Νομίζω πως οτιδήποτε συνδέει τη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου αναμνήσεων, κάπως «φωτογραφικά», από τη μακρινή δεκαετία του '70, όπως και ολόκληρη τη μυθολογία της δεκαετίας του '60, σαν ασπρόμαυρη συλλογική μνήμη, ταυτίζεται με τον Γιάννη Κυριακίδη. Φανταστείτε μια πόλη όπου ό,τι σημαντικό συνέβαινε, καλό ή κακό, έσκαγε σαν βόμβα γύρω από μερικά οικοδομικά τετράγωνα: Αριστοτέλους - Νίκης - Διαγώνιος - Ερμού.
Ένα αυτοαναφορικό σύμπαν «νοικοκυραίων», μεταπράτες, βιοτέχνες και έμποροι του κέντρου, μεγαλογιατροί και δικηγόροι, όλοι όσοι αποτελούσαν την αστική τάξη της πόλης καθημερινά σταματούσαν έξω από το «Φώτο Κ» στη γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας να πληροφορηθούν, και κατόπιν να κουτσομπολέψουν, από τις υπερμεγέθεις φωτογραφίες που η γυναίκα του Κυριακίδη, επίσης άξια φωτογράφος, η Χρύσα, αναρτούσε στη βιτρίνα του ισόγειου καταστήματος. Ένας μικρόκοσμος που ενημερωνόταν από τη δουλειά του πασίγνωστου και αγαπητού φωτορεπόρτερ για όλα όσα συνέβαιναν στη μικρή μας πόλη, όπως και στην υπόλοιπη Μακεδονία, αφού, ως σταθερός συνεργάτης των εντύπων του Συγκροτήματος Βελλίδη, της πρωινής και «εθνικόφρονος» «Μακεδονίας», της απογευματινής και «προοδευτικής» «Θεσσαλονίκης» και του «Ελληνικού Βορρά», όπως και σημαντικών αθηναϊκών εφημερίδων, κάλυπτε πληθώρα θεμάτων.
Χωρίς υπερβολή αποτέλεσε για δεκαετίες την πιο αναγνωρίσιμη περσόνα της Θεσσαλονίκης. Πανταχού παρών, χωρίς να συγκρατεί τίποτα το πάθος και τη μανία του να έχει πρώτος την είδηση και την εικόνα της, ανέβαινε σε δέντρα, στύλους, ελικόπτερα, αεροπλάνα –μέχρι και σε τανκ μπήκε, όπως διάβασα κάπου– προκειμένου να πετύχει τον στόχο του.
Οι λαϊκοί άνθρωποι, εργατιά, υπάλληλοι βιοτεχνιών, μπακάληδες, μανάβηδες και κρεοπώλες στο Καπάνι και τη Μοδιάνο, οι μαγαζάτορες γύρω από την πλατεία Βαρδαρίου, οι ψαράδες της παραλίας, εκείνοι που αποτελούσαν την ψυχή της Θεσσαλονίκης δεν ήξεραν από αυτά. Δεν περνούσαν από τη βιτρίνα του μαγαζιού του. Αλλά ήξεραν τον Κυριακίδη. Αν κάποιος ένωνε τους μεν με τους δε, όλο αυτό το πλήθος, τον λαό της «συμπρωτεύουσας», δεν ήταν άλλος από εκείνον, που κατέγραφε με τον φακό του την ανάσα της πόλης σε καθημερινή βάση για περισσότερο από 60 χρόνια. Από τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα μέχρι τις κερκίδες των ποδοσφαιρικών αγώνων, από τις πολιτικές ομιλίες και τον παλμό του κόσμου που παρακολουθούσε μέχρι το ετήσιο Φεστιβάλ Τραγουδιού, από την πρώτη μέρα της γέννησης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου μέχρι τις επισκέψεις διεθνών προσωπικοτήτων, πολιτικών και διασημοτήτων πάσης φύσεως, εγκλήματα και καταστροφές, τον ετήσιο «Χορό των Ανεμώνων», επιδείξεις μόδας, δεξιώσεις, πρωταθλήματα, γάμους, βαφτίσια, κηδείες, όλα όσα ταρακούνησαν τη μικρή μας πόλη και τους ανθρώπους της από τη δεκαετία του '50 μέχρι τέλη της δεκαετίας του '90, όταν ξεκίνησε σταδιακά να αποσύρεται από το φωτορεπορτάζ και τη φωτογραφία εν γένει.
