Όλως περιέργως ο Μίλτος Σαχτούρης είναι ένας από τους ποιητές που έχουν μελοποιηθεί επαρκώς, με καταγραμμένες στη δισκογραφία πλείστες όσες απόπειρες που χρονολογούνται από τις αρχές του ’70. Για να μη μιλήσουμε για τα «Δύο Ναυτικά Τραγούδια» του Μάνου Χατζιδάκι, έργο του 1947, που δισκογραφήθηκε βεβαίως χρόνια αργότερα.
Λέω αυτό το «όλως περιέργως», επειδή η ποίηση του Σαχτούρη δεν είναι από ’κείνες που ευνοούν μια πρώτη, αρχική μεταφορά τους στο πεντάγραμμο. Η απουσία ομοιοκαταληξίας, αλλά και η εντελώς ιδιαίτερη ηχητική ροή των ποιημάτων, που οφείλεται στην επίσης εντελώς ιδιαίτερη κατασκευή τους, δεν βοηθάει στην ολοκλήρωση ενός άλμπουμ μ’ έναν κάπως ενιαίο χαρακτήρα. Γι’ αυτό, ίσως, και οι «ωραιότερες» μελοποιήσεις στίχων του Σαχτούρη να είναι ορισμένα μόνο τραγούδια, σπαρμένα εδώ κι εκεί. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, εκείνο το… «Είχα έρωτες/ είχα μάχες/ και παραφύλαξα στις γωνιές» από το τραγούδι των Εν Πλω. Πόσο «δένει»!
Ο Κτίρια τη Νύχτα δεν ενδιαφέρεται να προβάλλει μελοποιήσεις, που να μπορεί να τραγουδηθούν –να μπουν στα στόματα πολλών ή λίγων– πόσω μάλλον να δημιουργήσει κουπλέ, ρεφρέν και τα τοιαύτα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να δώσει την ηχητική υπόσταση μιας προσωπικής ανάγνωσης. Να παγιδεύσει τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων τού Μίλτου Σαχτούρη, κι έχοντας κατά νου τον τρόπο που αρθρώνονται οι λέξεις βασικά –και όχι τα νοήματα αναγκαστικά– να δημιουργήσει ένα μουσικό τετελεσμένο.
Έχω τη γνώμη πως ο τρόπος που χειρίστηκαν την ποίηση του Σαχτούρη οι Μιχάλης Σιγανίδης και Θοδωρής Ρέλλος στο LP «Το Πρωί Και Το Βράδυ» [Lyra, 1990] θέτει ένα σχετικό πάνω όριο, το οποίο δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί. Και τούτο, επειδή εκείνη η ιδέα υπήρξε τόσο απλή και ευφυής στη σύλληψή της, ώστε να μοιάζει κάπως με απόρθητο φρούριο.
Τι είχαν πράξει οι Ρέλλος-Σιγανίδης; Είχαν πάρει την ίδια τη φωνή του ποιητή (που σου κόβει το αίμα όπως την ακούς – στην κυριολεξία τρομερή!) από ένα παλιότερο άλμπουμ του στο «Διόνυσο» (την ποιητική ετικέτα της Lyra) το 1977, και πάνω εκεί (στο… ραπάρισμα δηλαδή του Σαχτούρη) προσάρμοσαν τις «τζαζιές» και τα κολάζ τους! Έξοχο. Και ως ιδέα, και πολύ περισσότερο ως εφαρμογή!
Ο Κτίρια τη Νύχτα, από τη μεριά του, είναι ένα μουσικός που έχει δώσει έως τώρα σοβαρά δείγματα ενός προσωπικού τρόπου αντίληψης της σύνθεσης και της τραγουδοποιίας. Όπως είχα σημειώσει και για ένα προηγούμενο άλμπουμ του, το «Κενοί Χώροι» [Inner Ear, 2013]:
«Εκείνο που δεν είναι προφανές στους “κενούς χώρους” είναι η τραγουδοποιητική έκφραση του Κτίρια τη Νύχτα – βασικά ο τύπος του ανατρεπτικού άσματος, που όταν δεν ενοργανώνεται έχοντας ως βάση τα γνωστά κιθαριστικά-ποπ διδάγματα, αντλεί από ένα άναρχο, προσωπικό εκφραστικό οπλοστάσιο. Δεν ξέρω αν έχει κάποια σημασία, αλλά ακούγοντας το συγκεκριμένο long play ανακάλεσα στη μνήμη μου, τηρουμένων όσων αναλογιών θέλετε, κάτι από την “τρέλα” ορισμένων καλλιτεχνών της περίφημης ESP Disk – του πειραματιστή Alan Sondheim φερ’ ειπείν, ή του singer-songwriter Mij. Ο Κτίρια τη Νύχτα συνδυάζει και τα δύο (ή και τους δύο), αν και νομίζω πως η δύναμή του εντοπίζεται κυρίως στο τραγούδι (κι εκεί αξίζει να εμβαθύνει). Στο λόγο δηλαδή που, στην περίπτωσή του, έχει λόγο να λέγεται».
