Υπήρχε μια εποχή που ο Beck έμοιαζε ό,τι κοντινότερο είχε ο πλανήτης σε ροκ είδωλο. Συστήθηκε στο μαζικό κοινό ως ένας cool τύπος, φτιάχνοντας μουσική που αντιπροσώπευε το συλλογικό συναισθηματικό υποσυνείδητο μιας ολόκληρης γενιάς, της generation X. Ξεκίνησε από το underground, παίζοντας πειραματική folk σε καφέ της Νέας Υόρκης, και λίγο καιρό αργότερα το «Loser», η μεγαλύτερη επιτυχία του μέχρι σήμερα, παιζόταν ασταμάτητα στο αμερικανικό ραδιόφωνο. Είχε κερδίσει ήδη το «respect» του εναλλακτικού χώρου και με τις ευλογίες του ήταν έτοιμος να κατακτήσει το mainstream. Με το δεύτερο άλμπουμ του «Odelay» τάραξε τα νερά της μουσικής βιομηχανίας και τους επόμενους μήνες όλοι προσπαθούσαν να φτιάξουν χιτάκια με τον τρόπο του Beck, τραγουδώντας με τον αέρα ενός ατίθασου ροκ-σταρ, πάνω σε samples και beats. Το Grammy Καλύτερου Εναλλακτικού Δίσκου που κέρδισε για το «Odelay» το 1997 ερμηνεύτηκε ως η απάντηση της γενιάς του στην κυριαρχία των Baby Boomers. Ήταν ένας αυτοδημιούργητος μουσικός «δρόμου» που με το έτσι θέλω έκανε όλο τον μουσικό κόσμο να ασχολείται μαζί του.
O Beck ήταν ανέκαθεν ένας καλλιτέχνης που κέρδιζε τον σεβασμό όλων ανεξάρτητα από το αν άρεσε ή όχι κάθε νέα του δουλειά. Με τον τελευταίο και χειρότερο δίσκο της καριέρας του, όμως, πιστεύω πως θα αντιμετωπιστεί για πρώτη φορά τόσο επικριτικά για τον ρόλο και την αξία του στη σημερινή μουσική πραγματικότητα.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Αμερικανός μοιάζει να μην ξέρει ποια είναι η θέση του στη μουσική βιομηχανία. Την Παρασκευή κυκλοφόρησε το 13 επίσημο άλμπουμ του με τίτλο «Colors». Το δούλευε τέσσερα χρόνια μαζί με τον μουσικό, παραγωγό και φίλο του Kreg Kurstin στο στούντιο του τελευταίου στο Λος Άντζελες. Ο Beck είπε πως ήθελε να φτιάξει «έναν δίσκο που θα ακούγεται τέλεια σε αμάξι και σε πάρτι», με στίχους που θα μιλάνε από την αγάπη του για τη Marissa Ribisi, γυναίκα και μητέρα των παιδιών του, μέχρι τις σωματικές και νευρολογικές επιπτώσεις από την κατάχρηση των social media. Το αποτέλεσμα; Ένας νερόβραστος δίσκος χορευτικού ροκ ή δυναμικής ποπ της ψηφιακής εποχής που μοιάζει ιδανικός να ακούγεται στα Pull & Bear και σε διαφημίσεις για αυτοκίνητα. Δεν είναι απαραίτητα ένας κακός δίσκος, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιο βαρετός και γραμμικός σε σχέση με τη δημιουργική αναρχία και το στιχουργικό βάθος που χαρακτηρίζει τις προηγούμενες δουλειές του. Ακούστε λ.χ. το «I 'm so free» για να καταλάβετε ή διαβάστε τους κλισέ στίχους του «Up all night» (There's nothing I wouldn't rather do/ I just wanna stay up all night with you). Προσπαθώντας να φτιάξει έναν δίσκο που να συντονίζεται ηχητικά και θεματικά με την εποχή του, κατέληξε να ακούγεται πιο πολύ σαν τους Ok Go και τον Pharrell παρά ως μια πιο διασκεδαστική και χαλαρή εκδοχή του εαυτού του. Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ;
Beck - Up All Night