Χωρίς υπερβολή αποτέλεσε για δεκαετίες την πιο αναγνωρίσιμη περσόνα της Θεσσαλονίκης. Πανταχού παρών, χωρίς να συγκρατεί τίποτα το πάθος και τη μανία του να έχει πρώτος την είδηση και την εικόνα της, ανέβαινε σε δέντρα, στύλους, ελικόπτερα, αεροπλάνα –μέχρι και σε τανκ μπήκε, όπως διάβασα κάπου– προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Κανένας κίνδυνος δεν τον έσκιαζε, σώθηκε μέχρι και από πτώση μικρού αεροπλάνου κάποτε.
Ήταν διατεθειμένος να ταξιδέψει ώρες ατελείωτες στην πιο απομακρυσμένη πλευρά της χώρας, ακόμα και μέσα στη νύχτα, άγρυπνος, προκειμένου να φωτογραφίσει ένα συμβάν. Στα μεγάλα γεγονότα κουβαλούσε μαζί του μια σκάλα και χωρίς αναστολές έβαζε τους νεότερους να την κρατούν για να ανέβει και να φωτογραφίσει. Κι εκείνοι, σαν σε παρεΐστικο χαβαλέ, του έκαναν το χατίρι. Ήταν, άλλωστε, κάτι σαν τον επίσημο φωτογράφος της πόλης. Στα άπειρα ταξίδια του στο εξωτερικό αδιαφορούσε για τα αξιοθέατα κι έψαχνε θέματα που μέχρι τότε δεν είχαν αναδειχθεί στον ελληνικό Τύπο για να τα παρουσιάσει πρώτος, όπως λ.χ. η καύση των νεκρών στην Ινδία. Αλλά κάλυψε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Σεούλ, στην Ατλάντα, στη Βαρκελώνη.
Παιδί προσφύγων, Πόντιος στην καταγωγή, γεννημένος το 1924 στην Καλαμαριά, πέρασε τρία χρόνια εξόριστος στη Μακρόνησο εκείνα τα άγρια χρόνια μετά την Κατοχή. Η πορεία του ξεκίνησε από πολύ νωρίς, στα 20 του χρόνια. Το πρώτο διάστημα της επαγγελματικής του δραστηριότητας κατέγραψε μια Θεσσαλονίκη αξεπέραστου λυρισμού. Μετά τον κέρδισε το φωτορεπορτάζ, μέσα από το οποίο παρέδωσε επίσης υπέροχες ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες σημαντικών και ιστορικών στιγμών. Μία από τις μεγάλες του επιτυχίες ήταν η φωτογραφία του άψυχου κορμιού του Αριστείδη Παγκρατίδη που δημοσιεύτηκε στην απογευματινή εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» στις 6 Φεβρουαρίου 1968, ανακουφίζοντας όσους Θεσσαλονικείς πίστευαν μέχρι τέλους ότι επρόκειτο για τον «Δράκο του Σέιχ Σου».
Ο Κυριακίδης είχε ξενυχτίσει μαζί του, περιμένοντας την εκτέλεσή του στο Επταπύργιο και άκουσε τα τελευταία του λόγια. Αλλά οι αποκλειστικότητες του Κυριακίδη ήταν αναρίθμητες: η πρώτη πειραματική αναμετάδοση τηλεοπτικού δελτίου από αυτοσχέδιο στούντιο στη Διεθνή Έκθεση, η επίσκεψη του Σαρλ ντε Γκολ, η πρώτη γιγάντια ομιλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Σεπτέμβριο του 1974 στο Μακεδονία Παλλάς μετά την πτώση της χούντας, η επίσκεψη Ζισκάρ ντ' Εστέν, ο μεγάλος σεισμός της 20ής Ιουνίου 1978 με τις καταστροφές και την πεσμένη πολυκατοικία της πλατείας Ιπποδρομίου, η ομιλία του Ανδρέα του '81 και όλες όσες ακολούθησαν. Αναφέρω μερικά που μου 'ρχονται εύκολα, γιατί κάποια τα θυμάμαι ως κομμάτι της εφηβείας μου.
