Όταν έφτανε ο εθνομουσικολόγος, συγγραφέας και παραγωγός Christopher C. King στην Ελλάδα πριν από δώδεκα χρόνια, με την επιθυμία να γνωρίσει τον τόπο όπου γράφτηκαν τα μοιρολόγια της Ηπείρου, δεν φανταζόταν ότι σε μερικά χρόνια θα ήταν πρεσβευτής της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με θαυμαστή επιμονή, αναζητήσεις χρόνων, δυσκολίες, απογοητεύσεις, ταλαιπωρίες αλλά και τη μανία του συλλέκτη, κατάφερε να χτίσει τη μεγαλύτερη και πληρέστερη συλλογή νότιας βαλκανικής μουσικής σε μορφή δίσκου 78 στροφών, και να βουτήξει με τα μούτρα στην ελληνική κουλτούρα με σοβαρότητα και λατρεία. Δεν κατόρθωσε μόνο να δημιουργήσει ένα μοναδικό αρχείο από ηχογραφήσεις, αλλά και να εντρυφήσει στις μουσικές κουλτούρες των νοτίων Βαλκανίων και να γνωρίσει πολλούς από τους εκπροσώπους τους, που αποτελούν το μωσαϊκό της μουσικής τους ιστορίας.
Το τριήμερο που οργάνωσε με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στην Κόνιτσα από την Παρασκευή 9 μέχρι και την Κυριακή 11 Ιουνίου ήταν ο θρίαμβος του Chris (του «Chris μου» για τους κατοίκους της κωμόπολης), πέρα από κάθε προσδοκία, η απόλυτη επιτυχία ενός οράματος που ξεκίνησε από το 2019 –όταν μετακόμισε μόνιμα στην περιοχή– και η πραγματοποίηση του ονείρου ενός Αμερικανού από τη Βιρτζίνια που αγάπησε όσο κανείς άλλος τη μουσική που είναι χαραγμένη στο ελληνικό DNA.
Αν κάτι έκανε αυτό το φεστιβάλ να ξεχωρίσει είναι το πολύ καλό κοινό, ένα κοινό στην πλειονότητά του νεανικό, που διασκέδασε με την ψυχή του χωρίς κανένα κόμπλεξ και καμία διάκριση.
Ο Chris σήμερα είναι επίσημα Έλληνας, το καλοκαίρι του 2022 του απονεμήθηκε η επίτιμη ελληνική ιθαγένεια για το έργο του στην προώθηση της ελληνικής μουσικής, κι έχει τόσο ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία που πλέον το μόνο που τον προδίδει είναι η αμερικανική προφορά του. Μετά το τέλος του τριημέρου λάμπει από χαρά, κι όσο συγκρατημένος και να είναι στις αντιδράσεις του (ταπεινός σε βαθμό υπερβολικό, μοιάζει με ντροπαλό παιδί που προσπαθεί να κρυφτεί), είναι εμφανές ότι χαίρεται για αυτό που έχει καταφέρει: να μαζέψει ένα ετερόκλητο κοινό, κατά βάση νεανικό, που είχε την ευκαιρία να ακούσει καταπληκτικούς μουσικούς, διασκέδασε με την ψυχή του, χόρεψε, τραγούδησε, συγκινήθηκε, έζησε ένα τρικούβερτο γλέντι και το rave των πανηγυριών, αναβιώνοντας τη μυστικιστική ατμόσφαιρά τους.
«Η δημοτική μουσική, και συγκεκριμένα η ηπειρώτικη μουσική, πρέπει επειγόντως να εξελιχθεί, γιατί κινδυνεύει να γίνει μουσειακό είδος, έκθεμα, ενώ ο ρόλος της είναι θεραπευτικός και εξαγνιστικός» έλεγε λίγο πριν ξεκινήσουν τα events της πρώτης μέρας, «πρέπει να γίνει κάτι για να μη χαθεί η ζωτικότητα και η λειτουργία της. Αλλάζουν οι εποχές, αλλάζουν και οι άνθρωποι και είναι διαφορετικές οι απαιτήσεις τους από τη μουσική της εποχής τους. Πρέπει να ξαναγίνει η παραδοσιακή μουσική ελκυστική για όλες τις ηλικίες».