O Beck Hansen γεννήθηκε το 1970 στο Λος Άντζελες και είναι γόνος μιας βαθιά καλλιτεχνικής οικογένειας. Ο πατέρας του David Campbell κάποτε δούλευε ως περιοδεύων bluegrass μουσικός (έπαιζε βιολί) και με τα χρόνια εξελίχθηκε σε συνθέτη και μουσικό συντονιστή, έχοντας συμμετάσχει στην ολοκλήρωση εκατοντάδων πετυχημένων δίσκων και scores ταινιών, όπως το «21» της Αdele και το «Armageddon». Από την άλλη, η μητέρα του μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και ήταν μία από τις σούπερ σταρ του Άντι Γουόρχολ, τις γυναίκες που προωθούσε και είχε στον κοινωνικό της κύκλο η εμβληματική φιγούρα της pop art. Έμενε σε κακόφημες γειτονιές με τους γονείς και τον αδερφό του και από μικρός είχε δει εικόνες που κανένα παιδί δεν θα ήθελε να αντικρίσει ποτέ. Η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον συντηρήσει κι έτσι ένα διάστημα πήγε να μείνει στους γονείς του πατέρα του στο Κάνσας, όπου και επηρεάστηκε από την εκκλησιαστική μουσική, αφού ο παππούς του ήταν ιερέας, ενώ πέρασε πολύ χρόνο ταξιδεύοντας και με τον άλλον του παππού, ο οποίος ήταν ο Al Hansen, ένας από τους πρωτοπόρους του αβανγκάρντ ρεύματος fluxus.
Όταν ο Beck ήταν δέκα, οι γονείς του πήραν διαζύγιο και αυτός προτίμησε να μείνει στο Λος Άντζελες μαζί με τη μητέρα και τον μικρότερο αδερφό του. Εκεί άρχισε να εξερευνά διάφορους μουσικούς κόσμους, από τη χιπ-χοπ και τη λάτιν μέχρι τους Velvet Underground και τους Sonic Youth. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο παράτησε το σχολείο, όχι γιατί θεωρούσε πως δεν του πρόσφερε κάτι αλλά γιατί οι συνθήκες στη γειτονιά και στο σπίτι του δεν ήταν αρκετά ασφαλείς. Έτσι, αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και άρχισε να μυείται στη μαγεία της folk, της country και των μπλουζ, έχοντας ως ήρωές του τον Woody Guthrie, τον Mississippi John Hurt και τον Blind Willie Johnson. Έμαθε να χορεύει breakdance, σύχναζε σε beat jazz μπαράκια των cool γειτονιών του Λος Άντζελες, άραζε με άτομα από το κολέγιο, αλλά έκανε παρέα και με ανθρώπους του πνεύματος, ποιητές και κριτικούς τέχνης. Είχε ψεύτικη φοιτητική ταυτότητα για να παρακολουθεί ενδιαφέροντα μαθήματα στο κολέγιο, έπαιζε διασκευές σε πάρκα και λεωφορεία της πόλης και παράλληλα δούλευε στη φόρτωση φορτηγών και στον καθαρισμό δημόσιων χώρων από φύλλα. Ήταν ένα μικρομέγαλο αγόρι με ξανθά μαλλιά, αλάνι του δρόμου αλλά και διανοούμενος, μα, πάνω απ' όλα, ένας ανήσυχος έφηβος, έτοιμος να ξεχυθεί στην περιπέτεια της ζωής.
Το 1989 πήρε μια μεγάλη απόφαση: έφυγε για τη Νέα Υόρκη με μια κιθάρα και οχτώ δολάρια και κάτι ψιλά στην τσέπη. Διανύοντας την άγρια γη της πατρίδας του, είχε μερικές πολύ αλλόκοτες εμπειρίες, όπως δήλωσε στη θρυλική συνέντευξή του στο «Rolling Stone» το 1997. Στη Νέα Υόρκη έγινε μέρος της πολιτικά φορτισμένης anti-folk σκηνής και έπαιζε σε διάφορα καλλιτεχνικά καφέ τα δικά του τραγούδια πειραματικής folk με σουρεαλιστικούς στίχους και αυτοσχεδιαστική φόρμα, στα οποία έπαιρνε τετριμμένες σκέψεις και τις έκανε (αυτο)σαρκαστικά κομμάτια. Μέχρι την άνοιξη του 1991, όμως, είχε γυρίσει στο Λος Άντζελες, καθώς δεν άντεχε άλλο να γίνεται βάρος στους γνωστούς του, καταλήγοντας ένας γελοίος τύπος που τον σιχαίνονται όλοι οι μουσικοί της σκηνής. Πίσω στη βάση του άρχισε να δουλεύει σε ένα μαγαζί που πουλούσε πορνό ταινίες, ενώ παράλληλα έδινε μουσικές περφόρμανς σε διάφορα μαγαζιά στο ενδιάμεσο πολλών lives, παίζοντας πολύ περίεργα τραγούδια για να ταρακουνήσει το βολεμένο κοινό, φορώντας μερικές φορές τη μάσκα ενός Stormtrooper.
