Το 2000 ήμουν βοηθός σκηνοθέτης σε μια ταινία μικρού μήκους του Αντώνη Σαμουράκη με πρωταγωνιστές τη Δήμητρα Ματσούκα, τον Νίκο Ψαρρά και τον Μπάμπη Χατζηδάκη. ''Καυτός ορίζοντας'' λεγόταν και απ' ότι θυμάμαι είχε φύγει με ένα μεγάλο βραβείο από το φεστιβάλ Δράμας της ίδιας χρονιάς. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική εμπειρία (η ταινία έφερε τη σφραγίδα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου) και πολλά από τα περίφημα meeting παραγωγής γίνονταν στο σπίτι - εργαστήριο της μοντέζ Γιάννας Σπυροπούλου. Για μένα που είχα ένα κόλλημα παιδιόθεν με τα ονόματα στα credits των ελληνικών ταινιών, αυτό της Σπυροπούλου φαινόταν σχεδόν μυθικό!
Η Γιάννα Σπυροπούλου δεν έμενε σε κάποιο μεγάλο Κολωνακιώτικο διαμέρισμα. Κατοικούσε στη Φερρών, κάτω από την πλατεία Βικτωρίας, στην οποία τότε δεν υπήρχαν τριγύρω μετανάστες ή πρόσφυγες παρά μόνο η συμπαθής τάξη των εκδιδομένων γυναικών με τους οίκους ανοχής. Την πρώτη φορά που την αντίκρισα είχε περασμένα στο λαιμό της ρετάλια από φιλμ. Μία ώριμη γυναίκα με κοντά ξανθά μαλλιά, κυρίως δε με χιούμορ και με αστείρευτη όρεξη για κουβέντα με τους πιτσιρικάδες, πολλοί απ' τους οποίους είτε απλά έκαναν τότε το ψώνιο τους, είτε συναντούσαν το φιλόδοξο καλλιτεχνικό τους όνειρο, είτε πάλι θα συνέχιζαν κανονικά στον χώρο αυτό.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ελάχιστες είναι οι ελληνικές ταινίες που δεν εμπλέκεται το όνομα της Σπυροπούλου, πρώτα ως βοηθός μοντέρ και κατόπιν ως μοντέζ αυτοπροσώπως. Βέρα Αθηναία, κόρη στρατιωτικού, μπήκε έφηβη στον ελληνικό κινηματογράφο ως βοηθός του σημαντικότερου μοντέρ εκείνων των χρόνων, του βετεράνου Γιώργου Τσαούλη.
Δεν θα ξεχάσω που λόγω των κρουσμάτων των ''τρελών αγελάδων'' ψάχναμε να βρούμε τι θα παραγγείλουμε για φαΐ. ''Κοτοπουλίαση θα πάθουμε'' σχολίασε η Γιάννα και, πράγματι, καταλήξαμε σε καλαμάκια κοτόπουλο από παραπλεύρως σουβλατζίδικο. Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση, αφού είχε συζητηθεί ό,τι ήταν να συζητηθεί με τον σκηνοθέτη, μια ιστορική φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου μού αφιερώθηκε κυριολεκτικά, μιλώντας μου για τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας της. Κι εγώ κρατούσα σημειώσεις σε ένα κόκκινο κινέζικο τετράδιο, έχοντας απόλυτη επίγνωση του βάρους της παρά το νεαρό της ηλικίας μου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ελάχιστες είναι οι ελληνικές ταινίες που δεν εμπλέκεται το όνομα της Σπυροπούλου, πρώτα ως βοηθός μοντέρ και κατόπιν ως μοντέζ αυτοπροσώπως. Βέρα Αθηναία, κόρη στρατιωτικού, μπήκε έφηβη στον ελληνικό κινηματογράφο ως βοηθός του σημαντικότερου μοντέρ εκείνων των χρόνων, του βετεράνου Γιώργου Τσαούλη. Ενδεικτικοί τίτλοι: ''Κρυστάλλω'' του Βασίλη Γεωργιάδη, ''Μανταλένα'' του Ντίνου Δημόπουλου, ''Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες'' του Αλέκου Σακελλάριου, ''Χαμένα Όνειρα'' του Α. Σακελλάριου, ''Εταιρεία Θαυμάτων'' του Στέφανου Στρατηγού κ.α. ''Οι περισσότεροι απ' όλους αυτούς έχουν πεθάνει'' μου είχε πει η Σπυροπούλου, ''γι' αυτό κι εγώ τώρα δουλεύω με σας τους μικρομηκάδες, για να μη με πνίξουν τα φαντάσματα των αλλωνών''...
