ζήσει τα πράγματα εκ των έσω και είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας μιλήσει σχετικά με αυτό το ζήτημα. «Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο σήμερα είναι πως υπάρχουν πολύ περισσότεροι ταλαντούχοι άνθρωποι που φτιάχνουν μουσική και ταινίες, αλλά δεν προβάλλονται όσο άλλοι, που μπορεί να μην το αξίζουν τόσο. Η πρόσβαση στην πληροφορία και στην τέχνη είναι απεριόριστη, αλλά τα πάντα μοιάζουν λιγότερο πολύτιμα και σημαντικά, γιατί ο χρόνος έχει λιγοστέψει επικίνδυνα. Κάποτε μάζευες χρήματα για έναν δίσκο και τον άκουγες μέχρι να τον λιώσεις. Σήμερα τα πάντα είναι διαθέσιμα, αλλά ο χρόνος για να τα απολαύσουμε πάρα πολύ λίγος» σημειώνει με μια αίσθηση πικρίας. Ο Niall χαμογελάει και συμπληρώνει: «Η ψηφιακή επανάσταση ήταν κάτι καλό για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, αλλά σημαίνει επίσης πως μαζί με τα καλά έρχονται και πολλές αηδίες. Σήμερα όλοι νομίζουν πως μπορούν να είναι κριτικοί τέχνης, ποιητές και συγγραφείς επειδή έχουν Facebook και πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η γνώμη σας δεν μετράει πραγματικά!»
Ο Braithwaite φοράει μια μπλούζα των Dinosaur Jr., μιας από τις πιο εμβληματικές μπάντες του αμερικανικού alternative rock της δεκαετίας του 1990, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τους Mogwai και το post-rock για τα zeros. Με αφορμή ένα σχόλιο του Alex Kapranos στην ταινία, όπου αναρωτιέται «γιατί πέτυχα εγώ και όχι όλοι οι υπόλοιποι;», τον ρωτάω αν κάνει ποτέ στον εαυτό του την ίδια ερώτηση και τι απάντηση δίνει. «Η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο σε όλο αυτό. Υπάρχουν συγκεκριμένα είδη μουσικής και τραγούδια που για κάποιον λόγο έχουν μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο. Είναι το λεγόμενο zeitgeist μιας εποχής!» τονίζει, ενώ σκέφτεται τη συνέχεια της απάντησης, ξύνοντας το ξυρισμένο κεφάλι του και πίνοντας μια γρήγορη γουλιά από την μπίρα του. «Νομίζω πως όταν εμφανίστηκαν οι Mogwai έκαναν κάτι πολύ διαφορετικό απ' αυτό που συνέβαινε εκείνη την εποχή. Προσεγγίσαμε το post-rock από μια διαφορετική, πιο ρoκ και πειραματική σκοπιά. Ήμασταν αρκετά νέοι και δεν μας ένοιαζαν τα ατελείωτα tours. Παίζαμε συνεχώς. Ήμασταν όμως εξίσου ικανοί και καλοί σε αυτό που κάναμε, αλλιώς η βιομηχανία θα μας είχε γυρίσει την πλάτη μετά από έξι μήνες. Κανείς δεν πετυχαίνει κάτι που να διαρκεί, αν η δουλειά του δεν έχει ουσία».
Μέσα από το φιλμ σκιαγραφείται επίσης μια μετα-βιομηχανική Γλασκόβη γεμάτη κοινωνικοπολιτικά ερεθίσματα, ικανά να πυροδοτήσουν τη δημιουργία μιας δραστήριας μουσικής σκηνής με ισχυρή ιδεολογία. Πως, όμως, βίωναν όλη αυτή την κατάσταση οι Mogwai και πώς αποτυπώθηκε αυτό στη μετέπειτα δισκογραφία τους;
«Όταν συνέβαιναν όλα αυτά, ήμασταν πολύ νέοι για να τα αφουγκραστούμε. Φαντάσου πως στο ταξίδι στη Γαλλία ήμουν μόλις 20 ετών! Σε αυτή την ηλικία το πολύ να σε νοιάζει τι θα συμβεί μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Εκείνη την περίοδο δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω σε πόσο ενδιαφέροντες καιρούς είχαμε την τύχη να φτιάξουμε μουσική για πρώτη φορά. Τα σκέφτομαι τώρα και μου φαίνεται εκπληκτικό. Αυτό που θυμάμαι να σκέφτομαι είναι πως για να τα καταφέρουμε κι εμείς έπρεπε να είμαστε εξίσου καλοί, αν όχι καλύτεροι, από τους υπόλοιπους. Ήταν μια πραγματικά φανταστική εποχή» σχολιάζει, αναπολώντας ελαφρώς εκείνες τις μέρες, ο Σκωτσέζος μουσικός. Ο Neill αμέσως μετά ανάβει το φιτίλι, λέγοντας πως «μετά την ευρωπαϊκή κρίση, είναι πολύ πιο δύσκολο για την εργατική τάξη να συμμετέχει ενεργά στον κόσμο της τέχνης. Γιατί να χρηματοδοτήσει η κυβέρνηση κάτι που θα είναι ιδιαίτερα επικριτικό απέναντί της;», αναρωτιέται και ο Stuart παίρνει τον λόγο. «Οι άνθρωποι που ανήκουν σε υψηλότερες κοινωνικές τάξεις ανέκαθεν έκαναν τέχνη από μια ασφαλή απόσταση. Είναι λιγότερο θυμωμένοι γι' αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, άρα λιγότερο πρόθυμοι να αλλάξουν κάτι μέσα από την τέχνη τους. Το συναντάμε παντού στη μουσική αυτό. Οι πλούσιοι άνθρωποι που υπογράφουν σε μεγάλες δισκογραφικές δεν έχουν τα ιδεολογικά κίνητρα ή τον θυμό για να φτιάξουν "επικίνδυνη" μουσική. Λείπει αυτή η διάσταση από τη μουσική τους».