Με το «όλες τις ηλικίες» εννοούσε κυρίως τον νεαρόκοσμο που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την παράδοση. Κι αυτό που κατάφερε με το τριήμερο, που δανείστηκε τον τίτλο «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των Νοτίων Βαλκανίων» από το ομώνυμο κομμάτι του Αλέξη Ζούμπα, είναι αληθινό κατόρθωμα: να συνδυάσει κορυφαίους μουσικούς παραδοσιακής μουσικής από τη βόρεια Ελλάδα και τις χώρες των Βαλκανίων με την τραπ, φτιάχνοντας ένα συγκλονιστικό χαρμάνι, κι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φεστιβάλ που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Ένα φεστιβάλ που ανοίγει μια νέα σελίδα για την Κόνιτσα και την περιοχή, γιατί θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, ελκυστικό για κοινό από ολόκληρο τον κόσμο.
Η Κόνιτσα βρίσκεται βόρεια της πόλης των Ιωαννίνων, σε απόσταση 64 χιλιομέτρων, κοντά στα αλβανικά σύνορα, σκαρφαλωμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού Τραπεζίτσα, της οροσειράς της Πίνδου, με μια ονειρική θέα στην κοιλάδα όπου ο ποταμός Αώος συναντιέται με τον ποταμό Βοϊδομάτη. Καταλαβαίνεις αμέσως γιατί ο Chris την ονομάζει «ο παράδεισός μου».
Όσο ανηφορίζεις προς το σημείο που έχει επιλέξει να γίνουν οι συναυλίες και οι προβολές των ταινιών που έχει επιμεληθεί, το σπίτι της Χάμκως, μητέρας του Αλή Πασά, δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις: το τοπίο γίνεται όλο και πιο επιβλητικό, τα βουνά (η Τύμφη, ο Σμόλικας και ο Γράμμος) με τις κορυφές χαμένες μέσα στην καταχνιά αποκαλύπτονται με δέος, το ποτάμι λάμπει σαν υδάτινο φίδι σχηματίζοντας στο βάθος μια εικόνα ειδυλλιακή. Η θέα που έβλεπε από το σπίτι της η μάνα του Αλή Πασά είναι η πιο όμορφη της Ηπείρου, και ο χώρος των events είναι από μόνος του αξιοθέατο.
Η κάθε μέρα ξεκινούσε με τη μουσική που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Chris από τους δίσκους 78 στροφών της συλλογής του, τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια με ιστορία, που ήταν μια εισαγωγή για τη μουσική αφήγηση που συνεχιζόταν αμέσως μετά στη σκηνή.
Παρασκευή 9/6 και οι Ισοκράτισσες εμφανίζονται στο ψηλότερο μέρος του περιβόλου, στα δεξιά της τριώροφης κούλιας, του οχυρωματικού πύργου που είναι το μόνο από τα κτίρια του συγκροτήματος του αρχοντικού που έχει διασωθεί. Λίγο πριν βγουν στην εξέδρα είναι αγχωμένες, γιατί είναι η πρώτη φορά που θα τραγουδήσουν με ασύρματα μικρόφωνα. Οι Ισοκράτισσες είναι ένα φωνητικό σύνολο εφτά Ελληνοαλβανίδων, οι οποίες συνεχίζουν την αρχαία παράδοση των πολυφωνικών τραγουδιών από την Ήπειρο.
Γεννημένες και μεγαλωμένες στα ελληνόφωνα χωριά γύρω από τη Δερόπολη και την Πολύτσανη της Αλβανίας, άρχισαν πριν από οχτώ χρόνια να τραγουδούν συστηματικά τα τραγούδια που έμαθαν από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους. Ο τρόπος που τραγουδούν είναι καθηλωτικός. Πρέπει να πω ότι για κάποιον (εμένα) που η μόνη επαφή που είχε με τα πολυφωνικά κομμάτια ήταν οι βουλγάρικες φωνές που είχε κυκλοφορήσει κάποτε η 4AD, η εμφάνιση των γυναικών με τα πράσινα φορέματα και τα κόκκινα λουλούδια στο μπούστο ήταν εντελώς μυσταγωγική.
Τα τραγούδια της ξενιτιάς, όπως το «Ξενιτεμένο μου πουλί», είναι ανατριχιαστικά, ο τρόπος που τραγουδούν πατώντας η μία πάνω στη φωνή της άλλης με έναν θλιμμένο τρόπο που θυμίζει μοιρολόι (ο τρόπος που κάποτε οι άνθρωποι αποχαιρετούσαν τους νεκρούς τους στο σπίτι, ξενυχτώντας τους και τραγουδώντας) αλλάζει εντελώς όταν κατεβαίνουν κάτω στο κοινό και αρχίζουν να χορεύουν με τραγούδια για τον έρωτα.
