Το όνομα του Δημήτρη Μπούρα έχει συνοδεύσει πολλά απ' τα πιο δυνατά φωτορεπορτάζ των τελευταίων δεκαετιών. Με αφορμή την ομιλία του στο TEDx του Παντείου (μίλησε στο πρώτο TEDxPanteionUniversity στην Αθήνα, το Σάββατο 19 Μαρτίου), συζητήσαμε για τη φωτογραφία και την επικαιρότητα – και το πώς μπλέκονται συχνά αυτά τα δύο...
«Η απαγόρευση της εισόδου των δημοσιογράφων και φωτογράφων στους χώρους φιλοξενίας -αν μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτά τα μαντριά που τους έχουν βάλει μέσα- έγινε προφανώς απ' την κυβέρνηση για να κρύψει την ανεπάρκειά της», μου λέει ξεκινώντας. « Όμως στο εξωτερικό, σ' όλες αυτές τις δομές, όντως δεν μπαίνει μέσα όποιος δημοσιογράφος ή φωτογράφος θέλει. Και για να μπει κάποτε κάποιος πρέπει -με μεγάλη δυσκολία- να εξασφαλίσει κάποια σημαντική άδεια.»
Γιατί όμως; Για να μην ενοχλούν τους πρόσφυγες;
«Όχι μόνο γι' αυτό. Αλλά και γιατί αλλιώς, όποιος θέλει “ντύνεται” δημοσιογράφος ή φωτογράφος, μπαίνει μέσα και πλησιάζει με άνεση τους πρόσφυγες. Οι περισσότεροι τράφικερς, κι όσοι κάνουν αγοραπωλησίες παιδιών, αυτό το ρόλο υποδύονται. Κάνουν τους ρεπόρτερ...
Επίσης όμως, βεβαιώνονται πως όποιος μπει εκεί μέσα για να καταγράψει τις συνθήκες το κάνει για τους σωστούς, δεοντολογικούς λόγους.»
Στην Ελλάδα πώς την βλέπει άραγε την κατάσταση τώρα;
«Σε μας αυτές τις μέρες πήραν όλοι από μια μηχανή, χωρίς να συνεργάζονται με έντυπα ή πρακτορεία, και δηλώνουν φωτογράφοι. Τρέχουν στους πρόσφυγες και κάνουν προσπάθειες καριέρας. Φτιάχνουν πορτφόλιο. Η Ειδομένη μοιάζει με ζωολογικό κήπο φωτογραφίας, ενώ η δουλειά μας είναι διαφορετική.»
Μιλάμε για το εξώφυλλο του DownTown με τους σελέμπριτι που ντύθηκαν πρόσφυγες.
«Φρίκαρα, το είδα και φρίκαρα. Για ποιο λόγο να δω τον οποιονδήποτε με τα σωσίβια, λες και είναι καρναβάλια... Πρέπει να προσέχουμε πολύ, να προσεγγίζουμε με ευαισθησία αυτό το θέμα, ειδικά γνωρίζοντας πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της εικόνας.»
Ο Δημήτρης Μπούρας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Αθήνα - ο πατέρας του ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο, στην Νομική. Μετά τη δικτατορία η οικογένεια επέστρεψε εδώ. Η συνέχεια για τον Μπούρα περιείχε Αμερική, μετά πάλι Θεσσαλονίκη. «Και τέλος, παντρεύτηκα και ως ερωτικός μετανάστης ήρθα στην Αθήνα».
Κι η φωτογραφία; «Την ξεκίνησα από τρέλα. Μου άρεσε η αποτύπωση της πραγματικότητας και ήθελα να το κάνω κι εγώ. Σε κάποια στιγμή διάβασα ένα βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι για το Βιετνάμ, και είπα "Ώπα, εγώ αυτό θα κάνω". Βέβαια απ' το "αυτό θα κάνω" μέχρι να το κάνω στ' αλήθεια πέρασε καιρός. Αγόρασα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, μια Nikon αναλογική F3, την οποία και έχω ακόμη...»
«Αλήθεια» τον διακόπτω «δουλεύει ακόμη; Την χρησιμοποιείς;»
«Φυσικά την χρησιμοποιώ, παντού. Όπου πηγαίνω, και σε εμπόλεμη ζώνη, τραβάω και μ' αυτήν, αναλογικά. Ασπρόμαυρο TriX 400ρι.»
