To 1987 o Πίτερ Λίντμπεργκ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Αλεξάντερ Λίμπερμαν, creative director τότε στον εκδοτικό κολοσσό της Condé Nast. Ο Λίμπερμαν ήθελε να μάθει γιατί ο επιφανής Γερμανός φωτογράφος δεν ήθελε να συνεργαστεί με την Αμερικανική Vogue. Η απάντηση του Λίντμπεργκ ήταν ευθεία και ειλικρινής: «Δεν αντέχω τον τρόπο που φωτογραφίζονται οι γυναίκες στο περιοδικό σας».
Εκείνη την εποχή τα γυναικεία μοντέλα απεικονίζονταν στη φωτογραφία μόδας ως υπερ-στυλιζαρισμένα μανεκέν που δεν εκπροσωπούσαν την εικόνα μιας σύγχρονης γυναίκας. Όπως το είχε θέσει τότε ο ίδιος ο Λίντμπεργκ, στόχος του ήταν να ξεφύγει από το «τεχνητό» αυτό πρότυπο και να προβάλλει την εικόνα μιας «άφοβης, χειραφετημένης. περιπετειώδους γυναίκας με απόλυτο έλεγχο της ζωής της».
Ο Λίμπερμαν αποδέχτηκε τις ενστάσεις και τα κριτήρια που του έθετε ο φωτογράφος και οι «ζυμώσεις» ανάμεσά τους είχαν ως τελικό αποτέλεσμα έναν χρόνο μετά μια από τις πιο σημαντικές εικόνες στην ιστορία της φωτογραφίας μόδας: "Estelle Lefébure, Karen Alexander, Rachel Williams, Linda Evangelista, Tatjana Patitz, Christy Turlington, Vogue U.S.A. Santa Monica, California, 1988".
Αυτή η φωτογραφία ήταν η «μεγάλη έκρηξη» που γέννησε την εποχή των supermodels που θα καθόριζε τη βιομηχανία της μόδας για τα επόμενα χρόνια. Συγχρόνως ήταν η εικόνα που κατοχύρωσε τον Λίντμπεργκ ως κορυφαίο φωτογράφο μόδας
Ο Λίντμπεργκ είχε επιλέξει ένα γκρουπ νεαρών και άγνωστων ακόμα τότε στο ευρύ κοινό μοντέλων με την ιδέα να τραβήξει απλές, καθαρές, ασπρόμαυρες εικόνες με φόντο την παραλία της Σάντα Μόνικα. Ντυμένα μόνο με λευκά πουκάμισα και με μοναδική οδηγία να διατηρούν στη φωτογράφηση μια έκφραση νηφάλιας ισχύος, τα νεαρά μοντέλα κατάφεραν να μεταφέρουν την αντίληψη που ήθελε να περάσει ο φωτογράφος για την αντιπροσωπευτική εικόνα μιας σύγχρονης, ανεξάρτητης γυναίκας.
Όταν όμως τα «κοντάκτ» της λήψης έφτασαν στα γραφεία του περιοδικού στη Νέα Υόρκη, η τότε διευθύντρια της Vogue, Γκρέις Μιραμπέλα, αρνήθηκε να δημοσιεύσει τις εικόνες και τις έβαλε στο συρτάρι. Εκεί έμελλε να τις ανακαλύψει τυχαία έξι μήνες μετά, η διάδοχός της στη διεύθυνση του περιοδικού, η Άννα Γουίντουρ, η οποία όχι μόνο τις χρησιμοποίησε αλλά συμπεριέλαβε και μία από αυτές στο μεγάλο αναδρομικό λεύκωμα των εκδόσεων της Condé Nast με τίτλο "On the Edge: Images from 100 Years of Vogue", χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα την πιο σημαντική φωτογραφία της δεκαετίας που έδυε.
Αυτή η φωτογραφία ήταν η «μεγάλη έκρηξη» που γέννησε την εποχή των supermodels που θα καθόριζε τη βιομηχανία της μόδας για τα επόμενα χρόνια. Συγχρόνως ήταν η εικόνα που κατοχύρωσε τον Λίντμπεργκ ως κορυφαίο φωτογράφο μόδας, ο οποίος μετά τη δημοσίευση της και με την πλήρη στήριξη της Γουίντουρ εξακολούθησε να εκπληρώνει το όραμα του με τον ίδιο περίπου θίασο μοντέλων σε ακόμα πιο αντισυμβατικά πλαίσια.
Όπως η φωτογραφία που φέρει τον τίτλο "Ulli Steinmeier, Lynne Koester, Cindy Crawford and Linda Evangelista, Pin Up Studios, Paris, 1989" και συγκεντρώνει μερικά από τα πιο εμβληματικά μοντέλα της επερχόμενης δεκαετίας καθώς ποζάρουν ως Beatles. Παρότι η φωτογράφηση ήταν παραγγελία της Ιταλικής Vogue η οποία επιθυμούσε να αναδείξει συγκεκριμένους σχεδιαστές, τα ρούχα που χρησιμοποιήθηκαν είχαν το ρόλο αξεσουάρ σκηνικού μάλλον παρά κεντρικού στοιχείου της φωτογράφησης.
Ή η all-star φωτογράφηση με τίτλο "The Wild Ones: Cindy Crawford, Tatjana Patitz, Helena Christensen, Linda Evangelista, Claudia Schiffer, Naomi Campbell, Karen Mulder, Stephanie Seymour, Vogue U.S.A., Brooklyn, 1991" στην οποία τα διάσημα μοντέλα φωτογραφήθηκαν στη Νέα Υόρκη φορώντας biker jackets.
Μοιάζει δύσκολο να συλλάβει κανείς σήμερα πόσο ριζικά διαφορετικές από την συμβατική και απόμακρη ως τότε προσέγγιση στη φωτογραφία μόδας από την Vogue υπήρξαν αυτές οι φωτογραφίες του Λίντμπεργκ, οι οποίες έθεσαν σε απόλυτη προτεραιότητα την προσωπικότητα των μοντέλων, στρώνοντας τους συγχρόνως το δρόμο προς τη φήμη.
Με στοιχεία από το Sotheby's.
σχόλια