Μόλις την περασμένη εβδομάδα κυκλοφόρησε το «Seventeen going under», το δεύτερο άλμπουμ του Sam Fender, και σε όποιο έντυπο κι αν κοιτάξεις στη Βρετανία παίρνει σχεδόν άριστα. Από την «Guardian» μέχρι την «Evening Standard» ή το NME, άπαντες το βαθμολογούν με εννιάρια και δεκάρια και στην πλειονότητά τους το χαρακτηρίζουν συγκλονιστικό.
Ως εδώ, καμία αντίρρηση. Το δεύτερο άλμπουμ του 27χρονου Βρετανού ηθοποιού που παράτησε την υποκριτική νωρίς για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το τραγούδι έχει τόσο παλμό, θυμό και ενέργεια που είχαμε καιρό να δούμε σε κάποιο άλλο είδος, εκτός φυσικά από το χιπ-χοπ.
Από την άλλη, τι σημασία έχει αν οι συντοπίτες του τον αποθεώνουν; Στην απέναντι πλευρά, την Αμερική, δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη, η κριτική στο «Pitchfork» ήταν κάπως χλιαρή έως μέτρια.
Το επίκεντρό του είναι ο εσωτερικός του κόσμος και όσοι δαίμονες συνεχίζουν να τον «τρώνε». Αυτή η ενδοσκόπηση τον βοήθησε να γράψει μια σειρά από ειλικρινή τραγούδια για τη ζωή του και το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του.
Ο Fender κάνει ποπ, αλλά με κάπως παλιομοδίτικο τρόπο, που δεν ταιριάζει με την εποχή της φτηνής μελωδίας του TikTok. Κι όμως, χαλάει κόσμο στη δημοφιλή πλατφόρμα. Εκατομμύρια χρήστες χρησιμοποιούν τη μουσική του ως μίνι σάουντρακ στα βιντεάκια τους, αν και δεν έχει φτιαχτεί καθόλου γι’ αυτόν τον λόγο.
Όπως γράφει ο Alexis Petridis στην «Guardian», θα μπορούσε να κάνει έναν «εύκολο», ακόμη πιο mainstream δίσκο, εκμεταλλευόμενος την επιτυχία που είχε το ντεμπούτο του πριν από δύο χρόνια, αλλά, προς τιμήν του, δεν το κάνει. Το «Hypersonic Missiles» είχε πάει στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ το 2019.
Η πανδημία, δημιουργικά τουλάχιστον, τον ωφέλησε, παρά τις δηλώσεις του ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της εντελώς μίζερα, πίνοντας, τρώγοντας και παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Στο lockdown συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι δεν μπορούσε να αντλήσει έμπνευση για τα τραγούδια του από τον περίγυρό του, συγκεκριμένα από τις εμπειρίες του από τις παμπ στις οποίες δούλευε και εμφανιζόταν μαζί με τον αδελφό του. Το επίκεντρό του είναι ο εσωτερικός του κόσμος και όσοι δαίμονες συνεχίζουν να τον «τρώνε». Αυτή η ενδοσκόπηση τον βοήθησε να γράψει μια σειρά από ειλικρινή τραγούδια για τη ζωή του και το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του.
Spit of you
Τo «Seventeen going under» είναι ένας εντελώς προσωπικός δίσκος. Στο ομώνυμο κομμάτι μιλά για τη μητέρα του, που εργαζόταν ως νοσοκόμα μέχρι που τη χτύπησε το σύνδρομο της ινομυαλγίας – μια σοβαρή μορφή αρθρίτιδας–, κάτι που επηρέασε την ψυχική της υγεία και την ικανότητά της να δουλεύει. Στα δεκαεπτά του έπρεπε να βρει δουλειά για να τη συντηρεί και από την απελπισία σκεφτόταν σοβαρά να πουλάει ναρκωτικά, αλλά εκείνη τον απέτρεψε. Επιπλέον, στα είκοσί του αντιμετώπισε και ο ίδιος μια επικίνδυνη ασθένεια.
Είναι παιδί χωρισμένων γονιών. Η μητέρα του εγκατέλειψε τον πατέρα του όταν ήταν οκτώ ετών, αλλά τελικά έμεινε μαζί της όταν τον έδιωξε από το σπίτι η μητριά του. Έχει έναν μεγαλύτερο αδελφό κατά δέκα χρόνια, επίσης μουσικό.