Σε ένα από τα lives του βρέθηκαν διάφοροι scouters ταλέντων και ένας από αυτούς του πρότεινε να γράψει κάτι. Από αυτήν τη συνεργασία προέκυψε το «Loser», το άφησε όμως για λίγο στο συρτάρι και επέστρεψε στη lo-fi folk γραφή του, φτιάχνοντας εντελώς DIY κασέτες, όπως το anti-folk «Golden Feelings», το πολυσχιδές «Stereopathetic Soulmanure» και το «One foot in the grave», που δούλεψε με τον φίλο του Calvin Johnson, ιδρυτή της K Records και των Beat Happening. Τον Μάρτιο του 1993, ενώ ο Beck ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, η ανεξάρτητη δισκογραφική Bong Load αποφάσισε να κυκλοφορήσει το «Loser» σε single, κόβοντας μόνο 500 βινύλια, ενάντια στην επιθυμία του ίδιου του Beck όμως που το θεωρούσε πολύ μέτριο κομμάτι. Ωστόσο, όταν παίχτηκε για πρώτη φορά στην ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή «Morning becomes eclectic», προκάλεσε χαμό και ξαφνικά άρχισε να ακούγεται σε ωριαία βάση, σε αμέτρητους σταθμούς της χώρας. Πριν καλά-καλά κυκλοφορήσει τον πρώτο του επίσημο δίσκο για τη δισκογραφική-κολοσσό Geffen με τίτλο «Mellow Gold», το κομμάτι είχε φτάσει στο top 40 του Billboard. Είναι ουσιαστικά ένα δυναμικό, folk-blues κομμάτι στο οποίο ενσωμάτωσε την αγάπη του για το χιπ-χοπ και ολόκληρο το μουσικό στερέωμα το ερωτεύτηκε αμέσως, όπως και την ίδια την εκκεντρική περσόνα του Beck.
Beck - Loser
Μέχρι την κυκλοφορία του «Odelay», του δεύτερου και πιο πετυχημένου δίσκου του μέχρι σήμερα, όλοι προσπαθούσαν να αντιγράψουν το πλουραλιστικό ηχητικό μείγμα του «Mellow Gold», την ίδια στιγμή όμως όλοι πίστευαν πως ο Beck θα ήταν μια ακόμα περίπτωση «one hit wonder». Διέψευσε τους πάντες, όμως, όταν με το «Odelay» ανέπτυξε την αγάπη του για το χιπ-χοπ, την ηλεκτρονική μουσική και το sampling, και δουλεύοντας με τους Dust Brothers, παραγωγούς του «Paul's Bοutique» των Beastie Boys, παρέδωσε ένα άλμπουμ που έμελλε να επηρεάσει όλη τη συνταγή μαγειρέματος ποπ επιτυχιών τα επόμενα χρόνια. Όπως κάθε σωστός μουσικός που ξέρει πως όταν φτάνει στο peak ενός συγκεκριμένου στυλ πρέπει να φεύγει από αυτό, έτσι και ο Beck μεταλλάχθηκε στους τρεις επόμενους δίσκους του. Στο πολυαγαπημένο μου «Mutations» αναμειγνύει βραζιλιάνικα ηχητικά στοιχεία με ψυχεδέλεια, country και μπλουζ, δουλεύοντας με τον παραγωγό Nigel Godrich του «Ok Computer» των Radiohead και αποσπώντας το δεύτερο Grammy του για Καλύτερο Εναλλακτικό Ροκ Άλμπουμ. To «Midnite Vultures» είναι μία από τις πιο υποτιμημένες δουλειές του, ενώ ο άσχημος χωρισμός του με τη στυλίστρια Leigh Simon μετά από σχέση 9 χρόνων πυροδότησε τη δημιουργία του σωστού break-up δίσκου που «οφείλει» να κάνει κάθε μουσικός. Το αποτέλεσμα; Ένα πανέμορφο, συναισθηματικό άλμπουμ που ανέδειξε τις κλασικές, συνθετικές αρετές του Beck και ανάγκασε πολλούς κριτικούς να προχωρήσουν σε υπερβολές, συγκρίνοντας το «Sea Change» με το «Histoire de Melody Nelson» του Σερζ Γκενσμπούρ ή με το «Blood οn Tracks» του Ντίλαν.