Το 1958 η σκηνοθέτις Λίλα Κουρκουλάκου της ανάθεσε το μοντάζ του ''Νησιού της σιωπής'', μιας ταινίας σίγουρα διαφορετικής από τις υπόλοιπες που γυρίζονταν σωρηδόν. Αν και - πρέπει να το πούμε αυτό - η Σπυροπούλου είχε την τύχη να μην ταυτιστεί με ταινίες του συρμού, αλλά με σπουδαίες, πραγματικά, δουλειές ακόμη και του λεγόμενου ''εμπορικού'' ελληνικού κινηματογράφου. Έτσι, αμέσως μετά το ''Νησί της σιωπής'' της Κουρκουλάκου, όπου η Σπυροπούλου εργάστηκε και ως σκριπτ, ''έκοψε'' - όπως λέμε στην αργκό του σινεμά -, ''ψαλίδισε'' ή απλά μόνταρε μια σειρά ταινιών, που περιελάμβανε από ταξικά μελό (''Μάνα γιατί με γέννησες'', ''Σε ικετεύω αγάπη μου''), κωμωδίες (''Ο Σταύρος είναι πονηρός'', ''Τα ομορφόπαιδα'') και ερωτικές περιπέτειες (''Κολασμένη φύση'', ''Οι σατανικές ερωμένες'') μέχρι το αριστουργηματικό σπονδυλωτό ''Το κανόνι και τ' αηδόνι'' του Γιώργου και του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Αξιοσημείωτη ήταν και η συνεργασία της με τον σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη. Εκείνη μόνταρε τη ''Φόνισσα'' του εν έτει 1974 και το θρυλικό ''Ρεμπέτικο'' το '83. Συνεργάστηκε ακόμη με τον Γιώργο Πανουσόπουλο στο ''Ταξίδι του μέλιτος'' (1978 - 79), με την Τώνια Μαρκετάκη στις ''Κρυστάλλινες νύχτες'' (1992), με τον Νίκο Ζερβό στο ''Σουβλίστε τους'' (1981) και στις ''Γυναίκες δηλητήριο'' (1993), ενώ τελευταία της δουλειά στον κινηματογράφο, αν δεν κάνω λάθος, ήταν στην ταινία του Κώστα Αινιάν ''Χειμωνιάτικη νοσταλγία'' (2004). Κι όταν λέμε στον κινηματογράφο εννοούμε φυσικά τις μεγάλου μήκους ταινίες με τις φεστιβαλικές προβολές και τη διανομή τους, εφόσον η Σπυροπούλου είχε μοντάρει αναρίθμητες ταινίες σπουδαστών κινηματογράφου στην Ελλάδα, αφιλοκερδώς μάλιστα τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες.
Μεγάλη ήταν και η φιλία της με τον σκηνοθέτη και Πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών Χάρη Παπαδόπουλο. Τελευταία υπήρξε η μοντέζ της σειράς ''Ες αύριον τα σπουδαία'', παραγωγές της ΕΕΣ για την ΕΡΤ. ''Εργάζομαι, άρα ζω, είμαι καλά'' συνήθιζε να λέει η Γιάννα μέχρι λίγο πριν το τέλος της πάλης της με τον επιθετικό καρκίνο. Κι όχι μόνο εργαζόταν, αλλά ήταν παρούσα στα κοινά, συνυπόγραφε κείμενα αγωνιστικά υπέρ του καταταλαιπωρημένου ελληνικού κινηματογράφου.
Με πάσα επιφύλαξη λέω πως η Γιάννα Σπυροπούλου έφυγε στα 77 της χρόνια, κλείνοντας ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του εγχώριου σινεμά, αφανής ηρωίδα της πιο γόνιμης περιόδου του, όταν οι μπροστάρηδες δημιουργοί του αναζητούσαν τη φόρμα και το στυλ.
Η κηδεία της θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 8/3 στις 9 το πρωί από το κοιμητήριο Ζωγράφου.