Το πιο εντυπωσιακό σε όλα τα συγκροτήματα και τους μουσικούς που εμφανίστηκαν το τριήμερο είναι ο τρόπος που μεταμορφώνονταν όταν κατέβαιναν από την σκηνή ανάμεσα στον κόσμο και όλοι, μικροί μεγάλοι, έστηναν ένα τρικούβερτο γλέντι γύρω τους. Αυτό ακριβώς που έκαναν και οι βιρτουόζοι του βιολιού Aurel Qirjo και Κώστας Καραπάνος που τις διαδέχτηκαν, με δύο εξαιρετικούς μουσικούς να τους συνοδεύουν στον ταμπουρά και στο ντέφι.
Ο Aurel Qirjo, γεννημένος στην Κορυτσά της Αλβανίας, σπούδασε μουσική από πολύ μικρός και έγινε καθηγητής βιολιού στην Αλβανία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, αφού διηύθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μουσικής Ακαδημίας των Τιράνων και της Κορυτσάς. Έχει απορροφήσει τα ιδιωματικά στυλ της νότιας αλβανικής και της βορειοελλαδίτικης μουσικής, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τον Etem Qerimi, έχει ηχογραφήσει δύο CD με ηπειρώτικη μουσική και έχει συμμετάσχει σε πολλά φεστιβάλ ανά την Ευρώπη.
Έλαβε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής του Αργυροκάστρου το 2009 για την ερμηνεία ηπειρώτικου μοιρολογιού στο βιολί. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο και έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση του BBC 2. Το πρώτο τραγούδι που είπε στα αλβανικά με το βιολί να συνοδεύει τη φωνή του ήταν συγκινητικό και, παραδόξως, έπιασα και λίγα από τα λόγια (ενώ πίστευα ότι έχω ξεχάσει εντελώς τα αρβανίτικα).
Ο Κώστας Καραπάνος γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1974 και παίζει βιολί από τα δώδεκα. Είναι πτυχιούχος κλασικού βιολιού και παράλληλα ασχολήθηκε με την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Ηπείρου. Έχει συνεργαστεί με καταξιωμένους δεξιοτέχνες της παραδοσιακής μας μουσικής, όπως είναι οι Γρηγόρης Καψάλης, Πετρολούκας Χαλκιάς, Γιώργος Κωτσίνης, Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος, Αντώνης Κυρίτσης, Γιάννης Παπακώστας, Χρήστος Ζώτος και άλλοι. Είναι ο ιδρυτής του μουσικού συγκροτήματος Ηπειρώτικο Τακίμι, με το οποίο έχει ηχογραφήσει τον ψηφιακό δίσκο «Vitsa» σε παραγωγή του Christopher King. Επιπλέον, έχει πολλές συμμετοχές σε ψηφιακούς δίσκους ηπειρώτικης μουσικής, με τον Γρηγόρη Καψάλη, τον Θωμά Χαλιγιάννη, τον Γιάννη Παπακώστα, τον Γιώργο Γκούβα και άλλους.
Υπήρξε καθηγητής παραδοσιακού βιολιού στο Δημοτικό Ωδείο Ιωαννίνων, από το 2006 και μετά διδάσκει βιολί στο Μουσικό Σχολείο Ιωαννίνων και το ακαδημαϊκό έτος 2022-23 δίδαξε «λαϊκό βιολί» στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο τρόπος που ξεσήκωσαν τον κόσμο που άρχισε να χορεύει κυκλικά γύρω τους ακριβώς όπως στα πανηγύρια, με διονυσιακή μέθεξη (γιατί ο χορός δεν είναι μόνο εκτόνωση αλλά και επαφή και επικοινωνία), μου θύμισε τα γλέντια του Δεκαπενταύγουστου της παιδικής μου ηλικίας, είχα πολλά χρόνια να περάσω τόσο καλά με αμιγώς παραδοσιακή μουσική.
Το Σάββατο το βράδυ το highlight ήταν ο Νέγρος του Μοριά και ο Odydoze που παρουσίασαν ένα μέρος από το άλμπουμ τους «ΘΡΑCOC», ένα πρωτοποριακό μείγμα από συνθετικά κρουστά και βαρύ μπάσο με ελληνικά ρεμπέτικα και λαϊκές μελωδίες – πιο σημαντικό από αυτό που δείχνει αρχικά.
Ο Νέγρος του Μοριά είναι πολύ ιδιοσυγκρασιακός ράπερ, με ελληνικότητα στο attitude και στους στίχους που τον έκαναν να ξεχωρίσει από την αρχή και προκάλεσαν αρκετές αντιδράσεις (γιατί τι δουλειά έχει ένας Γκανέζος στην ελληνική μουσική;). Πάντα χρησιμοποιούσε με χαρακτηριστικό τρόπο εμβληματικά στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας, αλλά στο «ΘΡΑCOC» κάνει αυτό που λέει και ο τίτλος του άλμπουμ, χρησιμοποιεί με θράσος ελληνικούς ήχους και στίχους και τους φιλτράρει μέσα από το τραπ, δημιουργώντας κάτι δικό του, το τραμπέτικο.