Να τo λοιπόν το άλμπουμ, με λόγο που έχει λόγο να λέγεται, δύο χρόνια αργότερα. Ένα άλμπουμ «φτιάξτο μόνος σου», περιέχον 22 μελοποιημένα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη, για τη μουσική επένδυση των οποίων… «χρησιμοποιήθηκε μόνο κλασική ή ακουστική κιθάρα, παιγμένη με διάφορες τεχνοτροπίες και ηχογραφημένη με πλήθος διαφορετικών τεχνικών». Το άλμπουμ που τιτλοφορείται απλώς «ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ»[Tenant Records, 2015], κυκλοφορεί σε 70 μόλις αριθμημένα CD-αντίτυπα, ενώ προσφέρεται και για digital downloading.
Τι πράττει, εδώ, ο Κτίρια τη Νύχτα, κάνοντας τη δική του διαφορά; Το εξής ιδιότροπο. Αναπτύσσει έτσι τις εκτάσεις των μελοποιήσεών του, ώστε εκείνες να εξαρτώνται άμεσα από την έκταση τού εκάστοτε ποιήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αιτιολογείται το γεγονός πως τα τραγούδια του διαρκούν από ελάχιστα δευτερόλεπτα (οι 13 από τις 22 μελοποιήσεις είναι μικρότερες του λεπτού), έως τα… 2:32 της πιο απλωμένης στο χρόνο «Έναστρης».
Στο «Καπνός ή γάτα» π.χ., που αποτελείται από 9 στίχους με ελάχιστες λέξεις ο καθένας, το τραγούδι διαρκεί μόλις 20 δευτερόλεπτα, ενώ στο «Έναστρη», ένα κάπως μεγαλύτερο ποίημα με 24 ολίγων λέξεων στίχους, η διάρκεια είναι δυόμισι λεπτά. Εδώ παρατηρείται και μία από τις δύο πιο μακριές «εισαγωγές» (γύρω στα 50 δευτερόλεπτα). Γενικά, οι «εισαγωγές» είναι υποτυπώδεις, διαρκώντας ελάχιστο χρόνο.
Είναι αλήθεια πως ο Κτίρια τη Νύχτα δεν ενδιαφέρεται να προβάλλει μελοποιήσεις, που να μπορεί να τραγουδηθούν –να μπουν στα στόματα πολλών ή λίγων– πόσω μάλλον να δημιουργήσει κουπλέ, ρεφρέν και τα τοιαύτα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να δώσει την ηχητική υπόσταση μιας προσωπικής ανάγνωσης. Να παγιδεύσει τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων, κι έχοντας κατά νου τον τρόπο που αρθρώνονται οι λέξεις βασικά –και όχι τα νοήματα αναγκαστικά– να δημιουργήσει ένα μουσικό τετελεσμένο.
Είναι φανερό, επίσης, πως η προσέγγισή του δεν έχει ουδεμία σχέση μ’ εκείνο που αντιλαμβανόμαστε όλοι μας ως «μελοποίηση». Ο ίδιος, σ’ αυτήν την επί τούτου πρωτόλεια, αλλά και τόσο τεχνικά επεξεργασμένη, κατασκευή του διακρίνει πρωτίστως την ανάγκη της ποιητικής αυθυπαρξίας. Η μουσική του δηλαδή δεν δρα δυναστευτικά ως προς το ποίημα, δεν επιχειρεί να το καπελώσει, δεν επιχειρεί να υπάρξει (η μουσική του και ο ίδιος) μέσω των ποιημάτων.
Και σ’ αυτό ενυπάρχει κάτι πέρα για πέρα ηθικό – δίχως τούτο να σημαίνει πως σε κάθε τι άλλο, διαφορετικό, ενυπάρχει οπωσδήποτε κάτι ανήθικο.
σχόλια