Tην προηγούμενη δεκαετία έγιναν πολλά στην επαγγελματική και προσωπική ζωή του Beck. Αρχικά, παντρεύτηκε τη Marissa Ribisi, δίδυμη αδερφή του ηθοποιού Giovanni Ribisi, απέκτησαν το πρώτο τους παιδί και μετακόμισαν στο Λος Άντζελες. Κυκλοφόρησε τρεις ακόμη δίσκους, το πιο επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ του «Guero» το 2005, το «Information», που ήταν ένας συνδυασμός της παλιάς και της νέας του μουσικής, και, τέλος, το εντελώς διαφορετικό, πιο ποπ και επηρεασμένο από τα '60s «Modern Guilt» το 2007. Τα επόμενα χρόνια άφησε τη δική του μουσική στην άκρη, συνεργάστηκε όμως με πολλούς άλλους καλλιτέχνες (Charlotte Gainsbourg, Thurston Moore κ.ά.), δούλεψε στη δημιουργία scores για ταινίες («Scott Pilgrim Vs The World») και ασχολήθηκε με προσωπικά πρότζεκτ, όπως το «Record Club» και το «Song Reader», παραμένοντας δραστήριος παρά τη δισκογραφική αποχή. Το 2014 κυκλοφόρησε επιτέλους τον δωδέκατο δίσκο του με τίτλο «Morning Phase», που ήταν στενά συνδεδεμένος ηχητικά και θεματικά με το «Sea Change», ένας πραγματικός θρίαμβος που του χάρισε το πρώτο του Grammy για Καλύτερο Δίσκο της Χρονιάς. Όλοι, βέβαια, θα θυμόμαστε την απονομή λόγω της παρέμβασης του Kanye West που ζήτησε από τον Beck να σεβαστεί την καλλιτεχνία και να δώσει το βραβείο στην Beyonce για το ομώνυμο άλμπουμ της. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που συμφωνώ με τον Kanye, όχι γιατί ο δίσκος του Beck είναι κατώτερος της Beyonce (που είναι, αλλά οk) αλλά γιατί το άλμπουμ της Queen B αποτύπωνε καλύτερα το μουσικό, και όχι μόνο, κλίμα της εποχής από την οποία γεννήθηκε.
Όπως και να έχει, ο Beck ήταν ανέκαθεν ένας καλλιτέχνης που κέρδιζε τον σεβασμό όλων (κριτικών, ακροατών και άλλων μουσικών) ανεξάρτητα από το αν άρεσε ή όχι κάθε νέα του δουλειά. Με τον τελευταίο και χειρότερο δίσκο της καριέρας του, όμως, πιστεύω πως θα αντιμετωπιστεί για πρώτη φορά τόσο επικριτικά για τον ρόλο και την αξία του στη σημερινή μουσική πραγματικότητα. Κάποτε, όλη η μουσική βιομηχανία προσαρμοζόταν στα μέτρα του Beck για να πουλήσει, τώρα όμως ο Beck είναι αυτός που προσπαθεί να συγχρονιστεί με αυτήν και, δυστυχώς, μοιάζει χαμένος, σαν να μη σκέφτηκε καθόλου καλά το πλάνο του. Όπως είχε πει κάποτε στη συνέντευξη στο «Rolling Stone»: «Αποστολή της γενιάς μου είναι να σκοτώσει τα κλισέ και να δημιουργήσει καινούργια». Πράγματι, το κατάφερε, με τον πιο εμφατικό τρόπο. Θα πρέπει όμως να προσέξει στο μέλλον για να μην καταντήσει ο ίδιος ένα νέο κλισέ.