Αυτό το τραμπέτικο, που πολλοί άκουσαν αλλά λίγοι κατάλαβαν από πού πηγάζει και τι πρεσβεύει, το παρουσίασε με μια εκπληκτική performance μπροστά σε ένα εφηβικό κοινό που το απολάμβανε, ήξερε τους στίχους και ήταν μάλλον το μόνο υποψιασμένο για το τι θα δει, με χιούμορ και με έναν εντελώς cool τρόπο, τόσο cool που για το μερίδιο του κοινού που δεν έχει ακούσει ποτέ στη ζωή του ραπ στα αλήθεια ήταν ξένο και ακατανόητο. Ή βαρετό.
Οι ήχοι του Odydoze με τα samples από ελληνικά κομμάτια είναι από μόνοι τους statement, φρέσκοι, ευρηματικοί, σε πολύ υψηλό επίπεδο και αυτή είναι μόνο η αρχή για τον εικοσάχρονο παραγωγό που συνεργάζεται ήδη με Αμερικανούς ράπερ. Το πόσο δημοφιλής είναι ο Νέγρος φάνηκε από τον (νεαρό)κοσμο που είχε συγκεντρωθεί, ο οποίος μετά το τέλος της συναυλίας δεν έφυγε, παρέμεινε για να δει τους Vasil Ziu & The Soul of Myzeqe και μάλιστα χόρεψε με τα κομμάτια τους.
Αν κάτι έκανε αυτό το φεστιβάλ να ξεχωρίσει είναι το πολύ καλό κοινό, ένα κοινό στην πλειονότητά του νεανικό, που διασκέδασε με την ψυχή του χωρίς κανένα κόμπλεξ και καμία διάκριση. Αυτή είναι και η πιο μεγάλη επιτυχία του τριημέρου και του ίδιου του Chris, ότι έφερε ξένα ονόματα που δύσκολα θα συγκέντρωναν κοινό αν εμφανίζονταν, π.χ., στην Αθήνα, σε μια διοργάνωση που ήταν στημένη άψογα, με καλό ήχο, με μια παραγωγή που έτρεχε χωρίς λάθη και άφησε μόνο καλές εντυπώσεις.
Το σύνολο Vasil Ziu and the Soul of Myzeqe αποτελείται από τέσσερις μουσικούς από τα χωριά γύρω από τη Λούσνια της κεντρικής Αλβανίας. Έχοντας μακρά εμπειρία στην εκτέλεση και καλλιέργεια της παραδοσιακής μουσικής της Μουζακιάς, έχουν συμμετάσχει σε πολλές εκδηλώσεις, πανηγύρια και φεστιβάλ τόσο εντός της Αλβανίας όσο και στο εξωτερικό, όπως στην Ιταλία, στη Βόρεια Μακεδονία και στο Κόσοβο.
Κι επειδή η μουσική πρέπει μόνο να ενώνει και όχι να χωρίζει, όταν οι μουσικοί είναι τόσο υψηλού επιπέδου και προκαλούν συγκίνηση και ενθουσιασμό, ο κόσμος ξεχνάει και σύνορα και καταγωγή και χρώμα και «διαφορές» και χορεύει αγκαλιασμένος, όπως έγινε όταν τα μέλη του συγκροτήματος κατέβηκαν ανάμεσά του και μεταμορφώθηκαν σε πανηγυρτζήδες. Όλες οι ορχήστρες άλλαζαν εντελώς μόλις κατέβαιναν στον κόσμο, το υπενθυμίζω γιατί η αλλαγή ήταν τεράστια.
Η Κυριακή ήταν μια βροχερή μέρα, αλλά λίγο πριν ξεκινήσουν τα live ο ουρανός καθάρισε και έγινε ξαστεριά με έναν τρόπο μεταφυσικό (ok, έψαχνα μια καλή ευκαιρία να αναφέρω ότι η Κόνιτσα είναι ο τόπος καταγωγής του Αγίου Παϊσίου και έχει μπόλικο θρησκευτικό τουρισμό).
Η τρίτη μέρα ήταν η μέρα της Εβρίτικης Ζυγιάς, που για άλλη μια φορά απέδειξε γιατί αξίζει ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά της. Είναι ένα από τα καλύτερα σχήματα που διαθέτει αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα, τελεία. Ο τρόπος που παίζουν τα πέντε μέλη της, η παγανιστική ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα αρχέγονα μουσικά όργανα και η φωνή της Κατερίνας Δούκα, η επίδραση που έχουν στον κόσμο, δεν τους κάνουν απλά δημοφιλείς αλλά προκαλούν ενθουσιασμό σε βαθμό παροξυσμού.
