«Η δουλειά μου βγαίνει από τη ζωή μου. Οι άνθρωποι που φωτογραφίζω δεν είναι φρικιά ή περίεργα όντα για μένα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που τολμούν». Με αυτά τα λόγια περιγράφει τους ανθρώπους που φωτογράφισε ο Peter Hujar, που σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς για τη λιτή κομψότητα και τη συναισθηματική φόρτιση του έργου του.
Την περασμένη χρονιά παρουσιάστηκε στη Βενετία η έκθεση με φωτογραφίες από το βιβλίο του «Portraits in Life and Death» του 1976, αλλά η προσοχή των φιλότεχνων είναι στραμμένη στη νέα έκθεση που ανοίγει στο Λονδίνο στις 30 Ιανουαρίου στο Raven Row. Θα παρουσιαστεί το πλήρες φάσμα της δουλειάς του Αμερικανού φωτογράφου, από την επαρχία Orange County έως την queer Νέα Υόρκη, και η έκθεση θα επικεντρωθεί στα τελευταία χρόνια της καριέρας του.
Ο διευθυντής της γκαλερί, Alex Sainsbury, θεωρεί την έκθεση ως μια σπάνια ευκαιρία για να φωτίσει τις λιγότερο γνωστές πλευρές του έργου του Hujar, όπως τις αναδεικνύει ο συνεπιμελητής της έκθεσης, Gary Schneider, ο οποίος ίδρυσε ένα εργαστήριο φωτογραφίας με τον καλλιτέχνη το 1977.
Φωτογράφισε διάσημες σήμερα προσωπικότητες, τον Τζον Γουότερς, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τη Φραν Λίμποβιτς, τις γενιές των μποέμ στο κέντρο της πόλης, ωστόσο η δουλειά του ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα ντοκουμέντο της queer ζωής στη Νέα Υόρκη.
Η σκληρότητα και η ευπάθεια ως όψεις της ίδιας εικόνας διατρέχουν όλο το έργο του Hujar, που υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στη σκηνή του κέντρου της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του '80, αλλά μετά τον θάνατό του το 1987 από επιπλοκές που σχετίζονται με το AIDS το έργο του παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στον ευρύτερο καλλιτεχνικό κόσμο.
Φωτογράφισε διάσημες σήμερα προσωπικότητες, τον Τζον Γουότερς, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τη Φραν Λίμποβιτς, τις γενιές των μποέμ στο κέντρο της πόλης, ωστόσο η δουλειά του ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα ντοκουμέντο της queer ζωής στη Νέα Υόρκη.
Έστρεψε την προσοχή του στα ζώα, τα οποία φωτογράφιζε με ενσυναίσθηση, καθώς και στην αρχιτεκτονική, τη φωτογραφία τοπίου και τις σκηνές δρόμου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Hujar επισκεπτόταν τακτικά την αγροτική κομητεία Orange της Νέας Υόρκης, όπου κάποιοι φίλοι του είχαν ένα αγρόκτημα, και τα ζώα, όπως το «διάσημο» ζεύγος αγελάδων που φωτογράφισε, αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνάς του γύρω από το ψυχολογικό υπόβαθρο κάθε φωτογραφίας. Ο Hujar έζησε σε αγρόκτημα στα πρώτα παιδικά του χρόνια. Αυτές οι φωτογραφίες στη φύση μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε τη γαλήνια δύναμη της εικόνας όχι μόνο στα πορτρέτα αλλά σε όλο το εύρος της φωτογραφίας του.