Ούτε καν η Αλίκη δεν τόλμησε να του υποδείξει πώς να τη φωτογραφίσει, πόσο μάλλον η Μελίνα, που του είχε και αδυναμία. Δεν υπήρχε Ελληνίδα σταρ που να μην απαθανάτισε και όλες ήταν γοητευμένες μαζί του. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συνθέτες, τραγουδιστές, όλους τους κατά τεκμήριο σημαντικούς και διάσημους.
Πέραν αυτών, λοιπόν, η δουλειά του περιλαμβάνει και όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα, από το πρώτο φεστιβάλ το 1960, που τότε λεγόταν «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου», και την ιστορική ομαδική φωτογραφία της πρώτης απονομής με τη Βουγιουκλάκη δίπλα στην Παξινού, τον Κούνδουρο δίπλα στον Κανελλόπουλο και στον Σακελλάριο, τον Χατζιδάκι δίπλα στον Χορν, τα αλησμόνητα γλέντια των σταρ της εποχής στο Ντορέ, μέχρι τις διαμαρτυρίες των φοιτητών στον εξώστη, τα μεγάλα θεάματα της χούντας, όπως κατέληξε να είναι το Φεστιβάλ Τραγουδιού που πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο στο πλαίσιο της έκθεσης στο Παλαί ντε Σπορ, που διαρκούσε τρεις μέρες και γινόταν σε κλίμα πανζουρλισμού, όπου ο Κυριακίδης τη βραδιά των βραβείων εκτόπιζε όλους τους υπόλοιπους φωτογράφους από τη σκηνή, σκηνοθετώντας την απονομή όπως εκείνος ήθελε.
Τα ίδια έκανε και με πρωθυπουργούς, προέδρους, πατριάρχες, βασιλείς και δικτάτορες. Δυσανασχετούσαν, αλλά υπάκουαν. Ούτε καν η Αλίκη δεν τόλμησε να του υποδείξει πώς να τη φωτογραφίσει, πόσο μάλλον η Μελίνα, που του είχε και αδυναμία. Δεν υπήρχε Ελληνίδα σταρ που να μην απαθανάτισε και όλες ήταν γοητευμένες μαζί του. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συνθέτες, τραγουδιστές, τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, την Κάλλας και την Μπέλλου, όλους τους κατά τεκμήριο σημαντικούς και διάσημους συνέλαβε με τον φακό του, φωτογράφισε όμως και διανοούμενους, συγγραφείς, ποιητές, επιστήμονες. Συμμετείχε σε ταινίες του Αγγελόπουλου παίζοντας τον εαυτό του (στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» και στο «Βλέμμα του Οδυσσέα»), ενώ η κρατική τηλεόραση γύρισε αφιέρωμα για τον ίδιο.
Στο αρχείο του έχει καταγραφεί ολόκληρη η μετεμφυλιακή ιστορία της Θεσσαλονίκης. Αυτό αφήνει παρακαταθήκη στη γενέτειρα πόλη του, που ποτέ δεν εγκατέλειψε, για όσους ενδιαφέρονται για τη συλλογική της μνήμη. Δεν μπορώ να αποφύγω το κλισέ και να προσθέσω κι εγώ σε όσα γράφτηκαν γι' αυτόν ότι αποτέλεσε μια εμβληματική προσωπικότητα της Θεσσαλονίκης και ότι με τον θάνατό του σφραγίζεται το τέλος μιας ολόκληρης εποχής κοσμοπολιτισμού και ξεγνοιασιάς. Η Θεσσαλονίκη που αφήνει πίσω του είναι μια πόλη σε παρακμή, με αβέβαιο μέλλον. Αν «ταξιδεύει» αυτήν τη στιγμή κάπου, θα έχει πάρει μαζί του την ασπρόμαυρη εκδοχή της που τόσο αγάπησε και που μας παραδίδει ως τεκμήριο ενός παρελθόντος απαράμιλλης γοητείας.
σχόλια