Η νοσταλγία είναι ακόμα ένα κεντρικό θέμα που προκύπτει από την προβολή της ταινίας. Αυτό γίνεται εμφανές ήδη από τους τίτλους, μέσα από ένα απόφθεγμα του W.G. Sebald που λέει πως «όλοι έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν μας». Αναφέρω και στους δύο πως η νοσταλγία μπορεί είτε να σε κρατήσει κολλημένο στο παρελθόν είτε να αποτελέσει καύσιμο για το μέλλον. Ποιο είδος νοσταλγίας πραγματεύεται, λοιπόν, η ταινία και ποια η σχέση τους με αυτήν; «Νομίζω πως η νοσταλγία είναι ένα εργαλείο για να ερμηνεύσει κανείς το παρόν και με αυτό τον τρόπο προσπάθησα να τη χρησιμοποιήσω στο φιλμ μου» μας εξηγεί ο Ιρλανδός σκηνοθέτης, ενώ ο frontman των Mogwai προσθέτει: «Η νοσταλγία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακριβώς για να εξηγήσει το παρόν, αλλά θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί με αυτήν. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από το φεστιβάλ στο Μορόν προσπάθησε να μας συγκεντρώσει για ένα παρόμοιο live, αλλά δεν τα κατάφερε. Θα πρέπει το ενδιαφέρον να στραφεί στις νέες μπάντες, στα πράγματα που συμβαίνουν σήμερα. Εμείς είχαμε το μερίδιο της φήμης που μας αναλογούσε και είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να φτιάχνουμε ακόμη μουσική. Αλλά θα πρέπει να βρούμε τους νέους Franz Ferdinand και τους νέους Mogwai. Υπάρχουν πολλές μπάντες στη Γλασκόβη που θα μπορούσαν να παίξουν στη θέση μας. Αυτός θα ήταν ένας πολύ καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε την κληρονομιά μας από το αναμασάμε συνεχώς το ένδοξο παρελθόν».
Κλείνοντας τη συζήτηση, το κλίμα χαλαρώνει πάρα πολύ και το άφθονο βρετανικό χιούμορ που διαθέτουν έρχεται στην επιφάνεια. Ο McCann, πατώντας σε ένα αστείο της ταινίας, με ρωτάει πώς και δεν αυτοκτόνησα μετά την προβολή της. Γελάμε και μου εξηγεί πως απώτερος σκοπός του φιλμ ήταν «να ενώσω ξανά μια παρέα και να την πάω όλη μαζί σε ένα μέρος που κάποτε σήμαινε κάτι γι' αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, θα προέκυπτε κάτι. Ο σκοπός ήταν να έχει δομή παρόμοια με αυτή ενός κομματιού των Mogwai». «Αλήθεια; Υπερβολικά μεγάλο και κουραστικό;» του απαντάει σε αυτοσαρκαστικό πνεύμα ο Braithwaite με την παραδόξως ελαφριά για σκοτσέζικη προφορά του. «Όχι. Γεμάτο παύσεις και εκρήξεις», ανταποκρίνεται ο McCann. Δεν είμαι βέβαιος αν η ταινία πετυχαίνει κάτι τέτοιο στον βαθμό που θα το πετύχαινε ένας τυπικός δίσκος των Mogwai, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως και οι δύο είναι προσωπικότητες ικανές να δημιουργήσουν τέχνη με ουσία. Όπως είπε και ο Stuart, τίποτα δεν διαρκεί αν δεν έχει πραγματικά κάτι να πει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να το πιστέψεις.
Οι Νύχτες Πρεμιέρας διοργανώνονται από Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου μέχρι Κυριακή 1 Οκτωβρίου σε διάφορους κινηματογράφους της Αθήνας. Περισσότερες πληροφορίες στο www.aiff.gr