Στο σχολείο συχνά έπεφτε θύμα bullying επειδή ήταν υπέρβαρος και καθόλου αθλητικός τύπος. Στον δίσκο αναφέρεται σε αυτές του τις εμπειρίες, κυρίως στο ότι τώρα δεν είναι το ίδιο ευαίσθητος και φοβισμένος όπως παλιά και δεν θέλει να εκδικηθεί όσους συμμαθητές του τον πείραζαν.
Το άλμπουμ είναι γεμάτο παρόμοιες εξομολογήσεις και δυνατές εικόνες από το παρελθόν του. Π.χ. στο κομμάτι «Spit of You», που έγραψε για τη σχέση του με τον πατέρα του, περιγράφει πώς ένιωσε όταν τον είδε να φιλάει στο μέτωπο τη γιαγιά του στο νεκροκρέβατό της και σκέφτηκε ότι κάποια στιγμή θα κάνει το ίδιο, με τον πατέρα του στη θέση της γιαγιάς. Στο «Mantra» εξομολογείται ότι διακατέχεται από το «σύνδρομο του απατεώνα» αλλά και την αμηχανία και την απέχθεια που νιώθει για την απρόσμενη φήμη που έχει αποκτήσει.
«Όταν είσαι διάσημος», λέει στην «Guardian», σε μία από τις καλύτερες μουσικές συνεντεύξεις που έχω διαβάσει τελευταία, «πηγαίνεις σε μέρη όπου περιτριγυρίζεσαι από διπρόσωπους κοινωνιοπαθείς. Σκεφτόμουν ότι τώρα που είμαι διάσημος και ανήκω σε μια ροκ μπάντα, έπρεπε να παίξω τον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι απλώς ασχολιόμουν με μαλάκες» ‒ και δεν εννοεί μόνο τα άτομα που κινούν τα νήματα της βιομηχανίας αλλά και άλλους μουσικούς, όπως ξεκαθαρίζει στη συνέχεια.
Aye
Από την άλλη, στο «Aye», το οποίο φέρνει έντονα στον νου το «We didn’t start the fire» του Billy Joel, στρέφει την κριτική του προς τη σύγχρονη αριστερά και αποτυπώνει εύστοχα, σύμφωνα με τον Petridis, την απογοήτευση της λευκής εργατικής τάξης. Ειδικά οι στίχοι «I’m not a fucking patriot anymore / I’m not a fucking singer anymore / I’m not a fucking liberal anymore / I’m not a fucking anything or anyone» (Δεν είμαι ένας γ…ος πατριώτης πια / Δεν είμαι ένας γ…ος τραγουδιστής πια / Δεν είμαι ένας γ…ος φιλελεύθερος πια / Δεν είμαι τίποτα και κανένας) δεν διαφέρουν από τον μηδενισμό του John Lydon και την άγρια μελαγχολία της φωνής του. Εντάξει, δεν ξέρω πού είδε ο Petridis το τελευταίο με τη φωνή, κατά την άποψή μου η ερμηνεία του είναι πιο κοντά στο ορμητικό στυλ της Florence. Σε ένα άλλο σημείο, στο «Paradigms», επιτίθεται στους ολιγάρχες και τους παιδόφιλους.
Στο «Pitchfork», πάντως, διαφωνούν. Θεωρούν πως όταν καυτηριάζει την επικαιρότητα, στιχουργικά βρίσκεται στις πιο αδύναμες στιγμές του άλμπουμ. Κι αυτό δεν προκαλεί εντύπωση, αν σκεφτεί κανείς ότι τραγουδά τα «Woke Κids» είναι «Dickheads».
Ηχητικά ο Fender εξακολουθεί να αποτίει φόρο τιμής στο είδωλό του, τον Bruce Springsteen, τον οποίο θαυμάζει από τα δεκατέσσερά του. Θα έλεγε κανείς ότι είναι η βρετανική απάντηση στους War on Drugs. Προσωπικά, καθώς οδηγούσα τις προάλλες έτυχε να πέσω πάνω στο «Whole of the moon» των Waterboys και, μπίνγκο, έκανα τη σύνδεση.
Ο Fender, αν και κατάγεται από τον Βορρά κι αυτός ‒λίγο πιο χαμηλά, βέβαια, από τη Σκωτία‒ είναι άξιος απόγονός τους. Οι Βρετανοί λατρεύουν αυτό τον ήχο και δεν είναι οι μόνοι. Ίσως κάποια στιγμή να ακούσουμε το «Seventeen going under» και στο ελληνικό ραδιόφωνο. Πολύ πιθανό, μάλιστα, αυτό να γίνει σύντομα.
Seventeen going under