Ξεκινώντας, έκανε γάμους, βαφτίσια, τα πάντα - εκτός των άλλων και για να ξεχρεώσει την κάμερα. Μετά δούλεψε στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης. Γύρω στο '80, όταν όλοι μιλούσαν για τη δίκη του Παπαχρόνη (του γοητευτικού «Δράκου της Δράμας»), ο Μπούρας κατόρθωσε να εισχωρήσει στο Στρατοδικείο και η εμπειρία της φωτογράφησης της επικαιρότητας του έμεινε αξέχαστη. Αργότερα έκανε ένα θέμα στο Έθνος για τον Κοτζαμάνη, που οδηγούσε το τρίκυκλο που σκότωσε τον Λαμπράκη. Πήγε και τον ανακάλυψε κάπου στην Τούμπα, στην Παπάφη, που είχε ένα συνεργείο για τρίκυκλα...
«Δεν με ενδιέφερε απλώς να βγάζω φωτογραφίες κατά παραγγελία, χωρίς να ερευνώ εγώ ο ίδιος. Δεν ήθελα απλώς να τροφοδοτώ με εικόνες. Έχω σπουδάσει Μαθηματικά, αλλά λατρεύω την Ιστορία. Και με το ξέσπασμα της κρίσης της Γιουγκοσλαβίας κατέληξα στο Σαράγεβο όπου έζησα όλα όσα έγιναν από μέσα...»
Αναρωτιέμαι αν ήταν διαφορετικά τα όσα είδε από πρώτο χέρι με όσα μαθαίναμε εμείς. «Κοίταξε» λέει, «στην Ελλάδα υποστηρίζαμε φανατικά τους Σέρβους, επειδή είναι Ορθόδοξοι, επειδή "είναι αδέρφια μας" κλπ. Εκεί είδα άλλα πράγματα από αυτά που ξέρουμε και πιστεύουμε για τους Σέρβους. Τέλος πάντων, από μέσα τα πράγματα είναι πάντα πιο πολύπλοκα απ' ό,τι μοιάζουν. Γι' αυτό και προτιμώ να μη βγάζω απλώς φωτογραφίες αλλά να κάνω και έρευνα.»
Πιστεύει πως το σημαντικότερο είναι να δημιουργήσεις δεσμούς. Η ανθρώπινη επαφή είναι απαραίτητη και έτσι δουλεύει ο ίδιος. «Σήμερα βέβαια πολλοί όπου βλέπουν αίμα ή πόνο, τρέχουν γιατί ξέρουν ότι θα πουλήσει, αρπάζουν μια μηχανή και "μπαμ μπαμ μπαμ" βγάζουν άπειρες φωτογραφίες, μπορεί και 3000 με τις ψηφιακές μηχανές, βιαστικοί, χωρίς να νοιάζονται για την ουσία. Παλιότερα, σεβόσουν το φιλμ γιατί ήξερες ότι μπορούσες να τραβήξεις λίγες και συγκεκριμένες φωτογραφίες, κι έτσι προσπαθούσες κάθε μία να είναι ουσιαστική. Αυτό προσπαθώ και σήμερα...»
Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, όταν ο Σαντάμ Χουσεϊν επιτίθεται στους Κούρδους, ο Μπούρας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και οι εικόνες του ταξιδεύουν σ' όλο το κόσμο, κοσμώντας το ρεπορτάζ της Sunday Times. Συνέχισε να πηγαίνει σε εμπόλεμες ζώνες: Μετά το Σαράγεβο βρίσκεται στην Τσετσενία: «Αυτή ήταν απ' τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Έμαθα πώς να προστατεύομαι απ' τον κίνδυνο, αλλά και τι σημαίνει κίνδυνος. Τότε έβγαλα και το μόττο μου: "Την καλύτερη φωτογραφία μου δεν την έχω βγάλει ακόμα, και για να τη βγάλω πρέπει να ζήσω."»
Τον ρωτώ ποια ήταν η πιο επικίνδυνη στιγμή της καριέρας του, αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει μία. «Σ' όλες υπάρχει κίνδυνος. Όμως πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πραγματικός και μόνιμος κίνδυνος είναι γι' αυτούς που ζουν εκεί. Εμείς οι υπόλοιποι που πηγαίνουμε για λίγο κι επιστρέφουμε μετά στην μικροαστική, προστατευμένη πραγματικότητά μας είμαστε -όπως έχει πει κι ο Μπρεσόν- outsiders. Κι εγώ λέω ότι δεν είμαστε καν outsiders. Είμαστε σχεδόν εισβολείς. Είμαστε εκεί που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε είμαστε. Γι' αυτό και πρέπει να σεβόμαστε τους κατοίκους και να προσέχουμε τι βγάζουμε. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πρώτη και πιο δυνατή εντύπωση να έχει συναίσθημα, ήθος και κυρίως σκέψη για όλα αυτά που συμβαίνουν σ' αυτούς τους ανθρώπους.»