Η έκθεση «Eyes Open in the Dark» επικεντρώνεται στο μεταγενέστερο έργο του, όταν η ανάδυσή του από μια εξουθενωτική κατάθλιψη το 1976 οδήγησε στη διεύρυνση της θεματολογίας του έργου του. Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης τον σκοτεινό τόνο της φωτογραφίας του στις αρχές της δεκαετίας του 1980, την εποχή που η κρίση του AIDS κατέστρεφε την κοινότητά του. Το έργο του άνοιξε διάλογο με εκείνο του νεότερου καλλιτέχνη David Wojnarowicz το 1980. Υπήρξαν εραστές και στη συνέχεια συνεργάστηκαν σε διάφορα έργα. Ο Hujar φωτογράφισε τις τοιχογραφίες και τα γκράφιτι του Wojnarowicz στην εγκαταλελειμμένη προβλήτα 34. Το 1987 ο Wojnarowicz κατέγραψε με φωτεινές λεπτομέρειες τις τελευταίες στιγμές του Hujar, ο οποίος διαγνώστηκε με πνευμονία που σχετίζεται με το AIDS. Μόνο δεκαετίες αργότερα ο Hujar αναγνωρίστηκε ως σημαντικός Αμερικανός φωτογράφος της δεκαετίας του 1970 και του 1980.
Ο Hujar γεννήθηκε το 1934 στο Trenton του New Jersey, και αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της. Ήταν 16 ετών όταν απέδρασε από το κακοποιητικό περιβάλλον του σπιτιού του και άρχισε να ζει ανεξάρτητα. Το 1947 απέκτησε την πρώτη φωτογραφική του μηχανή και μπήκε στη Σχολή Βιομηχανικής Τέχνης. Εκεί γνώρισε την ποιήτρια Daisy Aldan που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει να φωτογραφίζει. Άρχισε να δουλεύει σε εμπορικά φωτογραφικά στούντιο και εκεί απέκτησε τη φωτογραφική του παιδεία και τη δεξιοτεχνία στον σκοτεινό θάλαμο. Ακόμα και οι φωτογραφίες του από εκείνη την εποχή θεωρούνται πλέον μουσειακής ποιότητας.
Όπως και άλλοι χρονικογράφοι της πόλης, σαν την Diane Arbus και τον Robert Mapplethorpe, ο Hujar επηρεάστηκε από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Richard Avedon και κέρδισε μια πολυπόθητη θέση σε ένα masterclass στο στούντιο του Avedon το 1967, όπου γνώρισε τον Alexey Brodovitch και την Diane Arbus.
Το 1963, με την υποτροφία Fulbright, πήγε στην Ιταλία μαζί με τον εικαστικό καλλιτέχνη Paul Thek, με τον οποίο ήταν ζευγάρι από το 1959 (ο Paul Thek πέθανε το 1988, από επιπλοκές που σχετίζονται με το AIDS. Μετά τον θάνατό του, η Susan Sontag αφιέρωσε το «AIDS and its Metaphors» στη μνήμη του). Εκεί εξερεύνησαν και φωτογράφισαν τις κατακόμβες των Καπουτσίνων του Παλέρμο, εικόνες των νεκρών που παρουσιάστηκαν αργότερα στο «Portraits in Life and Death». Επιστρέφοντας στην Αμερική γνώρισε τον Andy Warhol, πόζαρε για τέσσερα από τα τρίλεπτα «Screen Tests» του Warhol και συμπεριλήφθηκε στη συλλογική ταινία «The Thirteen Most Beautiful Boys».
Καλλιτέχνης-ακτιβιστής με επιρροή στο απελευθερωτικό κίνημα των γκέι, έγινε το 1969, μαζί με τον εραστή του, τον πολιτικό ακτιβιστή Jim Fouratt, μάρτυρας των ταραχών στο Stonewall στο West Village. Μετά από παρότρυνση του Fouratt, κατέγραψε την πρώτη πορεία απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων (28 Ιουνίου 1970) και τράβηξε την ιστορική πλέον φωτογραφία «Come out!!» για το Γκέι Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Το 1973 μετακόμισε σε μια σοφίτα πάνω από το The Eden Theatre στο East Village, μεταμόρφωσε τον χώρο και εκεί έζησε και εργάστηκε για το υπόλοιπο της ζωής του, δουλεύοντας τα πορτρέτα του, τονίζοντας σε αυτά την ιδιοσυγκρασία των μοντέλων του, τη γοητεία τους και την ανθρώπινη φύση τους και μεταδίδοντας μια οικειότητα που υποδηλώνει αγάπη και απώλεια. Η ειλικρίνεια που έβγαζε η φωτογραφία του ήταν το μεγάλο του ταλέντο.