Έκλεισαν το τριήμερο με τον καλύτερο τρόπο και άφησαν άριστες εντυπώσεις να κουβαλήσουν μαζί τους όσοι είχαν την τύχη να τους δουν. Το συγκρότημα που προηγήθηκε, το παραδοσιακό συγκρότημα της Bajsa Arifovska από τη Βόρεια Μακεδονία, άνοιξε τη βραδιά με κομμάτια που το μόνο που τα κάνει να διαφέρουν από τα ελληνικά μακεδονίτικα είναι η γλώσσα. Οι ήχοι είναι ίδιοι, αναγνωρίσιμοι, με οικείες μελωδίες και όργανα, απόδειξη τού πόσο κοινές είναι οι ρίζες όλων μας.
Πέρα από τη ζωντανή μουσική, το τριήμερο είχε και την προβολή του ντοκιμαντέρ «Pericles in America» (1988) του Αμερικανού John Cohen για τον Περικλή Χαλκιά, πατέρα του Πετρολούκα, και των βουβών ταινιών των αδερφών Μανάκια, πρωτοπόρων κινηματογραφιστών των νότιων Βαλκανίων (1905-1912), με ζωντανή ορχήστρα. Αυτό που κρατάω εκτός διοργάνωσης ήταν μια αυτοσχέδια γιορτή μετά το δείπνο στην ταβέρνα Μύλος το Σάββατο το βράδυ, όπου μέλη από όλα τα συγκροτήματα έκαναν μια συνεργασία ως φωνητικά σύνολα με τραγούδια ελληνικά και αλβανικά.
Κράτησε μέχρι τις δύο το πρωί και ήταν μία after hours μυσταγωγία με αυθεντικά ηπειρώτικα. Και η επίσκεψη στο σπίτι του Christopher King την Κυριακή το βράδυ, όταν είχαν όλα τελειώσει με απόλυτη επιτυχία, όπου μας έπαιξε δίσκους από τη συλλογή του συνοδεύοντας τον ήχο τους με αυτοσχέδια όργανα. Πριν μας αποχαιρετήσει, μας έδειξε τα φώτα της Αλβανίας που φαίνονται στην άκρη της κοιλάδας.
«Ένας από τους πολλούς λόγους που αγαπώ την Ελλάδα με μια αγάπη μονομανή είναι και οι εξής» γράφει στην νέα (τρίτη) έκδοση του βιβλίου του Ηπειρώτικο Μοιρολόι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα: «η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου οι αλλαγές συντελούνται με αρκούντως βραδείς ρυθμούς ώστε να μπορεί το μάτι μου να τις διακρίνει, να τις παρατηρήσει να συμβαίνουν. Δεδομένου ότι η οριστική χάραξη συνόρων και η διαμόρφωση σαφούς εθνικής ταυτότητας είναι εξαιρετικά πρόσφατα γεγονότα στην ιστορία της, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ζωντανή τη μνήμη των μερών που συνιστούν το όλον της. Στα περισσότερα μέρη της βόρειας Ελλάδας οι γλωσσικές, θρησκευτικές, εθνοφυλετικές διαφοροποιήσεις απέκτησαν εθνικό αντί για απλώς τοπικό χαρακτήρα πριν από σχεδόν μόλις εκατό χρόνια. Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1922 και 1923, ο όλεθρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου, της Χούντας: όλα αυτά καθόρισαν περαιτέρω τη φυσιογνωμία του σημερινού ελληνικού έθνους. Αλλά αυτή η διαδικασία –διαδικασία που ταυτίζεται με την Ελλάδα την ίδια, με την ελληνικότητα- συνεχίζεται. Εξακολουθούμε να προσπαθούμε να συμφιλιώσουμε το πρόσφατο παρελθόν μας με το προσεχές μέλλον μας. Εξακολουθούμε να ανακαλύπτουμε αλήθειες. Και η αλήθεια έχει δύναμη, έχει σθένος, έχει αντοχή: η αλήθεια έχει την τάση να ξεπηδάει μόνη της μέσα από το χώμα».
Η μουσική, η τέχνη, είναι αλήθεια, και η αλήθεια ενώνει.
Μακάρι να έχει συνέχεια αυτή η παραδοσιακή γιορτή της χαράς, του κεφιού και της συγκίνησης και να επαναληφθεί και του χρόνου…