«Συνειδητοποίείς ότι εκπροσωπείς και εμάς που δεν είμαστε εκεί...»
«Ακριβώς. Είμαι εκεί επειδή εσύ δεν μπορείς να είσαι εδώ. Και πάντα λέω ότι εύχομαι η παρουσία μου να είναι απούσα. Να είμαι δηλαδή το μάτι σου και να σε μεταμορφώνω ταυτόχρονα σε εισβολέα και παρατηρητή. Για να δεις την πραγματικότητα, για να ευαισθητοποιηθείς, για να ψάξεις μόνος σου με βιβλιογραφία, για να απαιτήσεις να δοθούν λύσεις. Δεν θέλω να βγαίνει η προσωπικότητα και το Εγώ μου απ' τις φωτογραφίες -και γι' αυτό λέω πως θέλω η παρουσία μου εκεί να είναι απούσα.
Καθώς μιλάμε, το τηλέφωνό του χτυπάει συνεχώς. Είναι από κανάλια και άλλα μέσα που τον ψάχνουν επειδή το θέμα πουλάει. Τα ΜΜΕ συνήθως αδιαφορούν για τους φωτορεπόρτερ ή τις εμπόλεμες ζώνες, μέχρι να γίνει ένα μπαμ, και τότε δεν σταματούν οι προσκλήσεις. (Θέλω να πιστεύω ότι η LIFO, που έχει και στο παρελθόν δημοσιεύσει τη δουλειά του Δημήτρη Μπούρα, εκτός των άλλων, αποτελεί εξαίρεση.) Τον ρωτάω πώς νιώθει που, τουλάχιστον τις μέρες που ζούμε, «πουλάει».
«Δεν είναι κακό να πουλάει ένα θέμα ή μία περιοχή. Το ζήτημα είναι πώς παρουσιάζεται. Γίνεται αυτό με σεβασμό; Καλώς. Αν όμως καταλήγει να γίνεται εξώφυλλο στο DownTown, ε, τότε έχουμε πρόβλημα...»
Του λέω πως σχεδόν κάθε μέρα βάζω ένα ποστ που διαψεύδει συνωμοσίες και αποκαλύπτει κάποιο viral ψέμα σχετικά με το Προσφυγικό -ότι οι πρόσφυγες της Ειδομένης αρνήθηκαν τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού λόγω του σταυρού, ότι έκαναν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας (ενώ το βίντεο είναι απ' την Αφρική, και πάει λέγοντας.
«Όντως, ακούγονται πολλά. Ότι οι πρόσφυγες θα μας εξισλαμίσουν, θα μας πάρουν τις γυναίκες... Η δουλειά του φωτορεπόρτερ είναι να μεταδώσει σωστά τα γεγονότα, ώστε να πολεμήσει έτσι τις υπερβολές και τη συνωμοσιολογία.»
Μιλάμε για τα στρατόπεδα προσφύγων-με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες- στο Κουρδιστάν (Βόρειο Ιράκ) όπου διαχειρίζονται την κατάσταση καλύτερα από μας. Μέσα σ' αυτά υπάρχουν σχολεία, τεχνικές-επαγγελματικές σχολές (π.χ. μαγείρων), καταστήματα,, τζαμί, χριστιανικοί ναοί, οι πρόσφυγες είναι ελεύθεροι να μετακινούνται, τζιράρουν την τοπική οικονομία. Εμείς σηκώσαμε τα χέρια ψηλά και με την ανεπάρκειά μας διογκώσαμε το πρόβλημα δραματικά, με αποτέλεσμα οι δικοί μας πρόσφυγες να ζουν μια κόλαση, να κοιμούνται στο δρόμο, στα βενζινάδικα, κάτω απ' τη βροχή, παρότι γνωρίζαμε ότι περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι, που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, βρίσκονταν στην Τουρκία.
«Με το Instagram και όλους τους ερασιτέχνες φωτογράφους, μήπως ζούμε μήπως το θάνατο της φωτογραφίας;» αναρωτιέμαι.
«Ναι, ζούμε το θάνατό της όπως την ξέραμε. Και οικονομικό θάνατο επίσης. Υπάρχει τέτοια ποσότητα φωτογραφιών που διαλύει και την ποιότητα, και την αγορά. Μετά είναι δύσκολο να ζήσεις. Ένα ταξίδι στην εμπόλεμη ζώνη κοστίζει πολλά λεφτά - ο πόλεμος ο ίδιος κοστίζει πολλά λεφτά. Είναι μεγάλη μπίζνα ο πόλεμος. Ακόμα κι οι αντάρτες, σου χρεώνουν πενήντα δολάρια τη βραδιά για να σε αφήνουν να κοιμάσαι εκεί. Και κοιμάσαι στα χαλάσματα, έτσι; Κι ο φίξερ ζητάει, και στο τέλος αρχίζουν να πουλάνε και ανθρώπους. Η μία ομάδα πουλάει στην άλλη και κάποτε καταλήγουν στον ISIS και μετά βγάζουν και αγγελίες μ' αυτούς τους ανθρώπους. Έχεις δει τις αγγελίες τους;» Δεν είχα δει.
Μου δείχνει μία, που μοιάζει με καλοσχεδιασμένο πόστερ χολιγουντιανής υπερπαραγωγής, με έναν Νορβηγό κρατούμενο προς πώληση, με τα τηλέφωνα, την εκπαίδευσή του, κανονικά. Είναι σοκαριστικό πραγματικά.
Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα του επικεντρώνεται στις νέες μορφές του πολέμου, διεξάγοντας ανθρωπολογική, κοινωνιολογική έρευνα και στρατηγική διεθνών σχέσεων μέσω συγκριτικής μελέτης του πολέμου στην περιοχή της Μ. Ανατολής/Levant (Αφγανιστάν - Ιράκ - Συρία -Λίβανος) και της περιοχής του Καύκασου (Ουκρανία - Ναγκόρνο Καραμπάχ - Οσετία). Συνεργάζεται κυρίως με Think Tanks και πανεπιστήμια (ΗΠΑ & Μ. Βρετανία).
Η βάση του, αυτή την περίοδο, βρίσκεται στην πόλη Ντουχόκ (Duhok), Ιράκ καθώς επίσης και στην Μαριούπολη, Ουκρανία.
Πριν τελειώσει η κουβέντα μας τον ρωτώ ποια ήταν πιο πρόσφατη φωτογραφία που τράβηξε. «Δεν θα σου πω την πιο πρόσφατη γενικώς, μπορεί να ήταν ας πούμε ο σκύλος μου», λέει, «αλλά μία που είχε και γενικότερο νόημα. Ήμουν στην Ειδομένη τις μέρες που είχαν ράψει τα χείλη τους οι Ιρανοί, και με πιάνει ένα νεαρό παιδί και μου λέει πως θέλει να μου μιλήσει. Πήγαμε στην άκρη, και μου είπε πως με εμπιστεύεται απ’ όσο με είδε. Μου εκμυστηρεύτηκε πως είναι γκέι και Ιρανός.»
«Το Ιράν είναι μία απ’ τις επτά χώρες που έχουν θανατική ποινή για τους ομοφυλόφιλους. Το παιδί αυτό δεν μπορεί να περάσει τα σύνορα, γιατί έρχεται απ’ το Ιράν κι όχι τη Συρία. Θεωρείται δηλαδή οικονομικός μετανάστης (!). Προσπαθώντας να γλιτώσει τη θανατική ποινή έφυγε απ’ το Ιράν και προσπαθεί να φτάσει στο Βέλγιο, όπου είναι ο σύντροφός του, που δουλεύει ως επαγγελματίας μποξέρ. Μου έδειξε μάλιστα τη φωτογραφία του στο κινητό του. Αν μπορούσαν να είχαν παντρευτεί και τους θεωρούσε ο νόμος οικογένεια τώρα το παιδί αυτό θα μπορούσε να επανενωθεί με τον άντρα του και να ζητήσει άσυλο, όπως κάνουν όλα τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια. Δεν γίνεται όμως...»
«Και τι έγινε μετά τις φωτογραφίες που τον τράβηξες;»
«Η περίπτωση αυτή μου δικαίωσε το λόγο που φωτογραφίζω. Το δουλέψαμε λίγο με τη Διεθνή Αμνηστία και τα πράγματα πάνε καλά. Προχωράνε και θα βρεθεί η λύση. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, όμως χαίρομαι πολύ που μπορώ απλώς να πω ότι μάλλον το τέλος της ιστορίας θα είναι πολύ καλό...»